H ενίσχυση των θέσεων των ελληνικών τραπεζών στα ελληνικά ομόλογα μέσω της επανεπένδυσης της φθηνής ρευστότητας που αντλούν από την ΕΚΤ, η συμμετοχή της Ελλάδας στο έκτακτο QE και η υπερκάλυψη των εκδόσεων της από τις αγορές της κεντρικής τράπεζας, οι προοπτικές δημιουργίας του Ταμείου Ανάκαμψης της Ε.Ε, τα υψηλά ταμειακά διαθέσιμα του Ελληνικού Δημοσίου και την πιθανότητα επιστροφής των αναβαθμίσεων της χώρας από τους διεθνείς οίκους, αποτελούν μόνο μερικά από τα «όπλα» που διαθέτουν τα ελληνικά ομόλογα τα οποία σύμφωνα με τους αναλυτές θα συνεχίσουν να υπεραποδίδουν έναντι των υπόλοιπων κρατικών τίτλων στην Ευρωζώνη. Ο ΟΔΔΗΧ και το οικονομικό επιτελείο παίρνουν έτσι βαθιές ανάσες ανακούφισης βλέποντας πως η Ελλάδα μπορεί να βγει από αυτήν την κρίση ακόμα πιο «δυνατή» απέναντι στις αγορές.

Το τελευταίο διάστημα οι διεθνείς αναλυτές έχουν στρέψει και πάλι τα βλέμματά τους στα ελληνικά ομόλογα, βλέποντας πως το ράλι του 2019 δεν αποτελεί μία παλιά ιστορία, αλλά αντίθετα έχει αρχίσει ήδη να επαναλαμβάνεται.  

Όπως παρατηρεί η DZ Bank, τα ελληνικά ομόλογα έχουν επωφεληθεί το περισσότερο από τις αγορές στις οποίες προχωρά η ΕΚΤ μέσω του νέου προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης (PEPP), και όπως εκτιμά θα συνεχίσουν να το κάνουν. Από τα υψηλά του Μαρτίου τα ελληνικά spreads έχουν μειωθεί σημαντικά και κινούνται προς τα χαμηλά έτους, ενώ ολόκληρη η ελληνική καμπύλη διαπραγματεύεται σε χαμηλότερα επίπεδα από την ιταλική παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα δεν διαθέτει «επενδυτική βαθμίδα».

Αξίζει να σημειώσουμε πως η απόδοση του νέου 10ετούς ομολόγου που εκδόθηκε στις αρχές του μήνα με απόδοση 1,568% έχει υποχωρήσει στο 1,25%, ενώ το spread έναντι της Γερμανίας διαμορφώνεται στις 170 μ.β. Ουσιαστικά, το κόστος δανεισμού του Ελληνικού Δημοσίου έχει σημειώσει βουτιά της τάξης του 68% από τα μέσα Μαρτίου και πριν την ανακοίνωση του PEPP. Την ίδια στιγμή, η απόδοση των 10ετών ιταλικών ομολόγων κινείται στο 1,36% και το spread στις 180 μ.β.

Παράλληλα με την θετική επίδραση της ΕΚΤ, η ελληνική αγορά επωφελείται επίσης και από το την επιτυχή διαχείριση της πανδημίας από την ελληνική κυβέρνηση, όπως επισημαίνει η DZ Bank, ενώ άλλος ένας παράγοντας που θα στηρίξει την πορεία τους, είναι το γεγονός πως παρά την απότομη ύφεση που αναμένεται φέτος, το «χτύπημα» στην ελληνική οικονομία θα είναι μικρότερο από ότι σε άλλες χώρες της Μεσογείου. Σύμφωνα μάλιστα με τις εκτιμήσεις της, τα σημάδια ανάκαμψης έχουν ήδη αρχίσει να ενισχύονται μετά την επανεκκίνηση της οικονομίας και του τουρισμού.

Ένα επίσης μεγάλο όπλο της Ελλάδας και των ελληνικών ομολόγων είναι πως η χώρα θα επωφεληθεί περισσότερο από το σχέδιο της Κομισιόν για το Ταμείο Ανάκαμψης, καθώς οι επιχορηγήσεις κα τα δάνεια ( 17% του ΑΕΠ) θα αντισταθμίσουν και με το παραπάνω το έλλειμμα στον προϋπολογισμό αυτού του έτους. Ακόμα και στην περίπτωση που υπάρξουν καθυστερήσεις σε αυτό το σχέδιο, οι επενδυτές θα προτιμήσουν τα ελληνικά ομόλογα καθώς η Ελλάδα διαθέτει ένα μεγάλο ταμειακό απόθεμα και επίσης στοχεύει στη διατήρηση της παρουσίας της στις αγορές.

