Με το νόμο 4659/2020 «Επίδομα γέννησης και λοιπές διατάξεις», που ψηφίστηκε πρόσφατα στη Βουλή, η κυβέρνηση υλοποιεί μία από τις βασικές προεκλογικές εξαγγελίες της, σχετικά με τη χορήγηση ενός επιδόματος ύψους 2.000 ευρώ για κάθε νέο παιδί που θα γεννιέται στην Ελλάδα, προκειμένου να αντιμετωπιστεί ένα «εθνικό υπαρξιακό διακύβευμα», όπως χαρακτήρισε το δημογραφικό πρόβλημα της χώρας ο ίδιος ο Πρωθυπουργός.

Σύμφωνα με τις βασικές διατάξεις του νόμου, από 1-1-2020 θεσπίζεται επίδομα γέννησης ύψους 2.000 ευρώ για κάθε παιδί που γεννιέται στην Ελλάδα, με καταρχήν δικαιούχο τη μητέρα, η οποία θα πρέπει να διαμένει νόμιμα και μόνιμα στην Ελλάδα και να εμπίπτει σε μία από τις κατηγορίες του άρθρου 7 (άρθρο 1). Δικαιούχοι του επιδόματος είναι όσοι έχουν «ισοδύναμο οικογενειακό εισόδημα» που δεν υπερβαίνει ετησίως το ποσό των 40.000 ευρώ (άρθρο 5). Η πλήρωση του εισοδηματικού κριτηρίου και η μονιμότητα της διαμονής στην Ελλάδα προκύπτουν από τη δήλωση φορολογίας εισοδήματος του δικαιούχου και την αντίστοιχη πράξη διοικητικού προσδιορισμού φόρου (άρθρο 6).

Η σημαντικότερη αναμφίβολα διάταξη είναι αυτή του άρθρου 7, με την οποία καθορίζονται οι κατηγορίες των δικαιούχων του επιδόματος. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή: «1. Το επίδομα γέννησης χορηγείται για παιδιά που γεννιούνται στην Ελλάδα, εφόσον η μητέρα τους … διαμένει νόμιμα και μόνιμα στην Ελληνική Επικράτεια και έχει την ιδιότητα:

α) Έλληνα πολίτη,

β) ομογενούς αλλοδαπού που διαθέτει Ειδικό Δελτίο Ταυτότητας Ομογενούς,

γ) πολίτη κράτους – μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

δ) πολίτη κράτους που ανήκει στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, ή πολίτη της Ελβετικής Συνομοσπονδίας,

ε) πολίτη τρίτης χώρας, ο οποίος διαμένει μόνιμα στην Ελλάδα τα τελευταία δώδεκα (12) έτη πριν από το έτος γέννησης του παιδιού. Κατ’ εξαίρεση, για παιδιά που γεννιούνται στην Ελλάδα κατά τα έτη 2020, 2021, 2022 και 2023 το επίδομα χορηγείται εφόσον η μητέρα τους, ως πολίτης τρίτης χώρας της παρούσας περίπτωσης, διαμένει μόνιμα στην Ελληνική Επικράτεια από το έτος 2012 και εντεύθεν».

Τέλος, με τη διάταξη του άρθρου 8 συμπεριλαμβάνονται στους δικαιούχους του επιδόματος και μητέρες, οι οποίες καίτοι δεν ανήκουν σε κάποια από τις παραπάνω κατηγορίες, εντούτοις διαμένουν νόμιμα και μόνιμα στη χώρα, επειδή ο πατέρας του παιδιού εμπίπτει σε μία από τις κατηγορίες αυτές.

Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του νόμου, το θεσπιζόμενο επίδομα γέννησης «…συνιστά εκδήλωση της μέριμνας της Πολιτείας για την ελληνική οικογένεια, σύμφωνα και με τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 21 του Συντάγματος. Η μέριμνα αυτή παρέχεται στο πλαίσιο της παράλληλης συνταγματικής πρόβλεψης της παραγράφου 5 του ανωτέρω άρθρου του Συντάγματος, σύμφωνα με την οποία ο σχεδιασμός και η εφαρμογή δημογραφικής πολιτικής, καθώς και η λήψη όλων των αναγκαίων μέτρων αποτελεί υποχρέωση του Κράτους. Και συνεχίζει, υπογραμμίζοντας, πως «Το ζήτημα της υπογεννητικότητας εντάθηκε κατά την τελευταία δεκαετία λόγω της οικονομικής κρίσης που αντιμετωπίζει η χώρα. Συνεπεία τούτου, καθίστανται δυσοίωνες οι προβλέψεις για τις επόμενες δεκαετίες και συνακόλουθα επιβεβλημένη η λήψη πρωτοβουλιών εκ μέρους της Πολιτείας για τη χάραξη και την υλοποίηση μέτρων δημογραφικής πολιτικής…». Κατά συνέπεια, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση, «Η θέσπιση του επιδόματος γέννησης … συνιστά, προεχόντως, μέτρο ενίσχυσης της σύγχρονης δημογραφικής πολιτικής της χώρας, η οποία προωθείται στο πλαίσιο των ανωτέρω συνταγματικών επιταγών, επιτυγχάνοντας, παράλληλα, την προώθηση της γονεϊκότητας και ενισχύοντας την οικογενειακή και κοινωνική συνοχή, η οποία έχει δεχθεί ισχυρό πλήγμα κατά τα χρόνια της οικονομικής κρίσης, προσδίδοντας, κατά τούτο, στο εν λόγω επίδομα και προνοιακό χαρακτήρα».

Σύμφωνα με το ως άνω περιεχόμενο της αιτιολογικής έκθεσης του νόμου, η χορήγηση του συγκεκριμένου επιδόματος συνιστά εκδήλωση της μέριμνας της Πολιτείας για την «ελληνική οικογένεια», με βάση τις επιταγές του άρθρου 21 παρ. 1 του Συντάγματος, που προβλέπει ότι «Η οικογένεια, ως θεμέλιο της συντήρησης και προαγωγής του Έθνους, καθώς και ο γάμος, η μητρότητα και η παιδική ηλικία τελούν υπό την προστασία του Κράτους». Σύμφωνα, λοιπόν, με την επικαλούμενη συνταγματική διάταξη, η χορήγηση του επιδόματος απορρέει από το κοινωνικό δικαίωμα προστασίας της οικογένειας, η οποία αποτελεί «θεμέλιο της συντήρησης και προαγωγής του Έθνους» (προφανώς του ελληνικού Έθνους). Κατά συνέπεια, τόσο από την αναφορά της αιτιολογικής έκθεσης, περί μέριμνας της Πολιτείας για την «ελληνική οικογένεια», όσο και από την επίκληση της ως άνω συνταγματικής διάταξης, που προστατεύει την οικογένεια ως «θεμέλιο της συντήρησης και προαγωγής του Έθνους», προκύπτει ότι ο χαρακτήρας του συγκεκριμένου επιδόματος είναι καταρχήν εθνικός. Το επίδομα γέννησης αποσκοπεί πρωτίστως στην επίλυση του δημογραφικού προβλήματος της Ελλάδας, συνιστώντας ένα μέτρο ενίσχυσης της δημογραφικής πολιτικής της χώρας, η οποία αποτελεί υποχρέωση του Κράτους, σύμφωνα με το άρθρο 21 παρ. 5 του Συντάγματος. Κατά δεύτερο λόγο, το συγκεκριμένο επίδομα έχει και προνοιακό χαρακτήρα, αποσκοπώντας στην ενίσχυση της γονεϊκότητας και της οικογενειακής και κοινωνικής συνοχής.

Με βάση τον παραπάνω, καταρχήν εθνικό και δευτερευόντως προνοιακό, χαρακτήρα του, αλλά και τη συγκεκριμένη αιτιολογική βάση και συνταγματική αναφορά, θα ανέμενε κανείς ότι το συγκεκριμένο επίδομα θα χορηγούταν μόνο σε Έλληνες πολίτες, δηλαδή μόνο σε όσους έχουν την ελληνική ιθαγένεια, είτε αυτοδικαίως, με τη γέννηση, είτε με πολιτογράφηση ή με κάποιον άλλο τρόπο που προβλέπεται στον Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας. Πλην, όμως, τα άρθρα 7 και 8 του νόμου προβλέπουν έναν ευρύτερο κύκλο δικαιούχων του επιδόματος.

