Alpha Bank: Τα μηνύματα για την ύφεση που στέλνει το οικονομικό κλίμα
Εκτιμάται ότι η Ευρωζώνη θα βυθιστεί σε ύφεση της τάξης του 7,7% το 2020 και θα ανακάμψει το 2021 με ρυθμό 6,3%. Για τη χώρα μας
Εκτιμάται ότι η Ευρωζώνη θα βυθιστεί σε ύφεση της τάξης του 7,7% το 2020 και θα ανακάμψει το 2021 με ρυθμό 6,3%. Για τη χώρα μας
Οι εκτιμήσεις της ΕΕ για το μέγεθος και το σχήμα της υφεσιακής διαταραχής που πλήττει τις ευρωπαϊκές οικονομίες χαρακτηρίζονται από μια βαθιά -και άνιση μεταξύ των χωρών- ύφεση για το 2020 και μια ατελή ανάκαμψη το 2021, σχολιάζει η Alpha BankΑ στο οικονομικό της δελτίο.
Συγκεκριμένα, εκτιμάται ότι η Ευρωζώνη θα βυθιστεί σε ύφεση της τάξης του 7,7% το 2020 και θα ανακάμψει το 2021 με ρυθμό 6,3%. Για τη χώρα μας, οι εκτιμήσεις της ΕΕ αναφέρουν ένα ισχυρότερο shock για το τρέχον έτος, της τάξης του 9,7% και αντίστοιχα ισχυρή αλλά ατελή ανάκαμψη εντός του 2021 με ρυθμό 7,9%. Η ανωτέρω εκτίμηση είναι σημαντικά ευνοϊκότερη από εκείνη του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, κυρίως, ως προς την ένταση της ανάκαμψης (2020: -10%, 2021: +5,1%).
Η εκτίμηση της ΕΕ είναι ότι η υφεσιακή διαταραχή που θα επιφέρει η πανδημική κρίση είναι ισχυρότερη ακόμη και από το δυσμενές σενάριο του Προγράμματος Σταθερότητας 2020 της ελληνικής κυβέρνησης -το οποίο ανακοινώθηκε επίσης, την προηγούμενη εβδομάδα- τόσο ως προς το μέγεθος, όσο και ως προς τη διάρκειά της. Ειδικότερα, το Πρόγραμμα ενσωματώνει δύο σενάρια, το βασικό (με ρυθμό μεταβολής του ΑΕΠ -4,7% το 2020) και το δυσμενές (-7,9%), έχοντας λάβει υπόψη την επίδραση των δημοσιονομικών και άλλων μέτρων που έλαβε η Κυβέρνηση. Ο σχεδιασμός των σεναρίων του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης ξεκινά από ένα αρχικό σενάριο ύφεσης 10% (χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το fiscal stimulus των μέτρων), το οποίο, μετά τη συνεκτίμηση των πολλαπλασιαστικών επιδράσεων των μέτρων που έχουν έως τώρα σχεδιαστεί, καταλήγει στο βασικό σενάριο με ύφεση της τάξης του 4,7%.
Ποιοι είναι οι παράγοντες που θα οδηγούσαν σε μία μεγαλύτερη, σε σχέση με την Ευρωζώνη, υφεσιακή διαταραχή στην Ελλάδα; Η υψηλή εξάρτηση από τον κλάδο του τουρισμού και το υψηλό μερίδιο των μικρών επιχειρήσεων που εκτιμάται ότι είναι περισσότερο ευάλωτες στην τρέχουσα ύφεση. Πράγματι, σε ό,τι αφορά τον τουρισμό, η καθυστέρηση της έναρξης της τουριστικής περιόδου, σε συνδυασμό με την απροθυμία πολλών τουριστών για αεροπορικά ταξίδια (διαταραχή ζήτησης) και την επιβολή υγειονομικών πρωτοκόλλων που περιορίζουν τη δυναμικότητα των μονάδων σε κλίνες ή αυξάνουν το κόστος παροχής υπηρεσιών (διαταραχή προσφοράς), αποτελούν τους ισχυρότερους παράγοντες κινδύνου για την οικονομική δραστηριότητα στην Ελλάδα. Τούτο σημαίνει ότι η εξέλιξη της πανδημίας διεθνώς -και κυρίως στις χώρες προέλευσης της τουριστικής κίνησης- κατά το τρίτο τρίμηνο του έτους είναι καθοριστικής σημασίας.
Από την άλλη πλευρά, η Ελλάδα δεν έχει ενσωματωθεί στον ίδιο βαθμό με άλλες ευρωπαϊκές χώρες στις διεθνείς εφοδιαστικές αλυσίδες, η διάσπαση των οποίων ευθύνεται για ένα μεγάλο μέρος της ύφεσης της παγκόσμιας οικονομικής δραστηριότητας, κατά το πρώτο και κυρίως το δεύτερο τρίμηνο του έτους. Με αυτό το σκεπτικό, η κρίση στην Ελλάδα -ακόμη και αν είναι εν τέλει ισχυρότερη εντός του 2020- αναμένεται να επέλθει χρονικά αργότερα (δεύτερο και κυρίως τρίτο τρίμηνο του έτους) σε σύγκριση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Επιπλέον, οι δυσμενείς επιπτώσεις της πανδημίας αποτυπώθηκαν στους δείκτες οικονομικού κλίματος των ευρωπαϊκών χωρών για τους μήνες Μάρτιο και Απρίλιο που ανακοίνωσε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, σημειώνοντας ιστορικά, χαμηλά επίπεδα. Με βάση, ωστόσο, το γενικό δείκτη οικονομικού κλίματος, οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες παρουσίασαν δυσμενέστερη εικόνα συγκριτικά με την Ελλάδα.