Σε πρόσφατη έκθεσή της η Citigroup υπογράμμισε τους τέσσερις λόγους που θα στηρίξουν τη συνέχιση της υπεραπόδοσης των ελληνικών ομολόγων σε σχέση με όλους τους υπόλοιπους τίτλους στην Ευρωζώνη.

Πρώτον, το πρόγραμμα TLTRO ΙΙΙ της ΕΚΤ – το οποίο επιτρέπει στις τράπεζες της ευρωζώνης να δανείζονται από 50 μ.β έως και 100 μ.β χαμηλότερα σε σχέση με το επιτόκιο καταθέσεων – θα οδηγήσει τις τράπεζες να επενδύσουν αυτή τη φθηνή ρευστότητα που αντλούν, σε κρατικά ομόλογα, κάτι που θα είναι ιδιαίτερα υποστηρικτικό για τους τίτλους της περιφέρειας και ειδικά ελληνικά ομόλογα.

Δεύτερον, το Ταμείο Ανάκαμψης της Ε.Ε το οποίο η Citi αναμένει ότι θα εγκριθεί τελικά και η Ελλάδα θα μπορούσε να είναι ο μεγαλύτερος δικαιούχος.

Τρίτον, οι αγορές ελληνικών ομολόγων υπό το νέο πρόγραμμα PEPP της ΕΚΤ θα είναι μεγαλύτερες φέτος (19 δισ. ευρώ) από το ύψος των ακαθάριστων εκδόσεων της Ελλάδας το 2020 (10 δισ. ευρώ).

Και τέταρτον, καθώς η Citi προβλέπει ότι η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας μετά την ύφεση θα είναι ισχυρή, θα οδηγήσει σε αναβαθμίσεις της Ελλάδας από τους οίκους αξιολόγησης το 2021.

Με δεδομένα τα παραπάνω, το Ελληνικό Δημόσιο κλείνει ραντεβού τον Σεπτέμβριο-Οκτώβριο με τις αγορές για την επόμενη «έξοδο» της Ελλάδας, μετά και τις τρεις επιτυχημένες εκδόσεις του 15ετούς, του 7ετούς και το 10ετούς ομολόγου στο α’ εξάμηνο του έτους, με τις δύο από αυτές μάλιστα να γίνονται εν μέσω της κρίσης της πανδημίας. Ο ΟΔΔΗΧ έχει αντλήσει μέχρι τώρα 7,5 δισ. ευρώ και κινείται εντός του στόχου που έχει τεθεί από τον Δεκέμβριο του 2019 για το εκδοτικό πρόγραμμα της Ελλάδας φέτος (4-8 δισ. ευρώ), η οποία παραμένει η μόνη χώρα που δεν έχει αυξήσει τις εκδοτικές της ανάγκες, τη στιγμή που οι πολλές χώρες της ευρωζώνης έχουν διπλασιάσει τα προγράμματα δανεισμού για φέτος έτσι ώστε να χρηματολογήσουν τα δημοσιονομικά μέτρα στήριξης των οικονομιών τους.

Αν και η Ελλάδα θα μπορούσε θεωρητικά να μην ξαναβγεί στις αγορές φέτος, καθώς σε συνδυασμό με τις εκδόσεις εντόκων οι οποίες έχουν αυξηθεί σε μέγεθος, η χώρα διαθέτει υπέρ αρκετά ταμειακά διαθέσιμα για τη χρηματοδότηση των μέτρων στήριξης της οικονομίας, ωστόσο στόχος παραμένει η συχνή παρουσία στις αγορές και η επαφή με την επενδυτική κοινότητα. Είναι ακόμη είναι πολύ νωρίς για οριστικές αποφάσεις, δεδομένης και της αβεβαιότητας που υπάρχει για τους επόμενους μήνες γύρω από την εξέλιξη της πανδημίας, ωστόσο στα σχέδια του ΟΔΔΗΧ είναι μία ή δύο εκδόσεις από το φθινόπωρο και μετά, ύψους έως 1,5 – 2 δισ. ευρώ συνολικά.

Facebook Comments