Η απόφαση του Τούρκου προέδρου, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, να μετατρέψει σε τζαμί την Αγία Σοφία προκάλεσε έντονες αντιδράσεις στην παγκόσμια κοινότητα.

Πατώντας πάνω στην απόφαση της τουρκικής Δικαιοσύνης, η οποία έκρινε παράνομο το κυβερνητικό διάταγμα του Κεμάλ Ατατούρκ το 1934, με το οποίο μετατράπηκε σε μουσείο η Αγία Σοφία στην Κωνσταντινούπολη, ο Ερντογάν ανακοίνωσε σε διάγγελμά του την απόφαση να μετατρέψει σε τζαμί το ιστορικό μνημείο, πυροδοτώντας αλυσιδωτές αντιδράσεις.

Ο Ερντογάν ανακοίνωσε ότι στις 24 Ιουλίου θα γίνει προσευχή στην Αγιά Σοφιά, λέγοντας χαρακτηριστικά «Η Αγία Σοφία θα αρχίσει να λειτουργεί ως τζαμί μετά από 86 χρόνια. Εύχομαι αυτή η απόφαση να είναι επωφελής για όλη την ανθρωπότητα. Οι πόρτες της Αγίας Σοφίας θα είναι ανοιχτές σε όλους».

Κάτι που έχει προκαλέσει έντονες αντιδράσεις διεθνώς, αλλά και στο εσωτερικό της Ελλάδας όπου άπαντες μιλούν για μια τεράστια πρόκληση από πλευράς Τουρκίας σε ένα Μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς.

Η διπλωματία των ΗΠΑ εκφράζει «απογοήτευση» για την απόφαση της Τουρκίας

Η Ουάσινγκτον έκανε γνωστό χθες Παρασκευή πως είναι «απογοητευμένη» για την απόφαση των αρχών της Τουρκίας να μετατραπεί σε τζαμί η Αγία Σοφία, προτρέποντας τις να εγγυηθούν ίση πρόσβαση σε όλους τους επισκέπτες της βασιλικής, που μέχρι χθες αποτελούσε μουσείο.

Η εκπρόσωπος Τύπου του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, Μόργκαν Ορτέιγκους, δήλωσε «Μας απογοητεύει η απόφαση της τουρκικής κυβέρνησης να αλλάξει το καθεστώς της Αγίας Σοφίας», ενώ πρόσθεσε «Αντιλαμβανόμαστε ότι η τουρκική κυβέρνηση παραμένει δεσμευμένη να εγγυάται την πρόσβαση στην Αγία Σοφία σε όλους τους επισκέπτες και ανυπομονούμε να ακούσουμε τα σχέδιά της για τη διαχείριση της Αγίας Σοφίας κατά τρόπο ώστε να παραμείνει προσβάσιμη στους πάντες».

Το τουρκικό Συμβούλιο της Επικρατείας, το ανώτατο τουρκικό διοικητικό δικαστήριο, έκρινε χθες παράνομη την κυβερνητική απόφαση του 1934 με την οποία η Αγία Σοφία μετατράπηκε σε μουσείο.

Λίγη ώρα μετά την ανακοίνωση της ετυμηγορίας αυτής, ο πρόεδρος της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ανήγγειλε ότι η άλλοτε βυζαντινή βασιλική θα υποδεχθεί πιστούς για τη μουσουλμανική προσευχή την Παρασκευή 24η Ιουλίου.

Πολλές χώρες, ανάμεσά τους η Ελλάδα και η Ρωσία, οι οποίες παρακολουθούν στενά την κατάσταση της βυζαντινής πολιτιστικής κληρονομιάς στην Τουρκία, καθώς και οι ΗΠΑ και η Γαλλία, είχαν προειδοποιήσει την Άγκυρα εναντίον της μετατροπής της Αγίας Σοφίας σε τζαμί, κάτι που ο Ερντογάν, ηγέτης του ισλαμοσυντηρητικού κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης, απαιτούσε εδώ και χρόνια.

