Μία νέα έξοδος στις αγορές βρίσκεται πάντα στο τραπέζι του ΟΔΔΗΧ, και δεν αποκλείεται να αιφνιδιάσει την αγορά σύντομα, ωστόσο η πρεμιέρα της μεγάλης «εξόδου» της Ε.Ε αυτόν τον μήνα, και πιθανόν και την επόμενη εβδομάδα, για την άντληση πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης είναι πιθανό να θέσει τα… ελληνικά πλάνα σε αναμονή. Η Ε.Ε σχεδιάζει να αντλήσει φέτος 80 δισ. ευρώ από τις αγορές, ξεκινώντας από τον Ιούνιο, απορροφώντας σημαντικό μέρος της ζήτησης, έστω και αν τα ελληνικά ομόλογα συνεχίζουν να είναι… της μόδας, λόγω των ελκυστικών αποδόσεών τους αλλά και του, ουσιαστικά, μηδενικού ρίσκου που ενέχουν , χάρη στη στήριξη της ΕΚΤ αλλά και την διαχείριση που έχει γίνει από το οικονομικό επιτελείο. Σε κάθε περίπτωση, η Ελλάδα έχει ήδη αντλήσει εντός του πρώτου πενταμήνου του έτους τα 9 δισ. ευρώ από τα συνολικά 12 δισ. ευρώ που έχει θέσει ως στόχο για φέτος, με μόλις 3 δισ. ευρώ να απομένουν. Και το σημαντικό είναι πως δεν υπάρχει καμία ανάγκη για άντληση ρευστότητας (τα ταμειακά διαθέσιμα ξεπερνούν τα 30 δισ. ευρώ). Άλλωστε μέσω των δημοπρασιών εντόκων συνεχίζει να δανείζεται με αρνητικά επιτόκια – σε ιστορικό χαμηλό και στο -0,36% διαμορφώθηκε η απόδοση στα έντοκα έξι μηνών την περασμένη εβδομάδα, ενώ έχουν ήδη αρχίσει να μπαίνουν χρήματα στο «ταμείο» από την Ε.Ε.

Με βάση τα παραπάνω, οι προτεραιότητες του ΟΔΔΗΧ σιγά σιγά αλλάζουν. Το σκεπτικό του είναι να μπορέσει το επόμενο διάστημα και μετά το καλοκαίρι να προχωρήσει σε κινήσεις που να βοηθήσουν στην πρόοδο προς την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας αλλά και τη διατήρηση της επιλεξιμότητας των ελληνικών ομολόγων στην ΕΚΤ. Άλλωστε, αυτό το έχει τονίσει τόσο το υπουργείο Οικονομικών όσο και ο ίδιος ο ΟΔΔΗΧ. Στους βασικούς στόχους του οικονομικού επιτελείου είναι “η διασφάλιση του υφιστάμενου καθεστώτος των ελληνικών κρατικών χρεογράφων”, δηλαδή η “λήψη των απαραίτητων πρωτοβουλιών για τη διατήρηση της συμπερίληψής τους στην ομάδα των επιλέξιμων περιουσιακών στοιχείων –κρατικών χρεογράφων (assets)– από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα”, όπως έχει ανακοινωθεί.

Τα έξοδα για τα μέτρα στήριξης της οικονομίας θα έχουν ολοκληρωθεί μέχρι τέλη Ιουνίου ή τον Ιούλιο το αργότερο, ενώ ήδη έχει αρχίσει η εισροή χρήματος στην ελληνική οικονομία, η οποία και θα συνεχιστεί από το καλοκαίρι και μετά (π.χ. η πρόσφατη εκταμίευση 2,54 δισ. ευρώ από το πρόγραμμα “SURE”, οι αναμενόμενες εκταμιεύσεις 7,8 δισ. από το Ταμείο Ανάκαμψης εντός του 2021 και 1,3 δισ. ευρώ από τις δύο δόσεις της επιστροφής των κερδών των κεντρικών τραπεζών από ελληνικά ομόλογα, τα ANFAs/SMPs).

Τα παραπάνω σημαίνουν πως η ανάγκη για χρηματοδότηση μέτρων στήριξης της οικονομίας μέσω των ταμειακών διαθεσίμων δεν θα υπάρχει και ο ΟΔΔΗΧ θα μπορεί να έχει “καθαρό” δρόμο μπροστά του, με τη βοήθεια και της ισχυρής παρουσίας της ΕΚΤ, ώστε να διαθέσει μέρος της ρευστότητας για την περαιτέρω βελτίωση του προφίλ του ελληνικού χρέους και του status των ελληνικών ομολόγων. 

