Στο… φουλ δουλεύουν το τελευταίο διάστημα οι μηχανές της «Παπουτσάνης», προκειμένου να καλύψει τις – αυξημένες λόγω κορωνοιού, αλλά και απουσίας αντισηπτικών – ανάγκες των καταναλωτών σε σαπούνι.

«Έχουμε λάβει τα απαραίτητα μέτρα και έχουμε ενισχύσει την παράγωγή μας, ώστε να εξασφαλιστεί η επάρκεια», αναφέρουν σε DailyPost.gr και MarketNews.gr  στελέχη της εταιρείας, για να προσθέσουν: «Τα αποθέματα σε ύλες και έτοιμα προϊόντα είναι αρκετά για την εγχώρια αγορά, που αντιπροσωπεύει το 45% με 50% των πωλήσεών μας. Σε συνεργασία με το λιανεμπόριο έχουμε καταφέρει να ανταποκριθούμε στις εντάσεις ζήτησης απρόσκοπτα».

Πιο αναλυτικά, σύμφωνα με έρευνα της IRI, οι πωλήσεις κρεμοσάπουνου, αλλά και στέρεου σαπουνιού, έχουν αυξηθεί πάνω από 286% και 122% αντίστοιχα σε διάστημα λίγων εβδομάδων. «Ο φόβος της πανδημίας, σε συνδυασμό με τις ελλείψεις αντισηπτικών, έχουν στρέψει τους καταναλωτές στα επίμαχα προιόντα», σχολιάζουν αρμόδιες πηγές.

Στο μεταξύ, αντίστοιχη… μετατόπιση του ενδιαφέροντος καταγράφει και η Nielsen, σημειώνοντας πως οι πωλήσεις σαπουνιών την εβδομάδα 2 – 8 Μαρτίου παρουσίασαν άνοδο κατά 97,9% σε σχέση με το αντίστοιχο περυσινό διάστημα. Υψηλή ζήτηση, βέβαια, εξακολουθούν να παρουσιάζουν, τόσο τα καθαριστικά μαντιλάκια για το σπίτι (+211,8%), όσο και τα ελαστικά γάντια (+64,6%) και οι χλωρίνες (41,2%). «Γενικότερα, οι πωλήσεις, που αφορούν στα προϊόντα Οικιακής Χρήσης και Προσωπικής Περιποίησης, έχουν αυξηθεί σε ποσοστό 19,3% και 11,5% αντίστοιχα», σημειώνει χαρακτηριστικά.

Σε μία προσπάθεια, πάντως, να… χαρτογραφήσει τις επιπτώσεις της πανδημίας σε καθεμία από τις δραστηριότητές της, η «Παπουτσάνης» σημειώνει:

  • Επώνυμα προϊόντα: Η ζήτηση στη συγκεκριμένη κατηγορία στο εσωτερικό της χώρας έχει ενισχυθεί σημαντικά.
  • Ξενοδοχειακά προϊόντα: Η κατηγορία αυτή ακολουθεί την πορεία του τουρισμού, με αποτέλεσμα η ζήτηση, κυρίως στο εσωτερικό της χώρας, να έχει μειωθεί.  Το τελικό εύρος της επίδρασης  στις  πωλήσεις στην ελληνική ξενοδοχειακή αγορά είναι άμεσα συνυφασμένο με τη διάρκεια της κρίσης και κατ’ επέκταση την εξέλιξη του τουρισμού, τη χρονιά, που διανύουμε. Αντίστοιχα, για το εξωτερικό,  η επίδραση αναμένεται να είναι κάπως πιο περιορισμένη. 
  • Προϊόντα τρίτων (βιομηχανικές πωλήσεις, ιδιωτική ετικέτα): Η ζήτηση σε αυτή την κατηγορία έχει ενισχυθεί σημαντικά, τόσο από την εγχώρια αγορά όσο και από χώρες του εξωτερικού, δεδομένου ότι αφορά σε προϊόντα προσωπικής υγιεινής.
  • Βιομηχανικές πωλήσεις σαπωνομαζών: Η κατηγορία αυτή έχει επηρεαστεί, επίσης, θετικά, καθώς αφορά βιομηχανικό προϊόν, που χρησιμοποιείται για την παραγωγή σαπώνων.

