Στη βελτίωση του οικονομικού κλίματος την περασμένη χρονιά οφείλεται η σημαντική αύξηση του αριθμού των Ελλήνων που αποφάσισαν να μετρήσουν τις δυνάμεις τους στον επιχειρηματικό στίβο. Όμως για μια ακόμη χρονιά οι βασικοί χρηματοδότες αυτών των προσπαθειών είναι η οικογένεια, οι επίδοξοι νέοι επιχειρηματίες βλέπουν ως βασική τους αγορά την εσωτερική και οι επιχειρηματικές τους ιδέες περιορίζονται κυρίως σε προϊόντα και υπηρεσίες που απευθύνονται στους καταναλωτές όπως π.χ. είναι το εμπόριο. 

Πέρυσι, σύμφωνα με την έρευνα του ΙΟΒΕ που παρουσίασε νωρίτερα το μεσημέρι της Τετάρτης ο Επιστημονικός Υπεύθυνος του Παρατηρητηρίου Επιχειρηματικότητας  ΙΟΒΕ, κ. Άγγελος Τσακανίκας, Αναπληρωτής Καθηγητής ΕΜΠ, περίπου 536.000 άτομα ή το 8,2% του πληθυσμού ηλικίας 18-64 ετών εντάχθηκε στα αρχικά στάδια επιχειρηματικής δραστηριότητας από 6,4% ή 418.000 άτομα που ήταν το 2018. Πρόκειται για μια από τις υψηλότερες διαχρονικά επιδόσεις της χώρας, παρόλο που κινείται χαμηλότερα του μέσου όρου των χωρών υψηλού εισοδήματος που γνώρισε επίσης αύξηση το 2019 (12,3% από 10,1% το 2018). Οι ερευνητές πάντως σημειώνουν πως οι υψηλές επιδόσεις σε νεοφυείς επιχειρήσεις δεν εξασφαλίζουν απαραίτητα και βιώσιμη επιχειρηματικότητα. Αντίθετα, μπορεί να δημιουργούνται λιγότερες επιχειρήσεις σε μια οικονομία, αλλά με ποιοτικότερα χαρακτηριστικά και μεγαλύτερο πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα στην οικονομία. Υψηλές επιδόσεις καταγράφει η χώρα και στον δείκτη καθιερωμένης επιχειρηματικότητας. Συγκεκριμένα το ποσοστό της καθιερωμένης επιχειρηματικότητας στο σύνολο της χώρας, ανήλθε πέρυσι στο 14,3% από 10,8% το 2018, σε σημαντικά υψηλότερο επίπεδο από τις χώρες υψηλού εισοδήματος (7,5% το 2019). Στοιχείο που ερμηνεύεται από την ισχυρή παρουσία της αυτοαπασχόλησης και της μικροεπιχειρηματικότητας, που κυριαρχούν στη δομή του ελληνικού παραγωγικού συστήματος.

Όπως δήλωσε ο καθηγητής Νίκος Βέττας, Γενικός Διευθυντής του ΙΟΒΕ, από τα δεδομένα προκύπτει σαφής βελτίωση του πλαισίου της επιχειρηματικότητας κατά τον χρόνο πριν την έλευση της πανδημίας και της νέας οικονομικής κρίσης, που ενθάρρυνε νέα εγχειρήματα. Είναι εύλογο πως το πλαίσιο αυτό έχει πλέον αλλάξει με τις τρέχουσες εξελίξεις, το ζητούμενο όμως είναι η επαναφορά της οικονομίας σε αναπτυξιακή δυναμική που, αφενός, θα μειώσει τις αβεβαιότητες και θα βελτιώσει τις προσδοκίες και, αφετέρου, θα διαμορφώσει όρους ποιοτικής αναβάθμισης της επιχειρηματικότητας, ώστε οι επιχειρήσεις που δημιουργούνται αν είναι περισσότερο καινοτόμες και συνολικά παραγωγικές.

