Citi: “Βλέπει” αυτοδυναμία της ΝΔ, μείωση πλεονασμάτων & νέες αναβαθμίσεις
Νικήτρια των εκλογών της Κυριακής θα είναι η Νέα Δημοκρατία λόγω των δεσμεύσεών της για μειώσεις φόρων και για μία φιλική προς τις επενδύσεις ατζέντα
Νικήτρια των εκλογών της Κυριακής θα είναι η Νέα Δημοκρατία λόγω των δεσμεύσεών της για μειώσεις φόρων και για μία φιλική προς τις επενδύσεις ατζέντα
Νικήτρια των εκλογών της Κυριακής θα είναι η ΝΔ λόγω των δεσμεύσεών της για μειώσεις φόρων και για μία φιλική προς τις επενδύσεις ατζέντα, όπως σημειώνει η Citigroup σε νέα έκθεσή της για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας μετά τις κάλπες.
Μετά από χρόνια ύφεσης και δημοσιονομικής λιτότητας, η απλή προοπτική μιας πιο φιλικής προς τις επιχειρήσεις πολιτικής αλλαγής στη χώρα μπορεί από μόνη της να οδηγήσει σε υψηλότερη ανάπτυξη. Η δημοσιονομική πολιτική έχει ήδη γίνει λιγότερο περιοριστική και αυτό θα συμβάλλει στην προστασία της Ελλάδας, τουλάχιστον εν μέρει, από την εξωτερική αδυναμία. Επιπλέον, ως μέλος του κεντροδεξιού Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, το οποίο περιλαμβάνει επίσης το γερμανικό CDU και το αυστριακό OVP – η Νέα Δημοκρατία φαίνεται να έχει υιοθετήσει την αρχή της διάσωσης της Ευρωζώνης, σύμφωνα με την οποία οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις επιτρέπουν μια πιο επιεική ερμηνεία των δημοσιονομικών κανόνων, όπως επισημαίνει.
Έρχονται αναβαθμίσεις από τους οίκους αξιολόγησης
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Citi, η ενίσχυση της ανάπτυξης και η επιτάχυνση της εφαρμογής μεταρρυθμίσεων θα οδηγήσουν σε περαιτέρω αναβαθμίσεις της αξιολόγησης της χώρας. Η πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας εξακολουθεί να είναι κάτω από την επενδυτική βαθμίδα και η επιλεξιμότητά της σε ένα πιθανό νέο QE, πιθανόν να υπόκειται στην επιστροφή της αξιολόγησής της στο investment grade.
Προς το παρόν, όπως επισημαίνει, η βιωσιμότητα των δημοσιονομικών μεγεθών της Ελλάδας εξαρτάται από τους πιστωτές της. Παρά το υψηλό επίπεδο χρέους που φτάνει το 180% του ΑΕΠ και το οποίο δεν μειώνεται, η βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους καθώς και η ανάκαμψη της οικονομίας, εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό και τουλάχιστον για τα επόμενα χρόνια, στη σχέση της Αθήνας με τους πιστωτές οι οποίοι και κατέχουν το 80% του ελληνικού χρέους. Ο κίνδυνος ρήξης Αθήνας – πιστωτών είναι πλέον πολύ μικρότερος από ό,τι στο παρελθόν, όπως επισημαίνει η αμερικάνικη τράπεζα.
Η Ελλάδα υστερεί σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες της ευρωζώνης όσον αφορά τη συνολική ανταγωνιστικότητα και την ικανότητα προσέλκυσης ξένων κεφαλαίων, παρά τη μεγάλη εσωτερική υποτίμηση που σημειώθηκε στο πρόσφατο παρελθόν. Αυτό σε συνδυασμό με τα “φτωχά” δημογραφικά στοιχεία, περιορίζουν τη δυναμική της ανάπτυξης, ενώ ο δημοσιονομικός χώρος είναι περιορισμένος. Έτσι, κατά την άποψη της Citi, οι μεγάλες περικοπές φόρων δεν θα ήταν εφικτές χωρίς περισσότερες μεταρρυθμίσεις, όπως ο “καθαρισμός” των μη εξυπηρετούμενων δανείων των τραπεζών, οι ιδιωτικοποιήσεις και οι διοικητικές / δικαστικές μεταρρυθμίσεις. Οι προκλήσεις της επόμενης κυβέρνησης έτσι ώστε να θέσει την ανάπτυξη σε μια ενάρετη πορεία και να οδηγήσει σε μια σταθερή μείωση του λόγου του χρέους προς το ΑΕΠ παραμένουν μεγάλες.
Αυτοδυναμία το πιθανότερο αποτέλεσμα
Η Citi επισημαίνει πως σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις του Ιουνίου τα ποσοστά της Ν.Δ ανέρχονται στο 35% με 40% ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται περίπου 10% πίσω και αρκετά κάτω από τα ποσοστά που σημείωσε στις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015 (35,6%), και άρα είναι αρκετά απίθανο ο Αλέξης Τσίπρας να διατηρήσει την εξουσία.
