Τις προηγούμενες εκτιμήσεις της για την πορεία της ελληνικής οικονομίας επαναλαμβάνει στην έκθεση για τη νομισματική πολιτική η Τράπεζα της Ελλάδος, σημειώνοντας πως η ελληνική οικονομία θα αυξηθεί κατά 1,9% φέτος, ενώ θα επιταχύνει ελαφρώς στο 2,1% και 2,2% το 2020 και 2021 αντίστοιχα.

Η ελληνική οικονομία θα στηριχθεί στην ιδιωτική κατανάλωση, στις επιχειρηματικές επενδύσεις και στις εξαγωγές, σημειώνει η TτΕ, προσθέτοντας πως η ιδιωτική κατανάλωση θα επιταχυνθεί ελαφρώς το τρέχον έτος και θα αυξηθεί με ήπιους ρυθμούς την επόμενη διετία, στηριζόμενη στη σταδιακή βελτίωση του  πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος, ως αποτέλεσμα της αύξησης της απασχόλησης και των αμοιβών. Οι επενδύσεις εκτιμάται ότι θα έχουν θετική συμβολή στην ανάπτυξη, καθώς θα ενισχύεται σταδιακά η εμπιστοσύνη και θα αποκαθίσταται η ρευστότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος.

Όσον αφορά τα δημόσια οικονομικά, λαμβάνοντας υπόψη τα μέτρα που ψήφισε το ελληνικό Κοινοβούλιο τον περασμένο Μάιο (13η σύνταξη, 120 δόσεις κ.τ.λ). η TτΕεπαναλαμβάνει πως  με βάση τα μέχρι τώρα διαθέσιμα στοιχεία, το πρωτογενές πλεόνασμα θα διαμορφωθεί σε 2,9% του ΑΕΠ, έναντι στόχου 3,5% του ΑΕΠ.

Η TτΕ διαβλέπει προκλήσεις τόσο από το διεθνές όσο και από το εγχώριο περιβάλλον, σημειώνοντας μεταξύ άλλων πως καθυστερήσεις στην υλοποίηση μεταρρυθμίσεων ή και ακύρωσή τους θα επιδράσουν αρνητικά στο επενδυτικό κλίμα και την οικονομική δραστηριότητα. Παράλληλα καταγράφει εννέα προτεραιότητες

  • Απαιτείται δραστική αντιμετώπιση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων, με ενεργοποίηση των σχεδίων που έχουν προταθεί από την Τράπεζα της Ελλάδος και το Υπουργείο Οικονομικών.
  • Είναι ανάγκη να διευρυνθούν οι πηγές μακροπρόθεσμης χρηματοδότησης.
  • Απαιτείται η επιτάχυνση των ιδιωτικοποιήσεων και μια πιο επιθετική πολιτική προσέλκυσης ξένων άμεσων επενδύσεων.
  • Πρέπει επίσης να ισχυροποιηθεί η ανεξάρτητη λειτουργία των θεσμών και να ενισχυθεί το κράτος δικαίου.
  • Είναι καταλυτικής σημασίας όχι μόνο να μην σημειώνεται οπισθοδρόμηση και να ακυρώνονται μεταρρυθμίσεις, αλλά να ενισχύονται εκείνες που ενθαρρύνουν τον ανταγωνισμό στις αγορές.
  • Σε συνεννόηση και συμφωνία με τους Ευρωπαίους εταίρους, θα πρέπει να μειωθούν οι στόχοι για το πρωτογενές πλεόνασμα μέχρι το 2022 και να υιοθετηθεί ένα μίγμα δημοσιονομικής πολιτικής φιλικότερο προς την ανάπτυξη.
  • Είναι αναγκαίο να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στη δημιουργία σχημάτων σύμπραξης δημόσιου-ιδιωτικού τομέα, στη βελτίωση της αξιοποίησης της ακίνητης περιουσίας του Δημοσίου, στην αύξηση των δημόσιων επενδύσεων και στην εισαγωγή διεθνών λογιστικών προτύπων σε όλες τις επιχειρήσεις και φορείς της γενικής κυβέρνησης και του δημόσιου τομέα γενικότερα, από ένα μέγεθος και πάνω.
  • Πρέπει να ενισχυθεί το “τρίγωνο της γνώσης”, δηλαδή η εκπαίδευση, η έρευνα και η καινοτομία, καθώς και ο ψηφιακός μετασχηματισμός της οικονομίας.
  • Τέλος, προϋπόθεση για την επίτευξη των πολιτικών που περιγράφηκαν παραπάνω είναι ο εκσυγχρονισμός της δημόσιας διοίκησης, με τον ανασχεδιασμό διαδικασιών και αρμοδιοτήτων, την ψηφιοποίηση και την αξιολόγηση και αναβάθμιση του στελεχιακού δυναμικού και των υποδομών της.

Facebook Comments