Ένας αγνώριστος Τζόνι Ντεπ, σικελική νοσταλγία και Γκαγκάριν
Εννέα ταινίες κάνουν πρεμιέρα απόψε και ενώ συνεχίζουν να τραβούν κόσμο η τελευταία περιπέτεια του Τζέιμς Μποντ και τα δυο επικά μπλογκμπάστερ της προηγούμενης
Εννέα ταινίες κάνουν πρεμιέρα απόψε και ενώ συνεχίζουν να τραβούν κόσμο η τελευταία περιπέτεια του Τζέιμς Μποντ και τα δυο επικά μπλογκμπάστερ της προηγούμενης
Εννέα ταινίες κάνουν πρεμιέρα απόψε και ενώ συνεχίζουν να τραβούν κόσμο η τελευταία περιπέτεια του Τζέιμς Μποντ και τα δυο επικά μπλογκμπάστερ της προηγούμενης εβδομάδας. Ξεχωρίζουν το κοινωνικό δράμα ”Minimata”, με τον αγνώριστο Τζόνι Ντεπ, το σικελικό νοσταλγικό δράμα ”Μόνη με τα Όνειρά της” και το ”Γκαγκάριν” από τη Γαλλία.
Minamata. Κοινωνικό δράμα, βρετανικής παραγωγής του 2020, σε σκηνοθεσία Άντριου Λέβιτας, με τους Τζονι Ντεπ, Χιρογιούκι Σανάντα, Μινάμι, Μπιλ Νάι, Τζουν Κουνιμούρα κ.ά.
Οι φωτορεπόρτερ και ειδικά αυτοί που έχουν το ”χάρισμα”, το ξεχωριστό ταλέντο, το ένστικτο του θέματος, έχουν προσφέρει πολύ περισσότερα από όλους στον χώρο του Τύπου, την καταγραφή της ιστορίας, της αποκάλυψης, της αφύπνισης- ίσως γιατί κατά κύριο λόγο μπορούν να αποφεύγουν τις κακές συναναστροφές, να αυτολογοκρίνονται αυτού του θαύματος που ακούει στο περίφημο ”κλικ” της μηχανής. Ο σκηνοθέτης Άντριου Λέβιτας, ένας πολυσχιδής εικαστικός, καταλαβαίνει αυτό το ”θαύμα” και παρά τις όποιες σκηνοθετικές του αδυναμίες, καταφέρνει να περάσει τη δύναμη της φωτογραφίας, την αξία ενός μαχητικού φωτορεπόρτερ, που θα πάει κόντρα και στο συμφέρον του, για αυτό μαγικό ”κλικ”, την αποτύπωση της αλήθειας του. Και στην προκείμενη περίπτωση είναι ο Αμερικάνος φωτορεπόρτερ Γιουτζίν Σμιθ (1918-1978), που είχε διακριθεί στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και για τη δουλειά του στο ιστορικό περιοδικό Life. Ένας κουρασμένος άνθρωπος, αντικοινωνικός, αλκοολικός, με τάσεις αυτοκτονίας, μετά από αυτά που έζησε στην πολυκύμαντη ζωή του, τις εποχές που είδε με θλίψη να περνούν και την είδηση να δίνει τη θέση της στην εμπορικότητα και τη διαπλοκή τεράστιων συμφερόντων, ξαναβρίσκει την ορμή του και την όρεξη για ένα καυτό θέμα. Ένα οικολογικό έγκλημα στις αρχές του ‘70, στην ιαπωνική πόλη Μινιμάτα, όπου ένα εργοστάσιο μόλυνε τα νερά διαρρέοντας υψηλές δόσεις υδράργυρου, εξολοθρεύοντας δεκάδες κατοίκους της.