Εκτός από τη ΝΔ και τον ΣΥΡΙΖΑ, δύο με πέντε άλλα κόμματα μπορεί να ξεπεράσουν το 3% και να μπουν στη Βουλή. Όσο μικρότερος ο αριθμός των κομμάτων στη Βουλή τόσο μεγαλύτερη θα είναι και πλειοψηφία της ΝΔ, σημειώνει η Citi. Στην απίθανη περίπτωση ενός αδύναμου αποτελέσματος για την ΝΔ, η νίκη δηλαδή αλλά χωρίς αυτοδυναμία, τότε η Citi εκτιμά ότι θα συνεργαστεί με το ΚΙΝΑΛ.
Οι δεσμεύσεις
Μετά από πάνω από δέκα χρόνια οικονομικών δυσχερειών (τα πραγματικά κατά κεφαλήν εισοδήματα έχουν μειωθεί σχεδόν κατά 25% από το 2007), τα δύο βασικά κόμματα έχουν στοχεύσει μέσω των τελευταίων εκλογικών τους δεσμεύσεων, να προσελκύσουν τους κεντρώους ψηφοφόρους της μεσαίας τάξης, υποσχόμενοι κυρίως σημαντικές φορολογικές περικοπές.
Το εκλογικό πρόγραμμα της Νέας Δημοκρατίας έχει πιο σαφή προσανατολισμό προς τη μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης και τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει προχωρήσει σαφώς σε πιο mainstream οικονομικές θέσεις σε σχέση με πριν από τέσσερα χρόνια, και το σημαντικότερο είναι η κατάργηση της στάσης του κατά του ευρώ. Ωστόσο, το εκλογικό του μανιφέστο εξακολουθεί να γέρνει προς τις αριστερές πολιτικές. Ενώ η πλατφόρμα πολιτικής του περιλαμβάνει ορισμένες φορολογικές περικοπές (μείωση του φόρου αλληλεγγύης, μείωση του εισαγωγικού φόρου εισοδήματος για νέους εργαζόμενους, χαμηλότερους συντελεστές ΦΠΑ), δεσμεύεται να αυξήσει τον κατώτατο μισθό κατά 7,5% το 2020 και το 2021, να αυξήσει τις προσλήψεις στο δημόσιο – στην υγεία και την παιδεία, και να υιοθετήσει πιο “πράσινες” πολιτικές. Σε μία προεκλογική κίνηση τον Μάιο, ο ΣΥΡΙΖΑ προχώρησε σε ένα πακέτο παροχών το οποίο σύμφωνα με την Κομισιόν θα κοστίσει πάνω από το 1% του ΑΕΠ.
Η μείωση των φόρων έχει νόημα από μακροοικονομική άποψη
Η μεγάλη δημοσιονομική προσαρμογή τα τελευταία 10 χρόνια επιτεύχθηκε κυρίως μέσω υψηλότερων φόρων. Η συνολική φορολογική επιβάρυνση αυξήθηκε κατά περισσότερο από 8 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ από το 2007. Ο συντελεστής ΦΠΑ αυξήθηκε στο 19% το 2007 και στη συνέχεια στο 24%, τα έσοδα από τον φόρο ακίνητης περιουσίας αυξήθηκαν από 1,6% το 2007 σε 3,2% του ΑΕΠ το 2017, και αυτά αποτελούν μόνο δύο παραδείγματα.
Το παράδοξο είναι, όπως επισημαίνει η Citi, ότι οι μεγαλύτερες περικοπές δαπανών πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο του τρίτου μνημονίου που υπέγραψε ο ΣΥΡΙΖΑ το 2015 με την υπεραπόδοση των πλεονασμάτων τα τελευταία τρία χρόνια να οφείλεται κυρίως στη συνεχιζόμενη υπο-απορρόφηση των ανώτατων ορίων δαπανών, κυρίως στις δημόσιες επενδύσεις.
Ο Μητσοτάκης μπορεί να πετύχει τη συμφωνία για μείωση των πλεονασμάτων
Ο τρόπος χρηματοδότησης των φορολογικών περικοπών – ο συνδυασμός του χαμηλότερου πρωτογενούς πλεονάσματος και των χαμηλότερων δημόσιων δαπανών – θα είναι καθοριστικής σημασίας για τον προσδιορισμό της αποτελεσματικότητάς τους στην ενίσχυση της ανάπτυξης. Ένα μικρότερο πρωτογενές πλεόνασμα σε σχέση με το ιστορικό υψηλό του 4,4% του ΑΕΠ που σημειώθηκε το 2018 είναι σίγουρα πιθανό και επιθυμητό, δεδομένου ότι είναι στο 3,5% (μέχρι το 2022).
