Η Ελλάδα βρίσκεται στο επίκεντρο της διεθνούς επενδυτικής κοινότητας η οποία και αναζητεί τις ευκαιρίες που δημιουργεί ο σταδιακός περιορισμός του σοκ που προκάλεσε η πανδημία, με οίκους αξιολόγησης και αναλυτές να προχωρούν σε μπαράζ θετικών εκτιμήσεων για τις προοπτικές της χώρας. Το οικονομικό επιτελείο αναμένεται να αδράξει αυτήν την πολύ θετική συγκυρία και να κάνει το επόμενο βήμα στην έτσι και αλλιώς εμπροσθοβαρή στρατηγική εκδοτικής δραστηριότητας που έχει θέσει εν μέσω της πανδημίας. Από τον Μάιο έως και τον Ιούνιο μπορεί να επιχειρηθούν ακόμη και δύο έξοδοι στις αγορές, με την μία να είναι 100% σίγουρη, καθώς από το καλοκαίρι, λόγω και της ανάκαμψης στην ευρωζώνη που φέρνουν οι εμβολιασμοί, η πολιτική της ΕΚΤ μπορεί να αλλάξει, θολώνοντας κάπως το τοπίο για τις αποδόσεις των ομολόγων.

Η τελευταία εβδομάδα ήταν γεμάτη, και μάλιστα σε καθημερινό επίπεδο, με θετικά σχόλια για την Ελλάδα. Η αναβάθμιση-έκπληξη της S&P, τόσο της ελληνικής οικονομίας, όσο και των ελληνικών τραπεζών, ήταν η αρχή ενός μπαράζ εκθέσεων από τους οίκους, με τις Moody’s και Fitch να χαιρετίζουν το ελληνικό σχέδιο ανάκαμψης και να υπογραμμίζουν την εκτόξευση που θα δεχτεί η ελληνική οικονομία από τους πόρους της Ε.Ε.

Με αφορμή τον… αιφνιδιασμό της S&P, η DZ Bank τόνισε πως το πρόγραμμα PEPP δίνει φτερά στην Ελλάδα, προσθέτοντας η χώρα μας αποτελεί απόδειξη ότι παρά την πανδημία  οι αναβαθμίσεις από τους οίκους δεν σταματούν, ενώ σύστησε εκ νέου την αγορά ελληνικών ομολόγων έναντι των ιταλικών, εκτιμώντας πως οι θετικές εξελίξεις στην ελληνική οικονομία σε σχέση με τον υψηλό νέο δανεισμό στον οποίο προχωρά η Ιταλία, θα συρρικνώσουν και πιθανόν να μηδενίσουν τα spread μεταξύ των τίτλων των δύο χώρων.

Η Société Générale υπογράμμισε πως η κίνηση τα S&P αντανακλά την προσδοκία του οίκου για ταχεία βελτίωση στις οικονομικές επιδόσεις της Ελλάδας και στην πορεία του προϋπολογισμού, καθώς ο αρνητικός αντίκτυπος της COVID-19 υποχωρεί.

H Citigroup από την πλευρά της τόνισε πως η απόφαση της S&P αν και ήταν έκπληξη για την αγορά ήταν ωστόσο λογική λόγω της πολύ χαμηλής βαθμολογίας που έχει η Ελλάδα σήμερα αλλά και των πολύ βελτιωμένων προοπτικών της ελληνικής οικονομίας λόγω του Ταμείου. Η Citi επανέλαβε ότι αναμένει περαιτέρω αναβαθμίσεις της ελληνικής οικονομίας το επόμενο διάστημα, εκτιμώντας πως το ορόσημο της επενδυτικής βαθμίδας θα επιτευχθεί εντός του 2022.

Το οικονομικό επιτελείο εμφανίζεται πιο «ψύχραιμο» και προσγειωμένο, αποφεύγοντας τους πανηγυρισμούς, καθώς όπως δήλωσε στόχος του είναι η επίτευξη του investment grade εντός του α’ εξαμήνου του 2023, κάτι που σύμφωνα με τους αναλυτές θεωρείται απόλυτα εφικτό. Παράλληλα επεσήμανε πως η εμπροσθοβαρής εκδοτική δραστηριότητα συνεχίζει να αποτελεί προτεραιότητα για τη δανειακή στρατηγική του οικονομικού επιτελείου, ενώ στόχος είναι η διασφάλιση του υφιστάμενου «στάτους» των ελληνικών κρατικών χρεογράφων που έχει επιτευχθεί και χάρη στην ισχυρή στήριξη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

