Στις 23 Σεπτεμβρίου 2020 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρουσίασε μία νέα δέσμη μέτρων και νομοθετικών προτάσεων (υπό τη μορφή κυρίως Κανονισμών) για τη μετανάστευση και το άσυλο (Νέο Σύμφωνο για τη Μετανάστευση και το Άσυλο).

Με αφορμή το νέο αυτό ευρωπαϊκό σύμφωνο και τη σχετική συζήτηση που λαμβάνει χώρα σε θεσμικό επίπεδο, και ελπίζοντας ότι θα μπορέσω να συνεισφέρω στη διαμόρφωση της ελληνικής θέσης για τη βελτίωση των προβλέψεων και των ρυθμίσεων του ευρωπαϊκού συμφώνου, αποφάσισα να δημοσιεύσω μία σειρά τριών άρθρων με επίκεντρο το μεταναστευτικό. Στα άρθρα αυτά καταγράφονται τα δέκα σοβαρότερα προβλήματα που αντιμετωπίζει η Ελλάδα στο ζήτημα του μεταναστευτικού (Μέρος Α΄), αναλύονται τα βασικότερα μέτρα του νέου συμφώνου για τη μετανάστευση και το άσυλο που αποσκοπούν στην επίλυση των προβλημάτων αυτών και επισημαίνονται οι λόγοι για τους οποίους το νέο ευρωπαϊκό σύμφωνο φαίνεται πως δεν θα επιτύχει τελικά να συμβάλει στην ουσιαστική αντιμετώπισή τους (Μέρος Β΄) και, τέλος, διατυπώνονται δέκα προτάσεις για ένα αποτελεσματικότερο σύμφωνο μετανάστευσης και ασύλου, αλλά και για μία ουσιαστικότερη πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη βέλτιστη αντιμετώπιση του σοβαρού φαινομένου της παράνομης μετανάστευσης (Μέρος Γ΄).

Ας ξεκινήσουμε λοιπόν με την καταγραφή των δέκα βασικότερων προβλημάτων που αντιμετωπίζει η Ελλάδα στο ζήτημα του μεταναστευτικού:

1. Μαζικότητα των μεταναστευτικών ροών. Οι μεταναστευτικές ροές προς τη χώρα μας, ως χώρα πρώτης υποδοχής, είναι μαζικές και μη διαχειρίσιμες. Η μετανάστευση αποτελεί σήμερα ένα παγκόσμιο φαινόμενο, το οποίο υπερβαίνει τις πραγματικές συνθήκες που επικρατούσαν το 1951, όταν υπογράφηκε η Σύμβαση της Γενεύης για τους πρόσφυγες. Η Ευρωπαϊκή Ένωση των 27 έχει σήμερα 446 εκατομμύρια κατοίκους, ενώ μόνο το Πακιστάν (χώρα με σημαντική «εξαγωγή» μεταναστών προς την Ελλάδα και την Ευρώπη) έχει πληθυσμό 212 εκατομμύρια κατοίκους, ο αριθμός των οποίων μάλιστα αυξάνει εκθετικά, όπως ακριβώς συμβαίνει και στις υπόλοιπες χώρες της Ασίας και της Αφρικής που παρουσιάζουν αυξημένες ροές μεταναστών προς την Ευρώπη. Και μόνο αυτή η σύγκριση αρκεί για να αποτυπώσει τις πραγματικές διαστάσεις του μεταναστευτικού προβλήματος για την Ευρωπαϊκή Ένωση.

2. Ανεξέλεγκτες μεταναστευτικές ροές. Όπως αποδεικνύει η εμπειρία των παρελθόντων ετών, οι μετανάστες από τις περισσότερες χώρες της Ασίας και της Αφρικής αναχωρούν από τις χώρες καταγωγής τους χωρίς να γίνεται καμία σοβαρή προσπάθεια παρεμπόδισης ή έστω καταγραφής τους. Το ίδιο ισχύει και με τις περισσότερες χώρες διέλευσης, με εξαίρεση ορισμένες χώρες που συνορεύουν με τις χώρες πρώτης υποδοχής, οι οποίες αναγκαστικά λειτουργούν ως «αναχώματα» των μεταναστευτικών ροών, όπως λ.χ. η Τουρκία. Στην περίπτωση όμως της Τουρκίας, ο ρόλος του «αναχώματος» των μεταναστευτικών ροών προς την Ελλάδα και την Ευρωπαϊκή Ένωση αντισταθμίζεται με σημαντικά οικονομικά «ανταλλάγματα». Χρησιμοποιείται δε σε μεγάλο βαθμό καταχρηστικά και εκβιαστικά, προκειμένου η Τουρκία να επιτύχει τους γεωπολιτικούς και επεκτατικούς της στόχους, ανάγοντας το μεταναστευτικό σε μοχλό πίεσης προς την Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως έχω αναπτύξει σε άλλο άρθρο μου

