Ο γνωστός συγγραφέας, Χρήστος Χωμενίδης, έγραψε ένα άρθρο στα «Νέα» για τον Θάνο Μικρούτσικο και σχολίασε τη νοοτροπία μερίδας της ελληνικής κοινωνίας προκαλώντας πληθώρα αντιδράσεων που έφτασε στα όρια του διαδικτυακού λιντσαρίσματος.

Χθες απάντησε με ένα ποίημα του Ανδρέα Εμπειρίκου. Ωστόσο, σήμερα το πρωί επανήλθε με μία πιο δεικτική απάντηση καθώς όπως έγραψε με κεφαλαία γράμματα δεν μπορούσε να μην απαντήσει:

ΔΕΝ ΜΟΥ ΕΠΙΤΡΕΠΕΤΑΙ ΝΑ ΜΗ ΜΙΛΗΣΩ

Φαντάζεστε πώς είναι, στα καλά καθούμενα, κάποια ξανθιά κυρία, κόβοντας και ράβοντας, διαστρέφοντας όχι μόνο το πνεύμα αλλά και το γράμμα ενός κειμένου σου, να δίνει το σύνθημα της επίθεσης εναντίον σου; (Και έπειτα βέβαια να σβήνει τα ίχνη της, όπως η γάτα τις βρωμιές της…)

Φαντάζεστε πώς είναι εκατοντάδες άνθρωποι να σου επιτίθενται ξαφνικά -δίχως οι περισσότεροι να έχουν καν διαβάσει παρά ένα μικρό απόσπασμα τού άρθρου σου-, να σού απευθύνουν τις βαρύτερες κατηγορίες, να αναπαράγουν τις πιό ανυπόστατες και χυδαίες συκοφαντίες, να σε ονομάζουν ανάξιο των γονιών και των παππούδων σου, την αληθινή ιστορία των οποίων ανάθεμα και αν γνωρίζουν; Να νοιώθεις ένα σμήνος νυχτερίδες να γδέρνει την ψυχή σου, να κοπρίζει πάνω σε ό,τι έχεις ιερό;

Ξέρω πολύ καλά ποιός είμαι και τι κάνω στη ζωή μου. Έχω -όπως κι εσείς- τους πιό κοντινούς μου ανθρώπους που με υπεραγαπούν. Έχω σοβαρούς και γενναίους συμπολίτες μας, οι οποίοι με υποστήριξαν. Πάνω από όλα όμως, στη συγκεκριμένη περίπτωση, έχω όλο το δίκιο με το μέρος μου. Ολοστρόγγυλο και αστραφτερό σαν τον ήλιο.

Και όμως, χθες για μιά στιγμή, ένοιωσα να έχω φτάσει στα όρια μου.

Τα καθημερινά διαδικτυακά λιντσαρίσματα πρέπει κάπως να σταματήσουν. Υπερβαίνουν ως φαινόμενο κάθε έννοια πολιτικής ή ιδεολογικής αντιπαράθεσης. Αποτελούν σκέτη βαρβαρότητα, ίδια με το μπούλινγκ που οδηγεί πολλούς εφήβους στην απόγνωση.

Ξέρω ότι το διαδίκτυο είναι από τη φύση του σχεδόν ανεξέλεγκτο. Πως μοιάζει λιγότερο με γήπεδο και περισσότερο με αρένα.

Εάν ωστόσο αρκούμασταν στη διαπίστωση ότι “homo hominis lupus” -“ο άνθρωπος για τον άνθρωπο είναι λύκος”-, δεν θα είχαμε κάνει ένα βήμα μπροστά στον πολιτισμό μας.

Απευθύνω έκκληση να ξεκινήσει μία πολύ σοβαρή συζήτηση. Προς υπεράσπιση της αξιοπρέπειας, της ελευθερίας του λόγου, της ασφάλειας που πρέπει να αισθάνεται ο καθένας ώστε να εκφράζει τις απόψεις του.