Ο υπουργός Εξωτερικών, ο Μάικ Πομπέο, τόνισε την περασμένη εβδομάδα ότι το καθεστώς του μουσείου της Αγίας Σοφίας αποτελούσε «υπόδειγμα» της δέσμευσης της κυβέρνησης της Τουρκίας «να σεβαστεί τις θρησκευτικές παραδόσεις και την ποικιλόμορφη ιστορία» της χώρας και ότι οποιαδήποτε μετατροπή του θα «αμαύρωνε την κληρονομιά» αυτού του «εμβληματικού μνημείου».

Η Γαλλία εκφράζει «θλίψη» για τις αποφάσεις των αρχών της Τουρκίας

Η κυβέρνηση της Γαλλίας κατέγραψε μετά «θλίψης» της τις αποφάσεις των τουρκικών αρχών για τη μετατροπή του μουσείου της Αγίας Σοφίας σε τζαμί, αναφέρει ανακοίνωση Τύπου που δημοσιοποίησαν αργά το βράδυ χθες Παρασκευή οι υπηρεσίες του γάλλου υπουργού Εξωτερικών Ζαν-Ιβ Λεντριάν.

Ο Γάλλος υπουργός Εξωτερικών τόνισε «Η Γαλλία θλίβεται για την απόφαση του τουρκικού Συμβουλίου της Επικρατείας να τροποποιηθεί το καθεστώς της Αγίας Σοφίας και το διάταγμα του προέδρου [της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ] Ερντογάν με το οποίο υπήχθη στη δικαιοδοσία της διεύθυνσης θρησκευτικών υποθέσεων. Οι αποφάσεις αυτές θέτουν υπό αμφισβήτηση μια από τις πιο συμβολικές ενέργειες της σύγχρονης και λαϊκής Τουρκίας».

Και συμπλήρωσε «Η ακεραιότητα αυτού του θρησκευτικού, αρχιτεκτονικού και ιστορικού κοσμήματος, συμβόλου της ανεξιθρησκίας, της ανεκτικότητας και της ποικιλομορφίας, το οποίο έχει περιληφθεί στον κατάλογο των μνημείων παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς της UNESCO, πρέπει να προφυλαχθεί».

Η ανακοίνωση του Κε ντ’ Ορσέ έρχεται να προστεθεί στις πολλές δηλώσεις καταδίκης και θλίψης σε διεθνές επίπεδο μετά την απόφαση του τούρκου προέδρου, ενδυναμωμένου από τη χθεσινή απόφαση του τουρκικού ανώτατου διοικητικού δικαστηρίου, να μετατραπεί σε τζαμί το παγκοσμίως γνωστό μνημείο της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς.

Και η Γερμανία αντιδρά για την Αγία Σοφία

Την λύπη του για την επικείμενη μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί εξέφρασε ο εντεταλμένος της ομοσπονδιακής κυβέρνησης για θρησκευτικά ζητήματα Μάρκους Γκρούμπελ (CDU), επισημαίνοντας την ιστορική σημασία του μνημείου. Κριτική για την απόφαση της Άγκυρας άσκησε επίσης η Καθολική Εκκλησία της Γερμανίας, αλλά και στελέχη κομμάτων.

«Λυπούμαι πολύ που η Αγία Σοφία θα διατίθεται τώρα αποκλειστικά σε μία θρησκεία για προσευχή. Το κτίριο έχει βαθιά ιστορική σημασία, τόσο για τον Χριστιανισμό όσο και για το Ισλάμ. Σε μια αλλαγή του καθεστώτος του (το κτίριο) θα έπρεπε να χρησιμεύει ως σημείο συνάντησης, ανταλλαγής μεταξύ των δύο θρησκειών», δήλωσε ο κ. Γκρούμπελ στο Καθολικό Πρακτορείο Ειδήσεων (ΚΝΑ).