3. Καταχρηστική εφαρμογή της Σύμβασης της Γενεύης. Η Σύμβαση της Γενεύης για τους πρόσφυγες, η οποία υιοθετήθηκε το 1951 για να διευθετήσει τις συνέπειες του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, είναι πλέον παρωχημένη, επιτρέποντας την καταχρηστική επίκληση και εφαρμογή της από άτομα που αιτούνται διεθνούς προστασίας βάσει των διατάξεων της, χωρίς όμως να τη δικαιούνται πραγματικά, όπως αναλυτικά έχω αναπτύξει σε σχετικό άρθρο μου

4. Αδυναμία ταυτοποίησης σημαντικού αριθμού μεταναστών. Η αδυναμία ταυτοποίησης προκαλείται εξαιτίας του φαινομένου της «απώλειας» των εγγράφων ταυτοποίησης από πολλούς μετανάστες, συνήθως κατόπιν σχετικών «συμβουλών» από κυκλώματα παράνομης διακίνησης μεταναστών ή ακόμα και από εμπλεκόμενες ΜΚΟ. Ένας μετανάστης που έχει «χάσει» τα χαρτιά του (αλλά για έναν περίεργο λόγο δεν χάνει ποτέ το κινητό του), μπορεί να δηλώσει οποιοδήποτε όνομα, ηλικία και χώρα καταγωγής επιθυμεί, προκειμένου, αφενός να αποκρύψει το παρελθόν του (λ.χ. τυχόν συμμετοχή του σε τρομοκρατικές ή εγκληματικές οργανώσεις) και αφετέρου, να έχει περισσότερες πιθανότητες να γίνει δεκτή η αίτηση ασύλου που θα καταθέσει. Με τον τρόπο αυτό όμως δημιουργείται και ένα ακόμα μεγαλύτερο πρόβλημα, καθώς καθίσταται ουσιαστικά αδύνατη η επιστροφή του συγκεκριμένου μετανάστη στη χώρα καταγωγής του, η οποία, λόγω της έλλειψης στοιχείων ταυτοποίησης, δεν τον αναγνωρίζει ως υπήκοό της και δεν δέχεται την επιστροφή του

5. Καταχρηστική επίκληση ανηλικότητας από ενήλικους μετανάστες. Η ως άνω αδυναμία ταυτοποίησης οδηγεί και στο φαινόμενο των ενήλικων μεταναστών (συνήθως ηλικίας 18 – 25 ετών), οι οποίοι δηλώνουν ως ανήλικοι, προκειμένου να ενταχθούν στο ειδικό ευνοϊκό καθεστώς προστασίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τα παιδιά – μετανάστες.

6. Εκμετάλλευση της καθολικότητας της παρεχόμενης προστασίας για τους πρόσφυγες. Όλοι ανεξαιρέτως (πραγματικοί πρόσφυγες και οικονομικοί μετανάστες) έχουν δικαίωμα να επικαλεστούν τη Σύμβαση Γενεύης και το δίκαιο του ασύλου, να αιτηθούν άσυλο και να υπαχθούν (έστω και προσωρινά) στις ευνοϊκές διατάξεις του δικαίου για τους αιτούντες άσυλο. Η Σύμβαση της Γενεύης, αλλά και το δίκαιο ασύλου της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν περιέχουν καμία ασφαλιστική δικλείδα για να αντιμετωπίσουν την καταχρηστική επίκλησή τους από άτομα που δεν δικαιούνται άσυλο. Δεν προβλέπουν κάποιο μηχανισμό, ο οποίος να μην επιτρέπει να κατατίθενται αιτήσεις ασύλου από άτομα που δεν είναι πρόσφυγες και δεν δικαιούνται διεθνούς προστασίας. Όλοι ανεξαιρέτως έχουν δικαίωμα να καταθέσουν αίτηση ασύλου και να υπαχθούν στο ευνοϊκό καθεστώς του αιτούντος άσυλο, μέχρις ότου κριθεί οριστικά από τα αρμόδια διοικητικά όργανα και δικαστήρια το αν δικαιούνται ή όχι άσυλο. Μέχρι τότε απολαμβάνουν όλα όσα προβλέπει η Σύμβαση της Γενεύης και το εν γένει διεθνές και ενωσιακό δίκαιο του ασύλου, όπως λ.χ. στέγαση, εκπαίδευση, εργασία, επαγγελματική κατάρτιση, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη κ.ά.