Έτσι, πέραν των Ελλήνων πολιτών (περ. α΄), δικαιούχοι του επιδόματος γέννησης είναι και οι ομογενείς αλλοδαποί (περ. β΄). Είναι ακόμη οι πολίτες κρατών – μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (περ. γ΄), του ΕΟΧ και της Ελβετίας (περ. δ΄). Η επέκταση της χορήγησης του επιδόματος και σε «κοινοτικούς υπηκόους» στηρίζεται στο άρθρο 18 της Συνθήκης Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που καθιερώνει την απαγόρευση διακρίσεων λόγω ιθαγένειας. Παρόλο που θα μπορούσε να υποστηριχθεί, ότι λόγω του κατεξοχήν εθνικού χαρακτήρα του εν λόγω επιδόματος, η μη χορήγησή του και σε «κοινοτικούς υπηκόους» δεν παραβιάζει την αρχή της απαγόρευσης διακρίσεων λόγω ιθαγένειας, η οποία άλλωστε ισχύει μόνο «εντός του πεδίου εφαρμογής των Συνθηκών», εντούτοις κρίνεται σκοπιμότερο να τεθεί ένα χρονικό όριο στη μόνιμη διαμονή των «κοινοτικών υπηκόων» στην Ελλάδα, προκειμένου αυτοί να καταστούν δικαιούχοι του επιδόματος. Για να είναι συμβατό προς το κοινοτικό δίκαιο, το χρονικό αυτό όριο θα πρέπει να προβλέπεται και για τους Έλληνες πολίτες. Αντίστοιχο χρονικό όριο προβλέπεται στο άρθρο 15 παρ. 1 του νόμου, αναφορικά με τη χορήγηση του επιδόματος παιδιού. Ειδικότερα, για όλες τις κατηγορίες δικαιούχων προβλέπεται ότι θα πρέπει να διαμένουν νόμιμα και μόνιμα στην Ελλάδα τα τελευταία 5 έτη πριν την υποβολή της σχετικής αίτησης, με εξαίρεση τους πολίτες τρίτων χωρών, για τους οποίους το όριο είναι 12 έτη. Αντίστοιχο χρονικό όριο θα πρέπει να προβλεφθεί και στο άρθρο 7 παρ. 1, για τους δικαιούχους του επιδόματος γέννησης των περιπτώσεων α΄ έως δ΄, με τη διασφάλιση, ότι δεν θα εξαιρεθούν από τους δικαιούχους, οι Έλληνες πολίτες που έφυγαν στο εξωτερικό κατά την περίοδο της κρίσης και αποφάσισαν να επιστρέψουν και να εγκατασταθούν και πάλι στην Ελλάδα.

Τέλος, δικαιούχοι του επιδόματος είναι και πολίτες τρίτων χωρών (περ. ε΄), υπό την προϋπόθεση της νόμιμης και μόνιμης διαμονής στη χώρα μας για 12 έτη. Είναι προφανώς η κατηγορία δικαιούχων που έχει προκαλέσει τη μεγαλύτερη συζήτηση, τόσο κατά τη δημόσια διαβούλευση του σχεδίου νόμου, όσο και σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο, καθώς υποστηρίζεται, ότι η χορήγηση του επιδόματος και στην κατηγορία αυτή των δικαιούχων, δεν συνάδει με τον πρωτίστως εθνικό χαρακτήρα του εν λόγω επιδόματος, όπως αυτός περιγράφεται στην αιτιολογική έκθεση του νόμου. Πλην, όμως, φαίνεται πως η κυβερνητική βούληση είναι η χορήγηση του επιδόματος και σε πολίτες τρίτων χωρών. Υπό το πρίσμα αυτό, διατυπώνονται ορισμένες παρατηρήσεις, οι οποίες μπορούν να βελτιώσουν τις προβλέψεις του νόμου και να διασφαλίσουν την αποτροπή της καταχρηστικής εφαρμογής του. Ειδικότερα:

(1) Καταρχήν, αποτελεί ιδιαίτερα θετικό στοιχείο, ότι προϋπόθεση για τη χορήγηση του επιδόματος είναι η υποβολή φορολογικών δηλώσεων, από τις οποίες προκύπτει η μόνιμη διαμονή του αλλοδαπού (κοινοτικού υπηκόου ή υπηκόου τρίτης χώρας) στην Ελλάδα. Μέσω της υποβολής φορολογικών δηλώσεων αποδεικνύεται ένας μονιμότερος δεσμός του αλλοδαπού με την Ελλάδα και αποκλείεται η χορήγηση του επιδόματος σε αλλοδαπούς που έχουν απλά μία περιστασιακή ή «ευκαιριακή» σύνδεση με τη χώρα μας.