Η προηγούμενη παρόμοια βαρβαρότητα, οι μεταμεσονύκτιες τηλεδίκες κατά τη δεκαετία του 1990, εξόντωσαν ηθικά και σωματικά παραπάνω από έναν ανθρώπους. Ας μη βιώσουμε ξανά ως κοινωνία κάτι τέτοιο.-

 

 

 

 

 

 

Από τους πρώτους που έθιξαν το συγκεκριμένο άρθρο του Χρήστου Χωμενίδη ήταν η Έλενα Ακρίτα:

Χωρίς λόγια #YouCantMakethisStuffUp Ολόκληρο το άρθρο του στα “Νέα”.
‘Η μοίρα σου εσύ μονάχος είσαι’
Μεταμορφώνοντας τα ποιήματα του Νίκου Καββαδία σε τραγούδια ο Θάνος Μικρούτσικος πέτυχε το πιο σημαντικό. Να φωτίσει, να αναδείξει τον στίχο, ενίοτε να ξεκλειδώσει και κρυφά νοήματά του. Να εξοικειώσει προσέτι τους ακροατές με ένα ιδίωμα ναυτικό, γεμάτο άγνωστες λέξεις.

Δεν ήταν εύκολο αυτό, κάθε άλλο. Αφότου ξεκίνησαν παρ’ημίν οι μελοποιήσεις, από τα τέλη των 50’ς με τον «Επιτάφιο» του Ρίτσου και του Θεοδωράκη (το 1926 ο Δημήτρης Μητρόπουλος είχε βάλει μουσική σε δεκατέσσερα ποίηματα του Καβάφη, η εργασία του ωστόσο δεν έφτασε στο πλατύ κοινό), πολλοί συνθέτες αποπειράθηκαν να συνδεθούν με κάποιον ταλαντούχο ποιητή. Κάποιοι είχαν την κατάληξη των πρωτόβγαλτων ταυρομάχων που το θηρίο τούς γκρεμίζει από τη ράχη του και τους ποδοπατάει ανελέητα. Άλλοι -σαν τους κακούς μαγείρους που φλομώνουν τα φαγητά στις σάλτσες- πασάλειψαν τους στίχους με τις νότες τους, τούς κατήντησαν αγνώριστους. Λίγων το αποτέλεσμα στάθηκε ευτυχές. Ανάμεσά τους αναμφίβολα συγκαταλέγεται ο «Σταυρός του Νότου».

Και ξαφνικά βρεθήκαμε να τραγουδάμε για το καραντί που θα μάς μπατάρει, για τον πυρετό στους τροπικούς και για του Ρίο τη μαλαφράντζα… Η συγκυρία ήταν απολύτως ευνοϊκή για κάτι τέτοιο. Στις αρχές της δεκαετίας του ’80, η Ιστορία μας γύριζε σελίδα. Μπαίναμε στην ΕΟΚ (πρόδρομο της Ευρωπαϊκής Ένωσης), ξέφευγαμε -οριστικά έμοιαζε- από τη φτώχεια και την υπανάπτυξη. Η πατρίδα δεν θα έδιωχνε πλέον τα παιδιά της στις φάμπρικες της Γερμανίας και στου Βελγίου τις στοές, δεν θα τους έβγαζε φυλλάδιο για να μπαρκάρουν και να στέλνουν εμβάσματα, με τα οποία θα ζούσε η οικογένεια στο νησί. Είχαμε πιά την ψυχική πολυτέλεια όχι απλώς να συμφιλιωθούμε αλλά και να μυθοποιήσουμε τα τραύματα του παρελθόντος. Να κάνουμε τον πόνο άρπα όπως θα’λεγε ο Καρυωτάκης.

Εάν η ναυτοσύνη μας υμνήθηκε όπως τής άξιζε, το ίδιο δεν συνέβη με το έπος τής μετανάστευσης. Εκεί μονάχα «Θείες από το Σικάγο» βλέπαμε και πικραμένες «Νύφες». Ίσως τα επιτεύγματα των ομογενών παραήταν εντυπωσιακά για να τα αποδεχθούν οι απόγονοι εκείνων που είχαν μείνει στα χωριά τους – πώς αλλιώς να ερμηνεύσουμε ότι σχεδόν αποσιωπάται πως εκτός από τον Μάικλ Δουκάκη και η Μαρία Κάλλας και ο Ελία Καζάν και ο Νίκος Γκάλης υπήρξαν Ελληνοαμερικάνοι; Ίσως απλώς να μην έχει έρθει ακόμα η ώρα να γραφτεί, να τραγουδηθεί, να κινηματογραφηθεί η ιστορία του παιδιού που ξεριζώθηκε από τον Μοριά, την Ήπειρο, τη Μικρασία και διέπρεψε στην Αμερική ή στην Αυστραλία…