Ο Λέβιτας θα εστιάσει πάνω στον Σμιθ και στην τέχνη του, όταν ακόμη οι φωτογράφοι δεν είχαν τις ψηφιακές ευκολίες, τύπωναν μόνοι τους τις φωτογραφίες, στον σκοτεινό θάλαμο σε ασπρόμαυρο, έπρεπε να περάσουν το μήνυμά τους μέσα σε ένα κλάσμα του δευτερολέπτου, σε ένα κάδρο όλη την ιστορία. Αυτή ίσως να είναι και η μεγαλύτερη αξία τής ταινίας, καθώς από κει και πέρα το στόρι και η ροή της δεν ξεφεύγει από τα αναμενόμενα, δουλεύει επαρκώς αλλά και συμβατικά πάνω στο θέμα του. Έχει, όμως και την αμέριστη βοήθεια του φωτογράφου Μπενουά Ντελόμ, ένα ταιριαστό ηχητικό σκορ από τον Ρουίτσι Σακαμότο κι έναν αγνώριστο Τζόνι Ντεπ, που μας αποδεικνύει ότι παραμένει ένας ηθοποιός που ακόμη μπορεί να το παλέψει για να βγάλει μια αξιοπρόσεκτη ερμηνεία. Μπορεί να μην τα καταφέρνει πάντα, καθώς ορισμένες φορές -τις λιγότερο δραματικές- δείχνει κάπως αμήχανος, αλλά σίγουρα η ερμηνεία του κρίνεται θετικά. Όπως βεβαίως και του υπόλοιπου καστ, αλλά και των απλών κατοίκων της ιαπωνικής πόλης.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Ο διάσημος φωτογράφος Γιουτζίν Σμιθ έχει αποτραβηχτεί από την ενεργό δράση και την κοινωνία, αφού έχουν πλέον περάσει τα χρόνια από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τον οποίο είχε αποτυπώσει στις φωτογραφίες του και τις μάχες του Ειρηνικού. Μέχρι την στιγμή που ένας φίλος του, του προτείνει να φωτογραφίσει για λογαριασμό του περιοδικού Life της επιπτώσεις στους κατοίκους της σταθερής δηλητηρίασης των νερών από τα απόβλητα ενός χημικού εργοστασίου στην Μιναμάτα της Ιαπωνίας. Ο Γιουτζίν Σμίθ έζησε δύο χρόνια στην Μιναμάτα και οι φωτογραφίες που τράβηξε εκεί έφεραν την προσοχή της παγκόσμιας κοινότητας στην κατάσταση της πόλης και τις τραγικές επιπτώσεις της ”ασθένειας της Μιναμάτα”, του νευρολογικού συνδρόμου που οφείλεται στα τοξικά απόβλητα του εργοστασίου.
Μόνη με τα Όνειρά της (Alone with Her Dreams). Δραματική ταινία, ιταλικής παραγωγής του 2020, σε σκηνοθεσία Πάολο Λικάτα, με τις Τάνια Μπαμπάτσι, Κάτια Γκρέκο, Μάρτα Καστίλια κ.ά.
Ένα ακόμη μικρό δείγμα ανάκαμψης του ιταλικού σινεμά από τον Σικελό σκηνοθέτη Πάολο Λικάτα, που εδώ κάνει το ντεμπούτο του. Μια τρυφερή αλλά και συνάμα σκληρή ιστορία ενηλικίωσης, με το υπέροχο σκηνικό ενός παραθαλάσσιου χωριού της Σικελίας, που ωστόσο, σε αντίθεση με το μεγαλείο τής μεσογειακής απλότητας και γοητείας, της απελευθέρωσης των αισθήσεων, των χρωμάτων και των αρωμάτων, τη χαρά της ζωής, η θέση της γυναίκας φέρνει το βάρος αιώνιων στερεότυπων που πληγώνουν βαθιά ακόμη και σήμερα.