(2) Η προϋπόθεση της διαμονής στην Ελλάδα για 12 έτη συνιστά καταρχήν ένα χρονικό κριτήριο που αποδεικνύει έναν ισχυρότερο δεσμό του αλλοδαπού με τη χώρα μας. Από την άλλη, όμως, η περίοδος των 12 ετών συνιστά και επαρκή περίοδο για την απόκτηση -με πολιτογράφηση- της ελληνικής ιθαγένειας, από έναν αλλοδαπό, ο οποίος επιθυμεί πράγματι μία μόνιμη σύνδεση με τη χώρα μας (οπότε και θα δικαιούταν το επίδομα γέννησης ως Έλληνας πλέον πολίτης). Έτσι, η υποβολή αίτησης για πολιτογράφηση από έναν αλλοδαπό, η οποία δεν έχει ακόμη εξεταστεί, θα μπορούσε να δικαιολογήσει την ένταξή του στους δικαιούχους του επιδόματος. Αντιθέτως, στην περίπτωση ενός αλλοδαπού, ο οποίος διαμένει στην Ελλάδα για 12 έτη, χωρίς να έχει υποβάλει αίτηση για πολιτογράφηση, δεν διαφαίνεται η βούλησή του για μόνιμη σύνδεση με τη χώρα μας. Κατά συνέπεια, η χορήγηση του επιδόματος γέννησης και στην περίπτωση αυτή, δεν συνάδει με το σκοπό που εξυπηρετεί η θέσπιση του εν λόγω επιδόματος. Κατά τη γνώμη μου, λοιπόν, η υποβολή αίτησης για πολιτογράφηση θα έπρεπε να συνιστά προϋπόθεση για τη χορήγηση του επιδόματος σε πολίτες τρίτων χωρών, πέραν του χρονικού ορίου των 12 ετών μόνιμης διαμονής.

(3) Ειδικά για παιδιά που γεννιούνται κατά τα έτη 2020 – 2023, προβλέπεται ότι το επίδομα χορηγείται εφόσον η μητέρα τους, ως πολίτης τρίτης χώρας, διαμένει μόνιμα στην Ελλάδα από το έτος 2012 και εντεύθεν. Ο ακριβής λόγος της πρόβλεψης αυτής, για μειωμένο χρονικό όριο μόνιμης διαμονής, δεν διευκρινίζεται στην αιτιολογική έκθεση. Εάν πάντως ο λόγος είναι «τεχνικός», δηλαδή ότι δεν υφίστανται τα απαραίτητα φορολογικά στοιχεία (αρχείο ηλεκτρονικών φορολογικών δηλώσεων), που μπορούν να τεκμηριώσουν αυτόματα τη μόνιμη διαμονή του αλλοδαπού στη χώρα μας προ του έτους 2012, τότε ορθότερο θα είναι, στις περιπτώσεις αυτές να προβλεφθεί ειδική διαδικασία τεκμηρίωσης της μόνιμης διαμονής, είτε μέσω των σχετικών αρχείων του Υπουργείου Εσωτερικών, είτε με την προσκόμιση των απαραίτητων δικαιολογητικών από τους δικαιούχους μέσω των ΚΕΠ.