Ήδη ένα σημαντικό μέρος των εκδόσεων που έχουν προγραμματιστεί για το σύνολο του, 2021 δηλαδή η άντληση συνολικά 12 δισ. ευρώ, έχει ολοκληρωθεί εντός του α’ τριμήνου, και διαμορφώνεται στο 50% του συνόλου – με την άντληση 6 δισ. ευρώ από έκδοση του 10ετούς και του 30ετούς ομολόγου, ή στο 65% περίπου εάν ληφθούν υπόψη και τα  2 δισ. ευρώ που αντλήθηκαν από την ανταλλαγή ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου με τις συστημικές τράπεζες στην οποία προχώρησε ο ΟΔΔΗΧ τον Ιανουάριο. Εντός του τρέχοντος τριμήνου εκτιμάται ότι η Ελλάδα θα έχει καλύψει τουλάχιστον το 80% του φετινού δανειακού της στόχου (και εάν αυτός δεν αυξηθεί), με άλλη μία έξοδο στις αγορές να θεωρείται βέβαιη, πιθανόν εντός του Μαΐου, ενώ αν καταστεί δυνατόν, έως τον Ιούνιο θα γίνει και δεύτερη έξοδος, καθώς στο δεύτερο μισό του έτους οι προοπτικές σχετικά με τα επιτόκια των ομολόγων θεωρούνται πολύ αβέβαιες. Οι επιλογές για την επόμενη έξοδο αφορούν το «άνοιγμα» της έκδοσης 10ετούς ομολόγου του Ιανουαρίου ή και του πρόσφατου 15ετούς, καθώς και η έκδοση ενός νέου μεσοπρόθεσμου τίτλου, 5ετούς ή 7ετούς διάρκειας. Έχει αποκλειστεί το «άνοιγμα» του 30ετούς ομολόγου προς το παρόν, καθώς εκτιμάται ότι πρέπει να δοθεί χρόνος στον τίτλο να «χωνευτεί» από τις αγορές, άλλωστε η διάρκειά του είναι 31,5 έτη οπότε μπορεί να «ανοιχτεί» και το 2022 και να αποτελεί ακόμη 30ετία.

Η ΕΚΤ μέσω του προγράμματος PEPP έχει ήδη αγοράσει 22 δισ. ευρώ ελληνικά ομόλογα περίπου από τον Μάρτιο του 2020 έως και τον Μάρτιο του 2021, υπερκαλύπτοντας τις «εξόδους» του ΟΔΔΗΧ στις αγορές – ενώ αναμένεται να αγοράσει 15 δισ. ευρώ ελληνικά ομόλογα επιπλέον έως το τέλος του α’ τριμήνου του επόμενου έτους. Έτσι μπορεί εύκολα να συμπεράνει κανείς πως η Ελλάδα θα εκμεταλλευτεί στο έπακρο τους επόμενους 11 μήνες απομένουν για το τέλος του PEPP (Μάρτιος 2022) και θα προχωρήσει σε εκδόσεις ομολόγων ίσες με αυτό το ποσό ελληνικών ομολόγων που θα αγοράσει και η ΕΚΤ, δηλαδή 15 δισ. ευρώ. Ο φετινός στόχος για την άντληση έως 12 δισ. ευρώ από τις αγορές συνολικά επομένως, μπορεί «εύκολα» να αυξηθεί στα 14 -16 δισ. ευρώ.

Αξίζει να αναφέρουμε πως τα ταμειακά διαθέσιμα αυτή τη στιγμή διαμορφώνονται στα 30 δισ. ευρώ, ενώ με βάση την στρατηγική δανεισμού που έχει ανακοινωθεί τον περασμένο Δεκέμβριο, θα κλείσουν το 2021 στα επίπεδα των 23-25 δισ. ευρώ τα οποία και αρκούν για να καλύψουν τις χρηματοδοτικές ανάγκες για περίπου δύο χρόνια. Οι πιθανότητες είναι, χάρη στις θετικές επιπτώσεις στην οικονομία από την επιτάχυνση των εμβολιασμών, ότι το «μαξιλάρι« αυτό στα τέλη του έτους θα είναι τελικά υψηλότερο.

Facebook Comments