Το επενδυτικό ενδιαφέρον που συνεχίζεται ακάθεκτο προς την Ελλάδα αντανακλάται ξεκάθαρα στις αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων οι οποίες συνεχίζουν σχεδόν καθημερνά να σημειώνουν νέα ιστορικά χαμηλά, δείχνοντας ότι οι προσδοκίες της αγοράς για περαιτέρω θετικά νέα προσεχώς, είναι υψηλές. Οι ταχύτατες κινήσεις της ελληνικής κυβέρνησης στο μέτωπο της ενίσχυσης των επενδύσεων και της ανάπτυξης, σε συνδυασμό με τις πολύ σημαντικές εξελίξεις όπως η πλήρη άρση των capital controls, η έγκριση του «Ηρακλή», οι καλές σχέσεις με τους θεσμούς και η συμφωνία ότι οι δημοσιονομικοί στόχοι θα επιτευχθούν καθώς και η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων, δίνουν ώθηση σε αυτές τις προσδοκίες, με τα επενδυτικά χαρτοφυλάκια να περιμένουν πλέον επιτάχυνση των αναβαθμίσεων της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας από τους οίκους, που θα φέρουν την χώρα ακόμα πιο γρήγορα στο κλαμπ των χωρών που έχουν επενδυτική βαθμίδα.

Την αρχή την έκανε η S&P – η οποία και θεωρείται η πιο αυστηρή μεταξύ των τεσσάρων μεγάλων οίκων –  την Παρασκευή προχωρώντας στην πρώτη μετεκλογική αναβάθμιση της χώρας, σπάζοντας έτσι την σιωπή της μετά από 15 μήνες, αφού δεν είχε προχωρήσει σε αλλαγή της αξιολόγησης της Ελλάδας από το καλοκαίρι του 2018. Εκτός του ότι αναβάθμισε τη χώρα κατά μία βαθμίδα, άφησε και την πόρτα ανοιχτή για νέα αναβάθμιση. Οι παράγοντες που μπορούν να οδηγήσουν σε μία τέτοια κίνηση στους επόμενους 12 μήνες, όπως τόνισε, είναι η συνέχιση μεταρρυθμίσεων, η ενίσχυση των προοπτικών της ανάπτυξης, η βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών καθώς και η σημαντική μείωση των NPΕs των ελληνικών τραπεζών.

Έτσι, τα βασικά κριτήρια των οίκων αξιολόγησης τα οποία λαμβάνουν υπόψη για πιθανή περαιτέρω αναβάθμιση – και αυτά που θα οδηγήσουν ουσιαστικά στην «κατάκτηση» του Investment grade –  είναι κυρίως η συνεχιζόμενη ισχυρή δημοσιονομική επίδοση, οι περαιτέρω προσπάθειες για τη βελτίωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων στον τραπεζικό κλάδο και η συνολική δυναμική των μεταρρυθμίσεων.

Η απόκτηση της επενδυτικής βαθμίδας από έναν τουλάχιστον οίκο είναι το “κλειδί” για τις μελλοντικές επιδόσεις των ελληνικών ομολόγων καθώς: 1) θα παρέχει στις ελληνικές τράπεζες πρόσβαση στις βασικές πράξεις αναχρηματοδότησης της ΕΚΤ, 2) θα επιτρέψει στην ΕΚΤ να συμπεριλάβει τα ελληνικά ομόλογα σε ένα νέο QE καθώς και στην περίοδο επανεπενδύσεων και 3) θα επιτρέψει στην Ελλάδα να επιστρέψει σε κάποιους βασικούς διεθνείς δείκτες ομολόγων.

Η αγορά ομολόγων και οι κινήσεις της κυβέρνησης φαίνεται εδώ και καιρό πως σπρώχνουν όλο και περισσότερο τους οίκους αξιολόγησης προς την αναβάθμιση της χώρας, με την Morgan Stanley να επισημαίνει ότι ο “Ηρακλής” ανοίγει την πόρτα των αναβαθμίσεων της Ελλάδας. Ήδη επενδυτικές τράπεζες προβλέπουν πως η Ελλάδα έχει πιθανότητες να μπει στην… ελίτ των χωρών που κατέχουν “επενδυτική βαθμίδα” στο β εξάμηνο του 2020 και άρα στο τρένο του QE. Σημειώνεται ότι στην περίπτωση της Πορτογαλίας, χρειάστηκαν 3 χρόνια μετά την έξοδό της από το πρόγραμμα για να επανέλθει στην επενδυτική βαθμίδα, με δύο αναβαθμίσεις, ενώ η Ελλάδα, ένα χρόνο μετά την έξοδο της από τα μνημόνια χρειάζεται τρεις αναβαθμίσεις.

Η Barclays βλέπει σταδιακή αναβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης της Ελλάδας στο καθεστώς της “επενδυτικής βαθμίδας” μετά τις πολύ καλές επιδόσεις των ελληνικών ομολόγων καθώς και τη βελτίωση των προοπτικών της ελληνικής οικονομίας, ειδικά μετά την εκλογή μίας νέας ισχυρής κυβέρνησης στη χώρα η οποία έχει ως προτεραιότητα τις μεταρρυθμίσεις. Κατά την άποψη της Barclays, η εξέλιξη της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας προς την κατηγορία του “επενδυτικού βαθμού” και το νέο QE της ΕΚΤ θα αποτελέσουν βασικούς μοχλούς για την πορεία της ελληνικής αγοράς ομολόγων. Δεδομένων των αξιολογήσεων που δίνουν σήμερα οι οίκοι για την Ελλάδα, σε συνδυασμό με τα κριτήρια που έχουν θέσει για πιθανή αναβάθμιση, η Barclays αναμένει πως η Ελλάδα θα ακολουθήσει μια σταδιακή πορεία προς την κατηγορία του Investment grade, η οποία θα έρθει το νωρίτερο στο δεύτερο εξάμηνο του 2020.

