Την ιστορία του..σκεπαρνοσκοτωμένου, την ξέρετε;
Αν όχι, επιτρέψτε μου.
 
Ήταν μια φορά κι έναν καιρό, ένας πατέρας, άρχοντας, λεβέντης και καλόκαρδος. Τέσσερις γιούς του καμε η κυρά του. Οι τρεις πρώτοι, συναγωνίζονταν ο ένας τον άλλο, στην ανδρεία, στην εξυπνάδα ,μα και στην καλοσύνη…
Ο τέταρτος, λες και δεν ήτανε δικό του παιδί…
Κουτοπόνηρος, θρασύδειλος, τσιγκούνης και κακάσχημος.
Τα λεβεντόπαιδα, τα προξενέψανε με τρεις αδερφές από το διπλανό χωριό..
Πεντάμορφες, σεμνές, πρώτες στο νοικοκυριό, μα και στο χωράφι, σαν άντρες τα καταφέρνανε.
Όταν συναντηθήκανε οι μελλοντικοί συμπέθεροι, είπε ο πατέρας των αγοριών, στον πατέρα των κοριτσιών.
Συμπέθερε, όλα καλά καμωμένα.. Ταιριασμένα τα ζευγάρια μας και με τη χάρη του θεού, σύντομα θα ανοίξουνε τα σπιτικά τους.
Μα ο καημός μου είναι άλλος εμένα…Εκείνος ο μικιός μου, που είναι ένα άχρηστο κορμί…Να τονε δώσουμε συμπέθερε στη δικιά σου την τελευταία, που να καλό και παινεμένο κορίτσι, μήπως τον στρώσει;
Έτσι έκλεισε η ..δουλειά! Τέσσερις γάμοι εγίνανε μαζεμένοι και γλέντι τρανό στήθηκε στην πλατεία του χωριού.
Λάμπανε οι κοπελιές δίπλα στα όμορφα παλικάρια, ζάρωνε και ζήλευε η μικρή τους αδερφή, δίπλα στον μαυρόψυχο και καχεκτικό που της δώσανε για άντρα.
Ήτανε δεν ήτανε δυο μήνες παντρεμένα τα ζευγάρια όταν ξεκίνησε πόλεμος..
Χαρτί να καταταγούν πήραν όλοι οι γιοί του άρχοντα.
Μα μόνο οι τρεις πρώτοι, ζωστήκανε τάρματα και κινήσανε για τη μάχη.
Ο μικρός, ο λαγόκαρδος, έδεσε το ποδάρι του, παράστησε τον κουτσό κι έμεινε σπίτι..
Η όμορφη γυναίκα του, ούτε να τον κοιτάξει δεν καταδεχόταν.. Όλη τη μέρα έφαινε και καταριόταν πότε τη μοίρα της, πότε τον πατέρα της και πότε τον άντρα της.
Μια μέρα αποφράδα, έφτασαν τα κακά μαντάτα.. Κι οι τρεις γιοι του άρχοντα, πολεμώντας με αυταπάρνηση και ηρωισμό, είχαν χάσει τη ζωή τους στον πόλεμο.
Θρήνησε ο πατέρας, θρήνησε η μάνα, θρήνησαν οι κοπελιές τους λεβέντες άντρες τους.
Μα μέσα τους ,όλοι ήταν πολύ περήφανοι!
Όλοι, εκτός τη μικρή αδερφή, που είχε αλλάξει τροπάρι, υφαίνοντας…
Αχ τυχερή Λενιώ, πουχες για δυο μήνες άντρα σου τον Κωνσταντή που έφαγε τη σφαίρα κατάστηθα.. Αχ κι εσύ πεντατύχερη Τασώ, δυο μήνες κοιμόσουνα με τον Γιωργή, που μόλις είδε τον αδερφό του να πέφτει έβαλε το σώμα του μπροστά κι έφαγε αυτός το δεύτερο το βόλι!
Κι εσύ μωρέ Αννιώ, που άστρο είχε η μοίρα σου και πρόλαβες να καρπίσεις τον σπόρο του Δημητρού στα σπλάχνα σου!
Αλί σε μένα Παναγία μου, αλί σε μένα με τον κακομοίρη, με τον λιγδιασμένο ποντικό τον Γιακουμή, που ξαπλώνει δίπλα μου κι όταν αστράφτει, ξιπάζεται και κολλά πάνω μου..
Άλλαξε βιολί ο Γιακουμής..Μοναδικός κληρονόμος βλέπετε πλέον…..Ξόδευε λεφτά, της αγόραζε υφάσματα και στολίδια, την πήγαινε στις παραστάσεις των περιφερόμενων θιάσων και καμάρωνε για τη γυναίκα που είχε δίπλα του, γιατί πίστευε ότι όλοι τον καλοτυχίζουν και τον ζηλεύουν.
Μόνο η Μαργώ, δεν γύρναγε να τον κοιτάξει..
Δοκίμασε με το καλό, δοκίμασε με το άγριο, η γυναίκα του τον αγνοούσε επιδεικτικά.
Δεν είσαι άντρας μωρέ άχρηστε…Οι άντρες πήγαν στον πόλεμο κι άλλοι λαβωθήκανε, άλλοι σκοτωθήκανε…Κι εσύ δειλέ,παριστάνεις το σακάτη… Φτου σου ξεφτυλισμένε..Μέχρι να πεθάνω θα σε μισώ για τη ντροπή που μου δωσες!
Τι να κάνει ο φοβιτσόκωλος ο Γιακουμής για να κερδίσει μια μικρή εύνοια από τη σύζυγό του…Όχι, μην πάει ο νους σας σε τίποτα εξαιρετικά θαρραλέο, ή έστω σε μια μικρή πράξη ανώτερης ευγένειας και ήθους, όπως, το να ελευθερώσει το πουλί από το κλουβί του, όπως η Μαργώ του ζητούσε.
Στήθηκε μια μέρα κάτω από το σκεπάρνι που κρεμόταν σε ένα γάντζο, στην χαμηλοτάβανη κάμαρα του πλυσταριού και φώναζε στη γυναίκα του.
Ωφου γενναίος που είμαι …Προστάτευέ με θεέ μου, να αντέχω να στέκομαι για χάρη της..Θώριε με Μαργώ, γιατί αν γίνει σεισμός και πέσει το σκεπάρνι, στη δική μου κεφαλή θα πέσει κι εσύ θα γλιτώσεις!
Η Μαργώ, δεν τον άκουσε ποτέ…Λίγα λεπτά πριν, είχε κρεμαστεί, με το αλέκιαστο νυφιάτικο σεντόνι της.
 