Ποια είναι τα κίνητρα
Ποιοι είναι οι λόγοι όμως που κάποιος αποφασίζει να γίνει επιχειρηματίας; Για το 32% των επιχειρηματιών αρχικών σταδίων είναι γιατί θέλουν να “κάνουν τη διαφορά” με την υλοποίηση του νέου εγχειρήματος. Όπως το βασικό κίνητρο για την έναρξη μιας επιχειρηματικής δραστηριότητας παραμένει η απόκτηση μεγαλύτερου εισοδήματος και η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου λόγω δυσαρέσκειας από το τρέχον επίπεδο αμοιβών (σε θέσεις εξαρτημένης εργασίας). Σε ότι αφορά τις διαφοροποιήσεις ως προς το φύλο, φαίνεται στους άνδρες να αναδεικνύεται πιο έντονα το κίνητρο της απόκτησης υψηλότερου εισοδήματος σε σχέση με τις γυναίκες (52% έναντι 44%), ενώ στις γυναίκες το πρωτεύον κίνητρο είναι ο βιοπορισμός

Αναφορικά με το δείκτη που σχετίζεται με την ευκολία ίδρυσης μιας επιχείρησης η Ελλάδα, το 2018 σημείωνε το χαμηλότερο ποσοστό ανάμεσα στις εξεταζόμενες χώρες και ομάδες χωρών, με μόλις 12% του πληθυσμού να θεωρεί ότι η ίδρυση μιας επιχείρησης αποτελεί μια εύκολη διαδικασία, όταν το αντίστοιχο ποσοστό στις χώρες υψηλού εισοδήματος ήταν στο 40%. Το 2019 το αντίστοιχο ποσοστό για την Ελλάδα εκτινάχθηκε στο 46,9%, πολύ κοντά στο 52,6% των χωρών υψηλού εισοδήματος.

Βέβαια υπάρχουν και αυτοί που διέκοψαν ή ανέστειλαν την επιχειρηματική τους δραστηριότητα το 2019. Το ποσοστό είναι μόλις στο 2% του πληθυσμού (περίπου 130.000 άτομα), έναντι 2,8% το 2018 και πλησίον πλέον του μέσου όρου των χωρών υψηλού εισοδήματος (2,9%). Πρόκειται για την καλύτερη επίδοση των τελευταίων ετών. Βασικότερος λόγος διακοπής ή αναστολής λειτουργίας μιας επιχείρησης το 2019 αποτέλεσε η έλλειψη κερδοφορίας για το 38% του δείγματος.

Οι άτυποι επενδυτές
Το 5% (περίπου 325.000 άτομα) των ατόμων ηλικίας 18-64 ετών στην Ελλάδα τα 2019 δήλωσε πως διαδραμάτισε ρόλο άτυπου επενδυτή για τη χρηματοδότηση ενός νέου εγχειρήματος που ξεκίνησε κάποιος άλλος, υψηλότερα μεν από το 2018, αλλά χαμηλότερα από το μέσο όρο των χωρών υψηλού εισοδήματος (7,5%). Όμως τουλάχιστον ένας στους δύο άτυπους επενδυτές είναι άτομα του στενού οικογενειακού κύκλου, ενώ ακόμα ένα 11,4% προέρχεται από τον ευρύτερο οικογενειακό κύκλο και ένα σημαντικό 27,6% από το ευρύτερο φιλικό περιβάλλον. Συνεπώς, ποσοστό 66% των άτυπων επενδυτών είναι μέλη του στενότερου ή ευρύτερου οικογενειακού κύκλου, όταν στην προηγούμενη έρευνα το αντίστοιχο ποσοστό ανερχόταν στο 75%.


Ένα ακόμη εύρημα της έρευνας είναι ότι πέρυσι περιορίσθηκε η συμμετοχή των πιο νέων στην επιχειρηματικότητα αρχικών σταδίων σε σύγκριση με το 2018. Συνολικά το 45% των επιχειρηματιών βρίσκεται στο ηλικιακό κλιμάκιο 18-34 ετών έναντι 56% το 2018. Το 25,7% αυτών προέρχεται από την ηλικιακή ομάδα 18-24 ετών, ποσοστό που είναι αρκετά υψηλό για αυτή την κατηγορία σε σύγκριση με τις χώρες υψηλού εισοδήματος, (14%), ενώ είναι ελαφρά χαμηλότερο σε σχέση με πέρυσι που ήταν 29,1%. Ως αποτέλεσμα αυτής της εξέλιξης η μέση ηλικία του επιχειρηματία αρχικών σταδίων που διαχρονικά κινείται στα 36 έτη, το 2019 πλησιάζει τα 38 έτη. Ως προς τις αντίστοιχες ηλικιακές κατηγορίες πληθυσμού όμως, στην Ελλάδα ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού στα αρχικά στάδια έναρξης μιας επιχείρησης εντοπίζεται στην ηλικία των 18-24 ετών (13,2%), έναντι 12,1% στις χώρες υψηλού εισοδήματος.