Για να επιστρέψουμε στον Καββαδία και στον Μικρούτσικο, συνέβη το εξής διόλου παράδοξο. Όσο απομακρύνονταν οι Έλληνες από τον γενάρχη τους Οδυσσέα, «τον άντρα τον πολύτροπο», και βούλιαζαν στην τρυφηλή ζωή των διορισμών και των επιδοτήσεων, τόσο μεράκλωναν με τον «Σταυρό του Νότου».

Οι σχολές του εμπορικού ναυτικού άδειαζαν από σπουδαστές – «πού να θαλασσοπνίγεται το παιδί; ο βουλευτής μας θα τον βολέψει σε γραφείο με σφραγίδες!». Στις μουσικές όμως σκηνές οι θαμώνες τρέκλιζαν (βοηθούσε και το αλκοόλ) λες κι είχαν μόλις δέσει το καράβι τους. Ο Θάνος Μικρούτσικος βροντούσε το πιάνο φορώντας κασκέτο καπετάνιου και το κοινό μύριζε στα σινιέ του ρούχα το ψαρόλαδο. Όταν πάλι άλλαζε σκοπό και τραγουδούσε «έτσι κι αλλιώς η γη θα γίνει κόκκινη!», οι αποκάτω αφηνίαζαν, έτοιμοι έμοιαζαν να ξεπαρκάρουν τα τσερόκι τους και να πάνε να ανατρέψουν τον καπιταλισμό. Μιλάμε για μαζική παραίσθηση, η οποία οδηγούσε με μαθηματική ακρίβεια στη χρεοκοπία όχι μόνο του κράτους αλλά και της κοινωνίας.

Μπαίνοντας στο 2020, ευελπιστούμε ότι χάρη στην κρίση οι Έλληνες έχουν απαλλαγεί, σε ένα σημαντικό βαθμό, από τις αυταπάτες τους. Δεν αναζητούν πλέον επαναστάσεις στα όνειρά τους. Δεν πλαισιώνουν κάθε σημαίας τις ιστούς σαν ιδεώδεις -νωθροί στο μυαλό- υποτακτικοί. Έχουν επιτέλους εμπεδώσει τον άλλο στίχο που μελοποίησε ο Μικρούτσικος απ’το θεατρικό «Φουέντε Οβεχούνα»: «Η μοίρα σου εσύ μονάχος είσαι. Στα χέρια κανενός μην την αφήνεις.»

Ο Θάνος Μικρούτσικος πέθανε στην αγκαλιά των πιο δικών του, κηδεύτηκε πάνδημα με αγάπη και με θαυμασμό. Τα τραγούδια του μένει να βρουν την αληθινή τους σημασία, το γνήσιο νόημά τους. Να λειτουργούν στο εξής όχι σαν παρηγοριές και σαν φαντασιώσεις. Αλλά ως εγερτήρια.-

Η εικόνα ίσως περιέχει: κείμενο που λέει "Χρήστος A. Χωμενίδης Yesterday at 16:42 Θάνος Μικρούτσικος βροντούσε το πιάνο φορώντας κασκέτο καπετάνιου και το κοινό μύριζε στα σινιέ του ρούχα το ψαρόλαδο. Όταν πάλι άλλαζε σκοπό και τραγουδούσε κι αλλιώς η γη θα γίνει οι αποκάτω αφηνίαζαν, έτοιμοι έμοιαζαν να ξεπαρκάρουν τα τσερόκι τους και να πάνε να ανατρέψουν τον καπιταλισμό Μιλάμε για μαζική παραίσθηση, η οποία οδηγούσε με μαθηματική ακρίβεια στη χρεοκοπία όχι μόνο του κράτους αλλά και της κοινωνίας."

Facebook Comments