S&P: Ανθεκτικές οι ελληνικές τράπεζες
Ανθεκτικές χαρακτηρίζει ο οίκος αξιολόγησης Standard & Poor’s τις ελληνικές τράπεζες, μετά την εξέταση των αποτελεσμάτων των stress tests της ΕΚΤ
Ανθεκτικές χαρακτηρίζει ο οίκος αξιολόγησης Standard & Poor’s τις ελληνικές τράπεζες, μετά την εξέταση των αποτελεσμάτων των stress tests της ΕΚΤ
Ανθεκτικές χαρακτηρίζει ο οίκος αξιολόγησης Standard & Poor’s τις ελληνικές τράπεζες, μετά την εξέταση των αποτελεσμάτων των stress tests της ΕΚΤ. Όπως τονίζει, δίχως αμφιβολία οι σημαντικές προσπάθειες και η μεγάλη πρόοδος που έχουν σημειώσει στο μέτωπο της μείωσης των κόκκινων δανείων, έχουν κάνει τον ελληνικό τραπεζικό κλάδο πολύ πιο ισχυρό.
Πιο αναλυτικά, όπως σημειώνει η S&P, σε γενικές γραμμές παρατηρείται ότι υπήρχαν μεγάλες αποκλίσεις μεταξύ των ευρωπαϊκών τραπεζών σε ότι αφορά τον αντίκτυπο στους δείκτες κεφαλαίου υπό το δυσμενές σενάριο. Για τις τράπεζες που σημείωσαν τους χαμηλότερους δείκτες κεφαλαίου, η ΕΚΤ δεν εξήγησε πόσο οι δείκτες CET1 έπεσαν κάτω από το όριο του 8%. Ωστόσο, ορισμένες τράπεζες έχουν εκδώσει ανεξάρτητα δελτία τύπου για να εξηγήσουν τα λεπτομερή αποτελέσματα.
Για παράδειγμα, όπως συμπεραίνει η S&P, λαμβάνοντάς υπόψη την πιστωτική τους αξιολόγηση, ορισμένες από τις συστημικές ελληνικές τράπεζες έδειξαν ανθεκτικότητα, αναμφίβολα βοηθούμενες από τις προσπάθειες που κατέβαλαν τα τελευταία χρόνια για την αντιμετώπιση των παλαιών μη εξυπηρετούμενων περιουσιακών στοιχείων (NPA). Η Alpha, η Eurobank, η Πειραιώς και η Εθνική ανέφεραν ότι οι δείκτες CET1 στο τέλος του 2023 σε fully loaded επίπεδο κινήθηκαν (υπό το δυσμενές) σενάριο) στο 8,3%, 7,6%, 6,5%και 6,4%), ενώ από τις αρχές του 2021 συνέχισαν να πραγματοποιούν πωλήσεις NPA ενώ προχώρησαν κάποιες από αυτές και σε αύξηση μετοχικού κεφαλαίου.
Σε γενικές γραμμές, επισημαίνει ο οίκος, οι 101 τράπεζες που συμμετείχαν στα stress tests της ΕΒΑ και της ΕΚΤ είχαν γενικά καλή απόδοση υπό τις υποθέσεις που ήταν πιο σκληρές από την προηγούμενη άσκηση το 2018.
Για πολλές από αυτές, αυτό θα υποστηρίξει την αποδοχή από τις εποπτικές αρχές των σχεδίων διανομής μερισμάτων στους μετόχους τους, μετά την πρόσφατη κατάργηση της απαγόρευσης τέτοιων πληρωμών από την ΕΚΤ το 2020.
Οι τράπεζες που τα πήγαν λιγότερο καλά θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν αυστηρότερες ρυθμιστικές απαιτήσεις κεφαλαίου και guidance, αν και αυτό συνήθως σημαίνει ότι μπορεί να περιοριστεί μόνο η επιθυμητή απόδοση κεφαλαίου.
Η S&P τονίζει πως δεν αναμένει ότι τα αποτελέσματα των stress tests, συμπεριλαμβανομένης της πιθανής απόδοσης κεφαλαίου, να έχουν επίδραση στην αξιολόγηση της κάθε τράπεζας, καθώς οι αξιολογήσεις της συνήθως περιλαμβάνουν ήδη μια μελλοντική προσδοκία για μια μέτρια μείωση των δεικτών κεφαλαίου.
Ωστόσο, όπως αναφέρει, θα εξετάσει λεπτομερώς τα αποτελέσματα για μεμονωμένες τράπεζες για να δει εάν η ανθεκτικότητά των μεγεθών τους (ή η έλλειψή της), συμφωνεί με τη δική της πιστωτική άποψη.
Το δυσμενές σενάριο
Ο οίκος πάντως επισημαίνει πως στο δυσμενές σενάριο, οι ασκήσεις της ΕΒΑ και της ΕΚΤ δείχνουν παρόμοια συγκεντρωτικά αποτελέσματα: μεγαλύτερη μείωση των δεικτών κεφαλαίου από ό, τι στην άσκηση του 2018 (μείωση περίπου 5% έναντι 4% πριν), αλλά παρόμοιο τελικό σημείο του CET1 στο 10%. Λαμβάνοντας υπόψη ότι οι υποθέσεις του σεναρίου του 2021 ήταν πιο σκληρές από ό, τι το 2018 και οι δείκτες κεφαλαίου αφετηρίας των τραπεζών ήταν υψηλότεροι, η ανθεκτικότητα του συστήματος βελτιώθηκε τα τελευταία τρία χρόνια. Όπως και πριν, όμως, τα αποτελέσματα των μεμονωμένων τραπεζών έδειξαν μεγάλες αποκλίσεις γύρω από το μέσο όρο. Οι κύριοι οδηγοί της μειωμένης κερδοφορίας ήταν, η αύξηση των ζημιών από δάνεια, οι ζημίες από συναλλαγές και η συρρίκνωση των καθαρών εσόδων από τόκους (NII). Τα αυξανόμενα RWAs συνέβαλαν επίσης σημαντικά στη διαμόρφωση της μείωσης των δεικτών κεφαλαίου.
Τα αποτελέσματα ευθυγραμμίζονται επίσης με την άποψη του οίκου για τις συνολικές προοπτικές του κλάδου των ευρωπαϊκών τραπεζών. Σε γενικές γραμμές, και υπό το βασικό σενάριο της επιστροφής της οικονομικής ανάπτυξης, η αδύναμη διαρθρωτική κερδοφορία αποτελεί μεγαλύτερο κίνδυνο για την πιστωτική ποιότητα των ευρωπαϊκών τραπεζών από ότι μία σημαντική μείωσης του κεφαλαίου μετά την πανδημία, λόγω των επίμονων υψηλών πιστωτικών ζημιών. Οι ρυθμιστικοί δείκτες κεφαλαίου είναι ήδη αρκετά υψηλοί και είναι απίθανο να επιδεινωθούν σημαντικά. Επιπλέον, όπως προκύπτει από το δυσμενές σενάριο, η ήδη χαμηλή κερδοφορία προ προβλέψεων θα μπορούσε να επιδεινωθεί σημαντικά. Αυτό θα υπονόμευε περαιτέρω την ανθεκτικότητα των τραπεζών, αφού εκθέτει γρήγορα το τραπεζικό κεφάλαιο όταν αυξάνονται οι πιστωτικές απώλειες.
Κούρταλη Ελευθερία
Facebook Comments