Τούτο είναι ιδιαίτερα σημαντικό στοιχείο, καθώς το οικονομικό κλίμα θεωρείται πρόδρομος δείκτης της οικονομικής δραστηριότητας και μπορεί ενδεχομένως να αποδοθεί στην έγκαιρη και αποτελεσματική εφαρμογή των περιοριστικών μέτρων στη χώρα μας. Η εκτίμηση αυτή ενισχύεται από τα ευρήματα σχετικής έρευνας της Διανέοσις σε συνεργασία με την εταιρεία Marc (“Πώς ζουν οι Έλληνες στην πανδημία, Απρίλιος 2020), όπου παρουσιάζεται η σημαντική άνοδος του ποσοστού αισιοδοξίας και σιγουριάς μεταξύ Δεκεμβρίου 2019 και Απριλίου 2020.
Οι επιδόσεις της χώρας στο υγειονομικό πεδίο και στην αποτελεσματική εφαρμογή των περιοριστικών μέτρων έως τώρα έχουν μεγάλη σημασία, καθώς πρόσφατα ευρήματα της εμπειρικής έρευνας στον τομέα της οικονομικής ιστοριομετρίας (cleometrics) από την περίπτωση της τελευταίας πολύ μεγάλης πανδημίας, της Great Influenza / Spanish Flu 1918-1920, δείχνουν ότι το ποσοστό θνητότητας και το μέγεθος της ύφεσης συσχετίζονται σε υψηλό βαθμό (Robert Barro, J. Ursua and J. Weng “The coronavirus and the Great Influenza epidemic: Lessons from the “Spanish Flu” for the coronavirus’ potential effects on mortality and economic activity”, National Bureau of Economic Research).
Η γενική καθίζηση του οικονομικού κλίματος στην Ευρωζώνη λόγω της πανδημίας Covid-19 -παρά τις επιμέρους διαφορές- είναι πλέον εμφανής και αντανακλάται τόσο στις επιχειρηματικές προσδοκίες, όσο και στην καταναλωτική εμπιστοσύνη. Τον Απρίλιο, η πτώση του οικονομικού κλίματος, σε μηνιαία βάση, ήταν ραγδαία σε όλες τις χώρες και διαμορφώθηκε στις 30 μονάδες περίπου, κατά μέσο όρο. Οι μεγαλύτερες μηνιαίες πτώσεις σημειώθηκαν στην Πολωνία (-48,1 μονάδες), την Σλοβακία (-41,6 μονάδες) και την Δανία (-38,1 μονάδες), ενώ οι μικρότερες μειώσεις καταγράφηκαν στην Ελλάδα (-10,1 μονάδες), στην Γαλλία (-16,3 μονάδες) και στην Λετονία (-18,4 μονάδες). Επιπλέον, σε επίπεδο ευρωπαϊκού μέσου όρου, οι επιδόσεις που σημειώθηκαν τον Απρίλιο προσέγγισαν τις τιμές που είχαν καταγραφεί το 2009, κατά τη διάρκεια της παγκόσμιας χρηματοοικονομικής κρίσης (βλ. τμήμα οικονομικής συγκυρίας παρόντος δελτίου).
Στην Ελλάδα, οι προσδοκίες των επιχειρήσεων και των καταναλωτών είχαν βελτιωθεί σημαντικά το τελευταίο έτος, παράλληλα με την άνοδο της οικονομικής δραστηριότητας και τη μείωση της ανεργίας. Τον Φεβρουάριο δε, σημειώθηκε η καλύτερη επίδοση των τελευταίων είκοσι περίπου ετών, με τον ESI να ανέρχεται στις 113,2 μονάδες (Δεκέμβριος 2000: 116 μονάδες).
Τον Απρίλιο, ωστόσο, ο Δείκτης Οικονομικού Κλίματος υποχώρησε για πρώτη φορά, από τον Ιούνιο του 2017, κάτω από το επίπεδο των 100 μονάδων και διαμορφώθηκε στις 99,3 μονάδες, από 109,4 μονάδες τον Μάρτιο. Η επιδείνωση των προσδοκιών επιχειρήσεων και καταναλωτών ήταν αποτέλεσμα του περιορισμού της οικονομικής δραστηριότητας στην πλειοψηφία των κλάδων της οικονομίας, που με τη σειρά της είχε ως επακόλουθο να τεθεί σε καθεστώς αναστολής σύμβασης εργασίας μεγάλο μέρος των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα.