Μία κίνηση που εξυπηρετεί τα παραπάνω, και βρίσκεται ήδη στο “τραπέζι”, είναι η εξόφληση 2,7 δισ. ευρώ από τα χρεολύσια (του 2022) για τα διμερή δάνεια που έλαβε η Ελλάδα στο πλαίσιο του πρώτου Μνημονίου από τις χώρες της Ευρωζώνης (GLF). Αυτό, σύμφωνα με τους επενδυτικούς οίκους είναι κάτι που ενισχύσει ακόμα περισσότερο τις αποδόσεις και την ελκυστικότητα των ελληνικών ομολόγων.

Σε ό,τι αφορά την διάρκεια της στήριξης της ΕΚΤ, οι προβλέψεις κλίνουν όλο και πιο έντονα προς το βέβαιο τέλος της τον Μάρτιο του 2022. Αλλά ανησυχία δεν φαίνεται να υπάρχει. Το μόνο που υπάρχει από πλευράς στόχων της Ελλάδας είναι να εκμεταλλευτεί όλο αυτό το ευνοϊκός διάστημα των 10 μηνών που απομένουν.

Καθώς οι εμβολιασμοί ακόμη δεν έχουν φτάσει στο επιθυμητό επίπεδο, ενώ η ανάκαμψη δεν έχει εδραιωθεί, η Κεντρική Τράπεζα κατά τη συνεδρίασή της την εβδομάδα που έρχεται αναμένεται να διατηρήσει τον τρέχοντα “ανεβασμένο” ρυθμό μηνιαίων αγορών ομολόγων (κοντά στα 80 δισ. ευρώ). Πιο ξεκάθαρη εικόνα για τις προθέσεις της σχετικά με το PEPP αναμένεται να δοθεί τον Σεπτέμβριο με τη δημοσίευση της έκθεσης για την “Επανεξέταση Στρατηγικής”.

Σε κάθε περίπτωση, οι αναλυτές επισημαίνουν πως η σταδιακή έξοδος από το έκτακτο πρόγραμμα είναι αναπόφευκτη. Όπως σημειώνουν, η χρονική του επέκταση πέραν του Μαρτίου του 2022 φαίνεται όλο και πιο απίθανη με τον τρέχοντα ρυθμό εμβολιασμών και το οικονομικό σκηνικό, ωστόσο το σίγουρο είναι πως η ΕΚΤ δεν αναμένεται να προχωρήσει σε απότομο τερματισμό της στήριξης και, έτσι, θα μειώσει σταδιακά τις αγορές στο πλαίσιο του PEPP, ενώ θα αυξήσει εκείνες στο πλαίσιο του “κλασικού QΕ”.

Σε ό,τι αφορά το “μέλλον” της Ελλάδας μετά το τέλος του PEPP, και καθώς δεν κατέχει επενδυτική βαθμίδα ώστε να μπορεί να συμπεριληφθεί στο “κλασικό QE” −εκτός εάν επιλέξει τον δρόμο του ESM, προσφεύγοντας δηλαδή στην πιστωτική γραμμή πανδημίας που θεωρείται πρόγραμμα και άρα η ΕΚΤ μπορεί να δώσει waiver στην Ελλάδα−, εκτιμούν ότι, αν και δεν έχει συζητηθεί ακόμη στη Φρανκφούρτη, είναι πολύ πιθανό να υπάρξει ένα πρόγραμμα-γέφυρα το οποίο θα διασφαλίζει την ομαλή μετάβαση και το οποίο θα έχει ευελιξίες ώστε να μην εξαιρεθούν τα ελληνικά ομόλογα από τη στήριξη της ΕΚΤ. Κατά τη Citi, η καλύτερη επιλογή είναι να δημιουργήσει ένα άλλο προσωρινό πρόγραμμα αργότερα αυτό το έτος για να αντιμετωπίσει τα ζητήματα που ενδέχεται να προκύψουν κατά την περίοδο μετά την πανδημία. Αντίστοιχη είναι και η θέση της Deutsche Bank, η οποία εκτιμά πως η ΕΚΤ θα ενεργοποιήσει έναν νέο “ειδικό” φάκελο αγοράς ομολόγων, με ευελιξίες τύπου PEPP, για την περίοδο ανάκαμψης από την πανδημία. 

Πάντως, όπως έχουμε ξαναγράψει, οι οίκοι αξιολόγησης δεν φαίνεται να ανησυχούν ότι η Ελλάδα δεν θα αντέξει χωρίς το PEPP. Σε πρόσφατο συνέδριο της S&P ο Μάρκο Μρσνικ, επικεφαλής αναλυτής του οίκου, δήλωσε πως, ανεξάρτητα από τις αποφάσεις για την επιλεξιμότητα των ελληνικών ομολόγων στην ΕΚΤ μετά το PEPP, η Ελλάδα δεν αναμένεται να αντιμετωπίσει κάποιο πρόβλημα, καθώς ήδη επωφελείται από ένα ευνοϊκό προφίλ χρέους και υψηλά ταμειακά διαθέσιμα, ενώ αναμένεται να δεχτεί σημαντική ώθηση από το Ταμείο Ανάκαμψης.

Facebook Comments