Η Γερμανική Καθολική Διάσκεψη των Επισκόπων, από την πλευρά της, εξέφρασε την ανησυχία της για τις εξελίξεις με την Αγία Σοφία: «Με την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας της Τουρκίας για το καθεστώς της Αγίας Σοφίας και την ανακοίνωση του προέδρου [της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ] Ερντογάν να ανοίξει το κτίριο για μουσουλμανικές προσευχές, η Τουρκία φαίνεται ότι είναι στον δρόμο για την μετατροπή ενός από τα μεγαλύτερα σύμβολά της από μουσείο σε τζαμί», δήλωσε ο εκπρόσωπος της Διάσκεψης Ματίας Κοπ, επίσης στο ΚΝΑ, τονίζοντας την «μεγάλη και ταραχώδη» ιστορία της Αγίας Σοφίας και τη μεγάλη σημασία της, ακόμη και σήμερα, για τους Μουσουλμάνους, τους Χριστιανούς και «κυρίως για την Ορθόδοξη Εκκλησία».

«Η μετατροπή σε μουσείο το 1934 οδήγησε σε μια ειρήνευση η οποία διαρκεί μέχρι σήμερα. Οι πιστοί και των δύο μεγάλων θρησκειών, αλλά και οι κοσμικοί Τούρκοι, μπορούσαν, ο καθένας με τον τρόπο του, να βρουν σημείο αναφοράς σε αυτό το κτίριο, να ταυτιστούν μαζί του. Η απόφαση του δικαστηρίου και η ανακοίνωση του τούρκου προέδρου ενέχουν τον κίνδυνο η Αγία Σοφία να μπορεί και πάλι μελλοντικά να θεωρηθεί σύμβολο θρησκευτικής ‘κατάκτησης’» , προειδοποιεί ο εκπρόσωπος της Γερμανικής Καθολικής Εκκλησίας και τάσσεται υπέρ «μιας πολιτικής απόφασης η οποία θα ενισχύει την συνοχή της χώρας και το αίσθημα της ενότητας Μουσουλμάνων και Χριστιανών, αντί να υποδαυλίζει πικρίες και να ενισχύει τις φυγόκεντρες δυνάμεις».

Την διακοπή των ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Τουρκία λόγω (και) της εξέλιξης σχετικά με την Αγία Σοφία ζήτησε ο αναπληρωτής Γενικός Γραμματέας των βαυαρών Χριστιανοκοινωνιστών (CSU) Φλόριαν Χαν: «Η χρήση της Αγίας Σοφίας ως τζαμιού συμβολίζει την αυξανόμενη αποξένωση μεταξύ της ΕΕ και της Τουρκίας υπό τον Ερντογάν. Μόνο μία συνέπεια μπορεί να υπάρξει: οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις με την Τουρκία πρέπει να σταματήσουν! Δεν είναι πλέον παρά μία φάρσα!», έγραψε ο κ. Χαν σε ανάρτηση στον προσωπικό του λογαριασμό στο Twitter, ενώ η πρώην υπουργός Προστασίας του Καταναλωτή Ρενάτε Κίναστ (Πράσινοι) χαρακτήρισε με ανάρτησή της «λυπηρές» τις εξελίξεις και τόνισε ότι δεν συνάδουν με τις μεγάλες διαφημιστικές καμπάνιες για τον τουρισμό.

Από την πλευρά της «Εναλλακτικής για την Γερμανία» (AfD), η αντιπρόεδρος της Κοινοβουλευτικής Ομάδας Μπεατρίξ φον Στορχ σχολίασε μέσω Twitter: «Οι Εκκλησίες μας ζητούν σεβασμό για τα μουσουλμανικά αισθήματα. Ο Ερντογάν δεν δίνει μία για τα αισθήματα των Χριστιανών. Η Αγία Σοφία θα γίνει τζαμί. Η Τουρκία είναι ισλαμιστικό κράτος και δεν ανήκει στην Ευρώπη. Όχι σε ένταξη στην ΕΕ».

Ο αρμόδιος των Πρασίνων για διεθνή θέματα Όμιντ Νουριπούρ χαρακτήρισε «λάθος» την μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τέμενος, επισημαίνοντας ότι «το κτίριο ως σύμβολο είναι πολύ σημαντικό για να το χρησιμοποιεί κανείς προκειμένου να πληγώσει τα αισθήματα των Χριστιανών» και υπενθυμίζοντας ότι «οι διαμάχες για την Ιστορία δεν έφεραν ποτέ συμφιλίωση».

