Το 13ο Συνέδριο της ΝΔ ολοκληρώθηκε μέσα σε πανηγυρικό κλίμα. Εύλογη η ευφορία, μόλις τέσσερις μήνες μετά τις εκλογές και υπό το φως όλων των τελευταίων δημοσκοπήσεων, που διευρύνουν τη διαφορά υπέρ της ΝΔ κι εις βάρος του ΣΥΡΙΖΑ που αδυνατεί ακόμα να βρει τον πολιτικό του βηματισμό, παρά τα ανοίγματα, που πραγματοποιεί ο κ. Αλέξης Τσίπρας στο παλιό ΠΑΣΟΚ. Ωστόσο τα προβλήματα με την Τουρκία σε όλο το εύρος των εθνικών θεμάτων και του μεταναστευτικού, ρίχνουν βαριά την σκιά τους στην ΝΔ και στην κυβέρνηση. Άλλωστε, όπως καταδεικνύουν οι δημοσκοπήσεις το μόνο θέμα που σκιάζει την κυβερνητική θητεία είναι το μεταναστευτικό στο οποίο η μεγάλη πλειοψηφία των ψηφοφόρων της ΝΔ εκδηλώνει τη δυσφορία του.

Ωστόσο στα οικονομικά, στα κοινωνικά ζητήματα καθώς και στη νομοθέτηση νέων μέτρων, η κυβέρνηση, τέσσερις μήνες μετά, δείχνει να τα πηγαίνει καλά και να ικανοποιεί την πλειοψηφία της κοινής γνώμης. Μολονότι στην αγορά και την πραγματική οικονομία δεν έχουν ακόμα φανεί οι επιπτώσεις μιας ουσιαστικής αλλαγής, οι προσδοκίες παραμένουν μεγάλες κι η εκπλήρωση τους θα εξαρτηθεί στο άμεσο μέλλον από ορισμένες ενέργειες, συμβολικού χαρακτήρα, όπως η έναρξη των έργων για το Ελληνικό, που αποτελεί κομβικής σημασίας έργο. 

Πέραν αυτού το μείζον ζήτημα για την κυβέρνηση παραμένει η δυνατότητα της να προωθήσει αποφασιστικά τις μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται στη δημόσια διοίκηση με την αντιμετώπιση της γραφειοκρατίας και την τεράστια αλλαγή, που πρέπει να επέλθει στο τρόπο λειτουργίας του κράτους για να γίνει φίλο επενδυτικό αλλά στη βαθιά μετατροπή εκ βάθρων του φορολογικού συστήματος.

Αυτή τη βδομάδα συζητείται στη Βουλή το μεγάλο θέμα του φορολογικού νομοσχεδίου, που φέρνει μια θετική αλλαγή. Κυρίως την μείωση του εισαγωγικού φορολογικού συντελεστή από 22% στο 9% για τα εισοδήματα μέχρι 10000 ευρώ ετησίως. ΚΙ τη μείωση του φόρου για τις επιχειρήσεις από το 28% στο 24%, Με προοπτική να πέσει στο 20%. Αυτό είναι πολύ θετικό, δεδομένων των δημοσιονομικών δυνατοτήτων του ελληνικού κράτους. Αλλά δεν αρκεί 

Το βασικό ζήτημα, που καλείται να αντιμετωπίσει η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη είναι η ανακούφιση της μεσαίας τάξης, η οποία εδώ και μια δεκαετία, κι ιδίως την περίοδο του ΣΥΡΙΖΑ, υπέστη τα πάνδεινα από την φορολογική αφαίμαξης και την οικονομική συρρίκνωση συνεπεία της χρεοκοπίας.Μολονότι, αυτή είναι η πρόθεση του κ. Μητσοτάκη, όπως επανειλημμένα έχει δεσμευθεί, αυτό δεν αποτυπώνεται στο φορολογικό νομοσχέδιο. Στα εισοδήματα μόνο κάτω των 20000 ευρώ επέρχεται κάποια ουσιαστική ελάφρυνση. Όχι για τα άνω των 20000-50000. Και δύσκολα θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κάποιος ως μεσαίο εισόδημα ένα εισόδημα κάτω των 20000 ετησίως, δηλαδή λιγότερα από 1500 το μήνα. Άρα χρειάζεται με την πρώτη ευκαιρία, σεβόμενοι τις δημοσιονομικές δυνατότητες του κράτους, μια μεγάλη κι ουσιαστική μείωση των συντελεστών για τα άνω των 20000 ευρώ εισοδήματα και των μισθωτών και συνταξιούχων, που είναι αυτοί που δεν μπορούν να φοροδιαφεύγουν κι υφίστανται την μεγαλύτερη φορολογική αφαίμαξης!

Ένα άλλο ζήτημα αφορά το περιβόητο κοινωνικό μέρισμα, που αρχικά η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν επρόκειτο να δώσει, δεδομένου ότι το υπερπλεόνασμα είχε εξανεμισθεί με την χορήγηση από την προηγούμενη κυβέρνηση Τσίπρα της δήθεν «13ης σύνταξης», λίγο πριν από τις εκλογές του Ιουλίου. Όμως ο δημοσιονομικός χώρος, που διαμορφώθηκε μετά τις εκλογές, χάρις στην αύξηση των φορολογικών εσόδων, επέτρεψε την αύξηση του υπερπλεονάσματος. Κι άρα έδωσε τη δυνατότητα στον πρωθυπουργό να εξαγγείλει την χορήγηση μερίσματος από 500-1000 ευρώ. Ιδίως σε πολύτεκνες οικογένειες, σε οικογένειες με ΑΜΕΑ και μακροχρόνια άνεργους. Όμως η επιδοματική πολιτική ούτε είναι ούτε πρέπει ν είναι η προτεραιότητα μιας φιλελεύθερης κυβέρνησης. Αυτό που προέχει είναι η γενναία μεταρρυθμιστική προσπάθεια για την προσέλκυση και τη δημιουργία θέσεων απασχόλησης. Το μέλλον δεν θα το χτίσουμε με επιδόματα αλλά με δουλειές κι επιχειρήσεις.

 

Facebook Comments