7. Εκμετάλλευση της ατομικότητας της παρεχόμενης προστασίας για τους πρόσφυγες. Όλα όσα προβλέπει η Σύμβαση της Γενεύης και το δίκαιο του ασύλου, είτε θετικά (υπέρ του αιτούντος άσυλο), είτε αρνητικά (σε βάρος του αιτούντος άσυλο) κρίνονται πάντοτε σε ατομικό επίπεδο. Κάθε αίτηση ασύλου εξετάζεται ατομικά, σε όλα τα στάδια (επιτροπές ασύλου και δικαστήρια), κάθε ζήτημα, όπως λ.χ. το ζήτημα της ασφαλούς χώρας καταγωγής, κρίνεται ατομικά, δηλαδή για κάθε αιτούντα ξεχωριστά, και κάθε μέτρο που μπορεί να ληφθεί σε βάρος του αιτούντος άσυλο, όπως λ.χ. η απέλαση, κρίνεται και πάλι ατομικά. Δηλαδή, η Σύμβαση της Γενεύης και το ενωσιακό δίκαιο του ασύλου, δεν επιτρέπουν την ενιαία αντιμετώπιση ομοειδών περιπτώσεων, δηλαδή περιπτώσεων που έχουν τα ίδια ακριβώς χαρακτηριστικά. Έτσι π.χ. δεν μπορούν να απορριφθούν με μία ενιαία πράξη οι αιτήσεις ασύλου που κατατίθενται από περισσότερα άτομα της ίδιας χώρας καταγωγής, η οποία θεωρείται ως ασφαλής χώρα. Επίσης, δεν μπορούν να ληφθούν συλλογικά μέτρα, όπως π.χ. μαζικές απελάσεις ή επαναπροωθήσεις, σε βάρος ατόμων που έχουν κοινά χαρακτηριστικά, όπως λ.χ. κοινή χώρα καταγωγής ή κοινό τρόπο παράνομης εισόδου στη χώρα υποβολής αιτήσεως ασύλου.

8. Πολυπλοκότητα των διαδικασιών ασύλου. Το ενωσιακό δίκαιο για το άσυλο, λόγω της αναγκαίας προσαρμογής του στις προβλέψεις της Σύμβασης της Γενεύης, έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός πολύπλοκου συστήματος υποβολής και εξέτασης αιτήσεων ασύλου, το οποίο μπορεί να οδηγήσει στη de facto παγίωση του καθεστώτος του αιτούντος άσυλο για πολλά χρόνια, επιβαρύνοντας ιδίως τις χώρες πρώτης υποδοχής, όπως η Ελλάδα. Επιπλέον, η πολυπλοκότητα των διαδικασιών αυξάνει τις πιθανότητες τυπικών παραλείψεων και λαθών εκ μέρους των εθνικών αρχών, που μπορούν να οδηγήσουν σε δικαστική ακύρωση των απορριπτικών αποφάσεων στα εθνικά δικαστήρια ή σε καταδικαστικές αποφάσεις στα ευρωπαϊκά δικαστήρια. Με τον τρόπο αυτό, κάθε μετανάστης μπορεί να υποβάλει αίτηση ασύλου, να επιτύχει να του απονεμηθεί το καθεστώς του αιτούντος άσυλο και να παραμείνει στη χώρα μας για αρκετά χρόνια, μέχρι την οριστική απόρριψη της αίτησής του. Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων βέβαια, μετά την πάροδο των ετών αυτών καθίσταται ιδιαίτερα δύσκολος ή και αδύνατος ο εντοπισμός του, προκειμένου να απελαθεί ή να επαναπροωθηθεί.

9. Τεράστια επιβάρυνση των χωρών πρώτης υποδοχής. Το μεγαλύτερο βάρος του μεταναστευτικού προβλήματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση το επωμίζονται ανισομερώς οι χώρες πρώτης υποδοχής, όπως η Ελλάδα, οι οποίες υφίστανται και τις σοβαρότερες κοινωνικές, οικονομικές, τουριστικές, πολιτικές και άλλες συνέπειες.

10. Αναποτελεσματικό σύστημα επιστροφών. Ένα από τα μεγαλύτερα, αν όχι το μεγαλύτερο πρόβλημα του μεταναστευτικού στην Ελλάδα και στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι η αναποτελεσματικότητα των επιστροφών στις χώρες καταγωγής, όσων αιτούντων άσυλο δεν δικαιούνται διεθνούς προστασίας και δεν έχουν δικαίωμα παραμονής. Όπως επισημαίνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην Ανακοίνωσή της για το νέο σύμφωνο μετανάστευσης και ασύλου, «Επί του παρόντος αναχωρεί πράγματι μόνο το ένα τρίτο περίπου των ατόμων που έλαβαν από τα κράτη μέλη εντολή να επιστρέψουν. Το γεγονός αυτό διαβρώνει την εμπιστοσύνη των πολιτών στο συνολικό σύστημα διαχείρισης του ασύλου και της μετανάστευσης και λειτουργεί ως κίνητρο για παράτυπη μετανάστευση. Εκθέτει επίσης τους παρανόμως διαμένοντες σε επισφαλείς συνθήκες και σε εκμετάλλευση από εγκληματικά δίκτυα» (σελ. 10, υπό 2.5).

Έχοντας καταγράψει τα δέκα σημαντικότερα προβλήματα που αντιμετωπίζει η χώρα μας στο ζήτημα του μεταναστευτικού, στο επόμενο μέρος της τριλογίας θα αναλυθούν τα βασικότερα μέτρα του νέου ευρωπαϊκού συμφώνου για τη μετανάστευση και το άσυλο που αποσκοπούν στην επίλυση των προβλημάτων αυτών και θα επισημανθούν οι λόγοι για τους οποίους το νέο ευρωπαϊκό σύμφωνο φαίνεται πως δεν θα επιτύχει τελικά να συμβάλει στην ουσιαστική αντιμετώπισή τους.

Facebook Comments