Από τη Λέσβο στα… 5άστερα της Ευρώπης

Ήταν 1870 όταν ο Δημήτρης Παπουτσάνης αποφάσιζε να «στήσει» στο Πλωμάρι της Λέσβου το πρώτο ατμοκίνητο εργοστάσιο παραγωγής ελαιολάδου και σαπωνοποιείου στην περιοχή. Με εκλεκτές πρώτες ύλες τα αγνά φυτικά έλαια αρχίζει να παράγει πράσινο σαπούνι ελαιολάδου, ανοίγοντας τον δρόμο για τη δημιουργία μιας ιστορικής εταιρείας, που παράγει σήμερα πάνω από 150 εκατομμύρια τεμάχια έτοιμου προϊόντος ετησίως και πραγματοποιεί εξαγωγές σε περισσότερες από 25 χώρες.

Μπορεί η μονάδα παραγωγής να μεταφέρθηκε από την Λέσβο στον Πειραιά, από εκεί, όμως, η «Παπουτσάνης» ρίχνει στην αγορά το πρώτο πράσινο σαπούνι μπουγάδας, αλλά και τους κύβους Μασσαλίας για ευρεία κατανάλωση. Το 1936 προσθέτει στο χαρτοφυλάκιό της ακόμη δύο προιόντα – ένα σαπούνι με άρωμα πασχαλιάς και το «Φλώρα», σε συσκευασία ζελατίνας – ενώ τη δεκαετία του ’50 λανσάρει το περίφημο «Καραβάκι», που γνώρισε τρομερή επιτυχία.

Παρά το γεγονός ότι η οικογένεια Παπουτσάνη επένδυσε στην ανακατασκευή του εργοστασίου στον Πειραιά, το οποίο είχε καταστραφεί από τους βομβαρδισμούς, αποφασίζει το 1967 να μεταφέρει τις εγκαταστάσεις της στην Κάτω Κηφισιά, δημιουργώντας νέες μονάδες παραγωγής λιπαρών οξέων – γλυκερίνης, καλλυντικών και βρώσιμων ελαίων και λιπών. Εκεί κατασκευάζεται και το πρώτο σαπούνι γλυκερίνης, με την υπογραφή «Παπουτσάνης», που δίνει, ουσιαστικά, στην εταιρεία το εισιτήριο για την εισαγωγή της στο Χρηματιστήριο.

Οι συνεργασίες της με διεθνείς εταιρίες – κολοσσούς του κλάδου, όπως η  Sysco Guest Supply, διαδίδουν την υπογραφή των προϊόντων της σε σημεία λιανικής, αλλά και σε μεγάλες ξενοδοχειακές μονάδες στο εξωτερικό. Προϊόντα της «Παπουτσάνης» φιγουράρουν πλέον στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες (Αγγλία, Γερμανία, Βέλγιο, Αυστρία, Σουηδία, Ολλανδία, Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία, Σλοβακία, Αλβανία, Ρουμανία, Σερβία, Βουλγαρία, Λιθουανία, Ρωσία, Κύπρος), στην Αμερική (ΗΠΑ, Καναδά, Μεξικό), στην Ασία (Ιαπωνία, Χονγκ-Κονγκ) και στην Αυστραλία.  

«Ψήφος εμπιστοσύνης» από την EBRD

Επένδυση, ύψους πέντε εκατ. ευρώ, εξασφάλισε πριν από λίγες ημέρες από την  Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης (EBRD) η «Παπουτσάνης».

Σύμφωνα με τη σχετική συμφωνία, η χρηματοδότηση θα κατευθυνθεί στον τομέα έρευνας και ανάπτυξης νέων προϊόντων. Πιο αναλυτικά, η ελληνική εταιρεία σχεδιάζει να επενδύσει σε περαιτέρω επέκταση και βελτίωση της ανταγωνιστικότητάς της, καθώς και σε αναβάθμιση των μεθόδων παραγωγής στο εργοστάσιό της στη Ριτσώνα (η… μετακόμιση από την Κάτω Κηφισιά έγινε τον Φεβρουάριο του 2001).

  

Facebook Comments