Την ιστορία του Σκεπαρνοσκοτωμένου, την πρωτοάκουσα από τη γιαγιά μου…Της την έλεγε η μάνα της, όταν ήταν μικρή.
Όταν την άκουγα, γελούσα πρώτα με το Γιακουμή κι έκλαιγα αμέσως μετά ,με την τραγική Μαργώ.
Και μου λεγε η σοφή Χαρίκλεια.
Να αξιωθείς, να κάνεις εχθρούς στη ζωή σου! Εχθρούς πραγματικούς, με όνομα κι επίθετο!
Να ξέρεις ότι σε μισούν, γιαυτά που πιστεύεις όμως…
Όχι να βλάψεις άνθρωπο πισώπλατα και να τον βάλεις απέναντι..
Μόνο άμα κάνεις αληθινούς εχθρούς, θα κάνεις και μπιστικούς, αληθινούς φίλους.
 
Τον Σκεπαρνοσκοτωμένο, δεν τον επέλεξα τυχαία σήμερα!
 
Είναι εξαιρετικά αφιερωμένος, στους συνομωσιολόγους-αντιεμβολιαστές, που σκάσανε μύτη ξανά, οσμιζόμενοι, μια δόξα που δεν μπόρεσαν να κερδίσουν κάνοντας κάτι χρήσιμο και όμορφο για τους άλλους και μια ..δήθεν καλά κρυμμένη αλήθεια, που επιβάλλεται να κοινωνήσουν στην οικουμένη….βελάζοντας με το γνωστό πλέον Μπεεε.
Κι όλο αυτό, πέραν του θρησκευτικού, ενδεδημένο και με ταξικό πρόσημο!
Δεν εμβολιαζόμαστε με τα εμβόλια των πλουσίων έγραφε στο τρέιλερ του βίντεο που μου στείλανε, για να με πείσουν, την…πεπλανημένη νεοταξίτισσα, να μην εμβολιαστώ, γιατί θα …τσιπαριστώ, με το εμβόλιο του κορονοιού!
Ένα εμβόλιο, που προωθεί ο Μπιλ Γκέιτς, λένε, για να …ξεπαστρέψει μέρος του πληθυσμού της γης!
 
Αρνούνται το εμβόλιο…των πλουσίων της γης, ενώ οδηγούν αυτοκίνητα των πλουσίων της γης, πίνουν αναψυκτικά των πλουσίων της γης, τρώνε δημητριακά πρωινού των πλουσίων της γης, φοράνε αρώματα των πλουσίων της γης, ρούχα των πλουσίων της γης, δίνουν του κόσμου τα χρήματα σε ζάμπλουτους αλμπάνηδες που πουλάνε εναλλακτιλίκι στην ιατρική..
Τα εμβόλια, τα φάρμακα και οι επιστημονικές ανακαλύψεις, είναι αυτά που τα τελευταία εκατό χρόνια, έδωσαν στον άνθρωπο ένα μεγάλο προσδόκιμο ζωής, βελτίωσαν θεαματικά το βιοτικό του επίπεδο και καταπολέμησαν ιούς που προκαλούσαν απώλειες εκατομμυρίων ψυχών.
 
Συντασσόμαστε με την επιστήμη, με την πρόοδο, με τον ανθρωπισμό που γεννιέται στα εργαστήρια…
Εκεί, που ακούραστοι, γενναίοι ερευνητές, δίνουν μεγάλες μάχες, μακριά απο τα φώτα της δημοσιότητας. 

Facebook Comments