Αναφορικά με τη γυναικεία επιχειρηματικότητα αρχικών σταδίων πέρυσι το ποσοστό διπλασιάστηκε αγγίζοντας το 7,6% (περίπου 254.000 γυναίκες) από 3,8% το 2018, ενώ στους άνδρες διατηρήθηκε στο 8,9% (285.000 άνδρες) όσο περίπου και το 2018.

Στο εμπόριο 4 στις 10 νέες επιχειρήσεις
Σε κλαδικό επίπεδο το ποσοστό των εγχειρημάτων που δημιουργούνται στον πρωτογενή τομέα διαμορφώθηκε πέρυσι στο 6,4% από 7,9% το 2018. Η υψηλή αυτή επίδοση κατατάσσει τη χώρα πάνω από τις χώρες υψηλού εισοδήματος, όπου ο σχετικός δείκτης διαμορφώθηκε μόλις στο 4,2%. Σε αισθητά υψηλότερα επίπεδα, στο 18,1% σε σύγκριση με το 2018 που ήταν στο 12,5% εντοπίζεται το ποσοστό των νέων εγχειρημάτων που αφορούν σε Β2Β, δηλαδή υπηρεσίες που απευθύνονται σε άλλες επιχειρήσεις, επίδοση πάντως που βρίσκεται χαμηλότερα του μέσου όρου των χωρών υψηλού εισοδήματος. Σε κάθε περίπτωση όμως και πάλι κυριαρχούν τα εγχειρήματα που απευθύνονται στον τελικό καταναλωτή, τα οποία είναι σχεδόν τα μισά του συνόλου. Μάλιστα από το σύνολο των εγχειρημάτων που εντοπίστηκαν στην έρευνα το 2019, το 40% προέρχονται από το Χονδρικό – Λιανικό Εμπόριο.Μόλις το 14,9% δηλώνει ότι πέρα από τους ιδρυτές, κανείς άλλος δεν εργάζεται στο εγχείρημα αυτό, τουλάχιστον κατά τη στιγμή της έναρξης, όταν το αντίστοιχο ποσοστό στην προηγούμενη έρευνα ήταν 23,4%. Η πλειονότητα των εγχειρημάτων δηλώνει ότι απασχολεί 1 έως 5 άτομα (74,3% από 67,5% το 2018), ενώ περιορίζεται και το ποσοστό των εγχειρημάτων που απασχολούν πάνω από έξι άτομα, στο 5,8% από 9,1% το 2018. Επίσης, για πρώτη φορά από την συμμετοχή της χώρας στη συγκεκριμένη έρευνα, υπάρχει και ποσοστό 5% που απασχολεί περισσότερα από 20 άτομα κατά την έναρξη του νέου εγχειρήματος. Όσο αφορά στις προοπτικές ανάπτυξης, σχεδόν το 95% των επιχειρηματιών εκτιμούν ότι την επόμενη πενταετία θα δημιουργήσουν τουλάχιστον μια θέση εργασίας (από 85% το 2018), ενώ ένα 22% δήλωσε ότι θα προσφέρει πάνω από 6 θέσεις.

Από την άλλη πλευρά οι όροι εξωστρέφειας των νέων εγχειρημάτων επιδεινώνονται, καθώς το 70% των επιχειρηματιών αρχικών σταδίων δηλώνει ότι απευθύνεται αποκλειστικά στην εγχώρια αγορά, έναντι 72% στις χώρες υψηλού εισοδήματος. Ενώ ποσοστό 15,3% ανέφερε ότι τα προϊόντα / υπηρεσίες που θα προσφέρει είναι νέα (και άρα καινοτόμα) για τη χώρα του, όταν το αντίστοιχο μέσο ποσοστό για τις χώρες υψηλού εισοδήματος φθάνει σχεδόν στο 18%.

Πέρυσι ενισχύθηκε και το ποσοστό του πληθυσμού που διαβλέπει επιχειρηματικές ευκαιρίες στη χώρα, καθώς αυτό ξεπερνά το 49%. Όμως μόνο 1 στους 2 Έλληνες (ποσοστό 49,6%) δήλωσε ότι η επιχειρηματικότητα αποτελεί καλή επιλογή σταδιοδρομίας, το οποίο αποτελεί όμως τη χαμηλότερη διαχρονικά τιμή από το 2003.

Facebook Comments