Ο κ. Μητσοτάκης έχει δεσμευτεί να επαναδιαπραγματευτεί με τους δανειστές έναν χαμηλότερο στόχο, κάτι το οποίο είναι πιθανό να πετύχει εάν μπορέσει παράλληλα να προωθήσει μια τολμηρή, μεταρρυθμιστική δέσμη μέτρων για τη βελτίωση της ανάπτυξης. Με το χρέος προς το ΑΕΠ στο 180%, ένα μικρότερο πρωτογενές πλεόνασμα θα μπορούσε ενδεχομένως να μειώσει τον λόγο του χρέους παρά να τον αυξήσει, καθώς η αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ κατά 1% (ή μείωση κατά 100 μ.β στο μέσο κόστος του χρέους) είναι 1,8 φορές πιο αποτελεσματική στη μείωση του δείκτη χρέους από ένα πρόσθετο 1% του ΑΕΠ πρωτογενούς πλεονάσματος, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Citi.
Ωστόσο, το περιθώριο μείωσης του στόχου του πρωτογενούς πλεονάσματος έχει ήδη περιοριστεί από τις πρόσφατες παροχές Τσίπρα.
Πολιτικές για ενίσχυση της ανάπτυξης
Λαμβάνοντας υπόψη τους δημοσιονομικούς περιορισμούς για εκτεταμένες φορολογικές μειώσεις, θα χρειαστεί να δρομολογηθούν και άλλες πολιτικές για να υποστηριχθεί η ακόμη αδύναμη ανάκαμψη. Η ανάκαμψη παραμένει πολύ αδύναμη για να εξασφαλίσει σταθερή μείωση του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ. Η Citi βλέπει δύο σημαντικά και αλληλένδετα εμπόδια για μια πιο σταθερή ανάπτυξη στην Ελλάδα: (1) την έλλειψη επαρκούς χρηματοδότησης της ανάκαμψης και (ii) την ακόμα φτωχή ανταγωνιστικότητα και προσέλκυση ξένων κεφαλαίων.
Προτεραιότητα πολιτικής για τον Κυριάκο Μητσοτάκη θα πρέπει να είναι το “ξεκλείδωμα” των πηγών χρηματοδότησης της οικονομίας. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μέσω της μείωσης των NPEs των τραπεζών, της επιτάχυνσης της εξυγίανσης των ισολογισμών των τραπεζών και της πλήρης άρσης των capital controls, τα οποία και έχουν αποτελέσει σημαντικό αντι-κίνητρο για τις ξένες επενδύσεις.
Η προσέλκυση ξένων κεφαλαίων θα πρέπει να είναι επίσης προτεραιότητα για την κυβέρνηση της ΝΔ. Η Ελλάδα είναι μια μικρή οικονομία (184 δισ. ευρώ το ΑΕΠ το 2018) και κάθε 1 δισ. ευρώ που εισέρχεται στη χώρα θα κάνει τη διαφορά για την αύξηση του ΑΕΠ. Οι ξένες επενδύσεις αυξήθηκαν τα τελευταία δύο χρόνια, αλλά παραμένουν πολύ περιορισμένες σε σύγκριση με άλλες χώρες της περιφέρειας της Ευρωζώνης, όπως η Πορτογαλία.
Επίσης, αν και η ανταγωνιστικότητα των τιμών έχει βελτιωθεί, κάτι που αντικατοπτρίζεται στις εξαγωγές, ωστόσο το έλλειμμα του λογαριασμού τρεχουσών συναλλαγών έχει αρχίσει να διευρύνεται και πάλι λόγω της αύξησης των εισαγωγών.
Η συνολική όμως ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας παραμένει χαμηλότερη σε σχέση με άλλες χώρες. Η άρση σημαντικών αντικινήτρων για την επιχειρηματικότητα και τις επενδύσεις, όπως η γραφειοκρατία, η βελτίωση του δικαστικού συστήματος και των ρυθμιστικών πλαισίων και η ενίσχυση του ανταγωνισμού στην αγορά, είναι απαραίτητα. Η Ν.Δ είναι το πιο κατάλληλο κόμμα για να προχωρήσει σε τέτοιες ενέργειες, ωστόσο η υλοποίηση θα πάρει χρόνο κάποια θέματα παραμένουν πολιτικά δύσκολα..
Τέλος, η επιτάχυνση των ιδιωτικοποιήσεων θα ήταν ένας άλλος τρόπος για να προσελκύσει η χώρα γρήγορα περισσότερα ξένα κεφάλαια. Και σε αυτό το κομμάτι, όπως τονίζει η Citi, η Νέα Δημοκρατία είναι η πιο κατάλληλη για να το προωθήσει και να κινηθεί ταχύτερα.
Κούρταλη Ελευθερία
Facebook Comments