Σύμφωνα και με την HSBC θα υπάρξουν αναβαθμίσεις της αξιολόγησης της χώρας στο επόμενο διάστημα, φέρνοντας την Ελλάδας όλο και πιο κοντά στην ένταξη στο QE, ενισχύοντας περαιτέρω την εμπιστοσύνη των επενδυτών και οδηγώντας σε περαιτέρω ράλι τα ελληνικά ομόλογα, με την “επενδυτική βαθμίδα” να είναι πιθανή έως τα τέλη του 2020. Όπως επισημαίνει, η πολιτική της νέας κυβέρνησης χαιρετίστηκε από τις αγορές καθώς το ράλι επιταχύνθηκε μετά τις εκλογές του Ιουλίου και έχει μεταδοθεί και σε άλλα assets κυρίως τις τραπεζικές μετοχές. Όπως τονίζει, η βελτίωση των ελληνικών assets πιθανότατα να έχει και συνέχεια.

Τι “ζητούν” οι DBRS, Fitch, Moody’s

Μετά την πολύ θετική ετυμηγορία της S&P, η αγορά αναμένει με αγωνία την DBRS την επόμενη Παρασκευή 1η Νοεμβρίου. Όπως είχε σημειώσει στη τελευταία της έκθεση για την Ελλάδα τον Μάιο όταν και την αναβάθμισε κατά μία βαθμίδα, στο BB (low) από B (high) με σταθερές προοπτικές,  οι παράγοντες που συντελούν σε αναβάθμιση της Ελλάδα είναι: (1) η συνεχιζόμενη εφαρμογή δημοσιονομικών και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων για τη στήριξη της μελλοντικής οικονομικής ανάπτυξης, (2) η συμμόρφωση με το πρόγραμμα της μεταμνημονιακής εποπτείας (3) η σταθεροποίηση της πρόσβασης στην αγορά ομολόγων (4) η συνεχιζόμενη βελτίωση της οικονομικής υγείας των τραπεζών.

Από την πλευρά της η Fitch η οποία τον Αύγουστο δεν προχώρησε σε αλλαγή της αξιολόγησής της για την Ελλάδα καθώς περίμενε τα χειροπιαστά αποτελέσματα των πολιτικών που εφαρμόζει η κυβέρνηση είχε επισημάνει πως θετική για την αξιολόγηση της Ελλάδας θεωρεί τη μεγαλύτερη εμπιστοσύνη ότι η οικονομική ανάκαμψη θα διατηρηθεί με την πάροδο του χρόνου, αλλά και τη συνέχιση της οικονομικής και δημοσιονομικής πολιτικής υποστηριζόμενη από μια ομαλή σχέση με τους επίσημους πιστωτές, ένα σταθερό πολιτικό περιβάλλον καθώς και τον χαμηλότερο κίνδυνο από τον τραπεζικό κλάδο.

 Αξίζει να σημειωθεί ότι, την τελευταία φορά που η Fitch αναβάθμισε το rating της Ελλάδας  ήταν πριν περίπου έναν χρόνο, στις 10 Αυγούστου του 2018 και μάλιστα κατά δύο βαθμίδες. Αυτό σημαίνει ότι ο οίκος ναι μεν κινείται “αργά” αλλά, όταν το κάνει, το κάνει  “επιθετικά”. Έτσι, για να προχωρήσει σε αναβάθμιση δύο ή ενός σκαλοπατιού κάτω από το investment grade είναι “λογικό” να περιμένει απτά στοιχεία.

Τέλος, η Moody’s η οποία τήρησε σιγή ισχύος τον Αύγουστο, έχει επισημάνει πως η αξιολόγηση της Ελλάδας θα μπορούσε να αναβαθμιστεί εάν η νέα κυβέρνηση συνεχίσει να εφαρμόζει τις δεσμεύσεις προς την ευρωζώνη, συμπεριλαμβανομένων των μεταρρυθμίσεων που βελτιώνουν το επιχειρηματικό κλίμα και τις επενδύσεις, διατηρώντας ισχυρά τα δημόσια οικονομικά. Αυτό θα οδηγήσει σε ταχεία μείωση του χρέους από αυτήν που προβλέπεται, ενώ τυχόν ταχύτερη βελτίωση της υγείας του τραπεζικού κλάδου θα ήταν επίσης θετική για την αξιολόγηση της χώρας.

Αξίζει αν σημειώσουμε πως Moodys έχει μείνει πίσω σε ό,τι αφορά τις αξιολογήσεις της για την Ελλάδα σε σχέση με την Fitch, την DBRS και την S&P καθώς βαθμολογεί την Ελλάδα 4 σκαλοπάτια κάτω από το Investment grade, έναντι τριών που την βαθμολογούν οι υπόλοιποι.

Facebook Comments