Επίσης, η συγκριτικά μικρότερη πτώση του οικονομικού κλίματος στην Ελλάδα σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ενδεχομένως να συνδέεται με το γεγονός ότι οι αρχικές προσδοκίες για τις παρεμβάσεις της δημοσιονομικής πολιτικής σε εθνικό επίπεδο να ήταν πολύ χαμηλότερες -λόγω της αρνητικής εμπειρίας της προηγούμενης κρίσης- σε σχέση με ό,τι εν τέλει υλοποιήθηκε.
Σύμφωνα με το πρόσφατο Πρόγραμμα Σταθερότητας που κατατέθηκε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η συνολική αξία των μέτρων στήριξης ανέρχεται σε 17,3 δισ. (9,7% του ΑΕΠ), εκ των οποίων τα 12,3 δισ. αφορούν στο συνολικό ταμειακό κόστος για τους μήνες έως τον Ιούνιο, αν ληφθεί υπόψη ότι οι επιστροφές φορολογικών και ασφαλιστικών αναστολών θα πραγματοποιηθούν μετά τον Αύγουστο. Από τα 12,3 δισ., τα 2 δισ. είναι το ταμειακό κόστος χορήγησης δανείων με εγγυήσεις, οι οποίες, μέσω μόχλευσης, θα οδηγήσουν στη χορήγηση δανείων 7 δισ.
Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, μεταξύ Φεβρουαρίου και Απριλίου, τη μεγαλύτερη πτώση σημείωσαν οι προσδοκίες στις κατασκευές, στο λιανικό εμπόριο και στις υπηρεσίες. Ο δείκτης επιχειρηματικών προσδοκιών στις κατασκευές ειδικά, σημείωσε τη χειρότερη επίδοση μεταξύ των χωρών της ΕΕ-27. Η πτώση των προσδοκιών των επιχειρηματιών στο λιανικό εμπόριο και στις υπηρεσίες ήταν της τάξης των 24,3 και 32,5 μονάδων αντίστοιχα, δεδομένου ότι τα μέτρα αναστολής λειτουργίας εφαρμόστηκαν σε μεγάλο ποσοστό επιχειρήσεων των δύο κλάδων.
Οι δείκτες επιχειρηματικών προσδοκιών στη βιομηχανία και για την απασχόληση επίσης κινήθηκαν πτωτικά, αλλά ηπιότερα (-10,1 και -9,3 μονάδες αντίστοιχα). Σημειώνεται ότι ο βασικός παράγοντας που οδήγησε σε επιδείνωση των προσδοκιών στη βιομηχανία, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ήταν οι μειωμένες προβλέψεις των επιχειρηματιών για την παραγωγή το επόμενο διάστημα.
Αναφορικά με τις προσδοκίες για την απασχόληση, το πλαίσιο στήριξης που υιοθετήθηκε και η προϋπόθεση διατήρησης των θέσεων εργασίας για την ένταξη των επιχειρήσεων σε αυτό φαίνεται ότι συγκράτησαν την απαισιοδοξία των επιχειρηματιών. Αξίζει να σημειωθεί, επίσης, ότι η πτώση που σημειώθηκε κατά τους τελευταίους δύο μήνες στους δείκτες οικονομικού κλίματος και επιχειρηματικών προσδοκιών στο λιανικό εμπόριο, στις υπηρεσίες, στη βιομηχανία, καθώς και στην απασχόληση. μικρότερη από την αντίστοιχη πτώση του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επιπλέον, οι εν λόγω δείκτες στη χώρα μας ήταν οι υψηλότεροι μεταξύ των χωρών της ΕΕ-27, τον Απρίλιο 2020.
Θα πρέπει να επισημανθεί, ωστόσο, ότι υπάρχουν παράγοντες που ενδέχεται να εντείνουν την απαισιοδοξία των επιχειρηματιών το επόμενο χρονικό διάστημα. Συγκεκριμένα, εξακολουθεί να υπάρχει αβεβαιότητα σχετικά με τη χρονική στιγμή επαναλειτουργίας σημαντικών κλάδων, όπως ο τουρισμός (π.χ. υπηρεσίες εστίασης, ξενοδοχεία, κ.λπ.). Επιπλέον, σύμφωνα με τα στοιχεία του πληροφοριακού συστήματος Εργάνη του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, το τετράμηνο Ιανουαρίου-Απριλίου, το ισοζύγιο ροών απασχόλησης ήταν αρνητικό, για πρώτη φορά από το 2012, ως αποτέλεσμα κυρίως της μείωσης των προσλήψεων κατά τους μήνες Μάρτιο και Απρίλιο. Όπως αναφέρει σχετική ανακοίνωση του Υπουργείου, η πανδημία επηρέασε δυσμενώς το ισοζύγιο ροών μισθωτής απασχόλησης, ακυρώνοντας οποιεσδήποτε προσλήψεις κατά τους τελευταίους δύο μήνες και ιδίως τις προγραμματισμένες εποχικές προσλήψεις στον τομέα της εστίασης και του τουρισμού.
Facebook Comments