Ο Μάρτιν Γκλάζεναπ, επικεφαλής του γραφείου της Προέδρου της Αριστεράς Κάτια Κίπινγκ, έκανε λόγο για «νίκη της ισλαμιστικής δημοκρατίας επί του παλιού κοσμικού εκσυγχρονισμού».

«Επίδειξη δύναμης» από την Τουρκία

Η είδηση για την επικείμενη μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε μουσουλμανικό τέμενος καλύπτεται ευρέως από τα γερμανικά ΜΜΕ. Σε «πολιτικό ζήτημα» που αφορά το καθεστώς του κτιρίου αναφέρεται η Süddeutsche Zeitung. Εκτιμά ότι η χθεσινή απόφαση θα μπορούσε να οδηγήσει σε κλιμάκωση της έντασης μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας. «Ερντογάν, ο δεύτερος κατακτητής της Κωνσταντινούπολης;» διερωτάται η Frankfurter Allgemeine Zeitung και επισημαίνει ότι η απόφαση του τούρκου προέδρου δεν συνάντησε αντίσταση από την τουρκική αντιπολίτευση.

Το πρώτο κανάλι της γερμανικής δημόσιας τηλεόρασης ARD επισημαίνει σε ρεπορτάζ του ότι είναι ακόμη ασαφές τι θα γίνει με τα χριστιανικά σύμβολα της Αγίας Σοφίας. Για το θέμα, ο καθηγητής Αρχιτεκτονικής της Σχολής Καλών Τεχνών Μιμάρ Σινάν της Κωνσταντινούπολης, ο Σουλεϊμάν Κιζιλτοπράκ, είπε στο ARD ότι «δεν αποτελεί μόνο το εξωτερικό κτίσμα Μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς, σε αυτό περιλαμβάνονται επίσης οι καλλιγραφίες, τα μωσαϊκά και οι εικόνες με την καλλιτεχνική τους αξία (…) όλα αυτά είναι ευθύνη της Δημοκρατίας της Τουρκίας να τα προστατεύσει».

Το περιοδικό Der Spiegel παραθέτει τις αντιδράσεις τόσο της ελληνικής κυβέρνησης όσο και της κυβέρνησης των ΗΠΑ, της UNESCO και της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, ενώ η Deutsche Welle φιλοξενεί δηλώσεις του Καθηγητή Ορθόδοξης Θεολογίας του Πανεπιστημίου του Μονάχου Κωνσταντίνου Νικολακόπουλου, ο οποίος εξηγεί ότι η απόφαση του τούρκου προέδρου δεν αφορά θρησκευτικά ζητήματα, αλλά εντάσσεται στην πολιτική προκλήσεων που ακολουθεί τα τελευταία χρόνια.

«Πρόκειται για επίδειξη δύναμης. Ο Ερντογάν δεν θέλει να κυριαρχήσει μόνο στον ισλαμικό κόσμο» αλλά και «να αποδείξει ότι η Τουρκία είναι μια μεγάλη δύναμη και δεν φοβάται κανέναν. Στα κίνητρά του περιλαμβάνονται ασφαλώς ο εθνικισμός και ο φονταμενταλιστικός ισλαμισμός», εκτιμά ο καθηγητής, ο οποίος επιπλέον θεωρεί ότι οι αντιδράσεις, για παράδειγμα από τη Γαλλία και τη Ρωσία, ήρθαν πολύ καθυστερημένα και ήταν πολύ χαμηλόφωνες. Αλλά και η Γερμανία «απέφυγε να πάρει σαφή θέση. Η UNESCO δημοσιοποίησε μόλις την Πέμπτη μια δήλωση, στην οποία ζήτησε από τον Ερντογάν – ή θα έλεγα τον παρακάλεσε – να μη κάνει αυτό το βήμα», επισημαίνει.

Facebook Comments