(4) Περισσότερο «προβληματική» είναι η εξαίρεση του άρθρου 8, το οποίο, όπως προαναφέρθηκε, προβλέπει την επέκταση της χορήγησης του επιδόματος και σε μητέρες που δεν ανήκουν σε καμία από τις κατηγορίες δικαιούχων, αλλά θεωρείται ότι διαμένουν νόμιμα και μόνιμα στη χώρα, επειδή ο πατέρας του παιδιού εμπίπτει σε μία από τις κατηγορίες αυτές. Πράγματι, ναι μεν κρίνεται σκόπιμη η χορήγηση του επιδόματος και σε μη δικαιούχες μητέρες, που αποκτούν παιδί στην Ελλάδα με πατέρα που εμπίπτει στις δύο πρώτες περιπτώσεις του άρθρου 7 παρ. 1, πλην, όμως, η χορήγησή του και στις περιπτώσεις που ο πατέρας εμπίπτει στις υπόλοιπες κατηγορίες και ιδίως στην περίπτωση ε΄ (πολίτης τρίτης χώρας), ενέχει τον κίνδυνο της καταχρηστικής εκμετάλλευσης της εν λόγω διάταξης, από επιτήδειους που θα αποσκοπούν πρωτίστως στην είσπραξη του επιδόματος, με τραγικές συνέπειες, όχι τόσο για τα δημοσιονομικά της χώρας, αλλά κυρίως για τα ίδια τα παιδιά.

(5) Τέλος, θεωρείται σκόπιμο να τεθεί και μία ακόμη προϋπόθεση για το επίδομα γέννησης, είτε ως προϋπόθεση χορήγησης του επιδόματος, είτε, εάν αυτό δεν είναι «τεχνικά» δυνατό, ως λόγος επιστροφής του από δικαιούχους που το έχουν ήδη λάβει. Συγκεκριμένα, θα πρέπει να προβλεφθεί, ότι το επίδομα γέννησης δεν χορηγείται ή επιστρέφεται σε περιπτώσεις που διαπιστώνεται, ότι ο δικαιούχος έχει παραβιάσει ή παραβιάζει την υποχρέωση της εγγραφής άλλου ή άλλων εξαρτώμενων τέκνων του σε σχολείο, παρά το γεγονός ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις φοίτησής του/τους στην υποχρεωτική εκπαίδευση, ή την υποχρέωση της πραγματικής φοίτησής του/τους, η οποία θεωρείται ότι συντρέχει όταν το εξαρτώμενο τέκνο δεν υποχρεούται να επαναλάβει την ίδια τάξη λόγω του αριθμού των απουσιών του. Η προϋπόθεση αυτή εισάγεται με το άρθρο 15 παρ. 3 του νόμου, ως προϋπόθεση για τη χορήγηση του επιδόματος παιδιού, και θα πρέπει κατά τη γνώμη μου να προβλεφθεί ως προϋπόθεση και για τη χορήγηση του επιδόματος γέννησης. Με τον τρόπο αυτό θα αποτραπεί η χρησιμοποίηση αθώων παιδιών, ως «μέσων» για την είσπραξη επιδομάτων, από ασυνείδητους γονείς, οι οποίοι δυστυχώς υπάρχουν και ζουν ανάμεσά μας, έστω και αν αποτελούν σπάνιες περιπτώσεις.

Η χορήγηση του επιδόματος γέννησης εξυπηρετεί δίχως άλλο εθνικούς πρωτίστως σκοπούς, που συνδέονται με την προστασία της ελληνικής οικογένειας και την αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος της χώρας. Η αποφασιστική αρμοδιότητα καθορισμού των δικαιούχων του επιδόματος ανήκει στην κυβέρνηση και αποτυπώνει την αντίστοιχη πολιτική της βούληση. Αρκεί, βεβαίως, να πληρούνται δύο βασικές προϋποθέσεις: α) Ο καθορισμός των δικαιούχων να εξυπηρετεί τους βασικούς σκοπούς για τους οποίους θεσπίζεται το επίδομα και να μην οφείλεται σε φόβο αντιπολιτευτικής κριτικής ή τυχόν προσφυγής προσώπων ή φορέων σε διεθνείς οργανισμούς και δικαστήρια. Και β) να προβλέπονται οι ασφαλιστικές εκείνες δικλείδες, που θα αποτρέψουν την καταχρηστική εφαρμογή του νόμου, η οποία θα έχει καταστροφικές συνέπειες, όχι για τα δημοσιονομικά της χώρας, αλλά για τις ζωές αθώων παιδιών.

Facebook Comments