Ο Λικάτα μας μεταφέρει στο 1960 και σε ένα ψαροχώρι της Σικελίας όπου ζει η 11χρονη Λουτσία, η οποία μένει μόνη με τη γιαγιά της καθώς οι γονείς της μεταναστεύουν στη Γαλλία για να δουλέψουν. Υπό την καθοδήγηση της αυστηρής γιαγιάς της, η Λουτσία θα περάσει από την παιδική αθωότητα στην πρόωρη ενηλικίωση, γνωρίζοντας τη σεξουαλική κακοποίηση.
Νοσταλγικές πινελιές, αλλά χωρίς τη συνηθισμένη γραφικότητα, καλογραμμένο σενάριο κι ένα σχόλιο για τη φτώχεια και τη μετανάστευση, διεισδυτικότητα στους χαρακτήρες, που γνωρίζει πολύ καλά ο Λικάτα, και μια γιαγιά κέρβερος, απ’ αυτές που τα βάσανα, οι χαρακιές της ψυχής, αποτυπώνονταν και στο πρόσωπο, μια γιαγιά που κάτι θα θυμίσει στους μεγαλύτερους, είναι τα ελκυστικά σημεία τής ταινίας, που όμως έχεις την αίσθηση ότι κάτι της λείπει για να ανέβει επίπεδο, να φτάσει, ας πούμε, τη ”Μαλένα” τού Τορνατόρε. Αποτελεί όμως και μία βάσιμη υπόσχεση του Λικάτα ότι στο μέλλον μπορεί να βελτιωθεί και να αναδείξει θέματα από τον τόπο του, να διηγηθεί ιστορίες που θα αγγίξουν ακόμη περισσότερους και πιο αποτελεσματικά.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Τέλη της δεκαετίας του 1960 και η 11χρονη Λουτσία μένει πίσω με τη γιαγιά της, Μαρία, ενώ οι γονείς της μεταναστεύουν στη Γαλλία για να βρουν δουλειά. Η Λουτσία προσπαθεί να βρει τον ρόλο της ανάμεσα στους κατοίκους του παραδοσιακού όσο και ειδυλλιακού χωριού στη Σικελία, υπό την άγρυπνη καθοδήγηση της αυστηρής γιαγιάς της. Καθώς η Λουτσία οδηγείται στο να αποχαιρετίσει την ανήλικη ζωή, η παιδική της αθωότητα χάνεται υπό το βάρος ενός αποτρόπαιου οικογενειακού μυστικού, για το οποίο η νεαρή κοπέλα θα πληρώσει βαρύ τίμημα.
Κβο Βάντις, Άιντα; (Quo Vadis, Aida?). Δραματική ταινία, βοσνιακής και πολυεθνικής παραγωγής του 2020, σε σκηνοθεσία Τζασμίλα Ζμπάνιτς, με τους Γιάσνα Ντούρισιτς, Μαντίτα, Ντίνο Μπαζροβιτς, Μπόρις Ισάκοβιτς κ.ά.
Οι πληγές, είναι φανερό, παραμένουν ακόμη ανοικτές από τον εμφύλιο πόλεμο στην πρώην Γιουγκοσλαβία. Εδώ, η Τζασμίλα Ζμπάνιτς, μετά το “”Σεράγεβο Σ’ Αγαπώ”, θα ξαναπιάσει το νήμα του εμφυλίου στη γείτονα, εστιάζοντας το στόρι της στην πολιορκία της Σρεμπρένιτσα και την αγωνιώδη προσπάθεια μιας γυναίκας, που εργάζεται ως διερμηνέας για τις δυνάμεις του ΟΗΕ, να σώσει την οικογένειά της από την σφαγή που ακολούθησε, όταν οι ξένες δυνάμεις ουσιαστικά ώθησαν τις εξελίξεις προς την κατεύθυνση αυτή, προβάλλοντας γραφειοκρατικές αδυναμίες και αναποφασιστικότητα.
Η ταινία, παρά τη μονοδιάστατη στάση της, περιγράφει τη φρίκη του εμφυλίου, χωρίς να υπάρχει ούτε ένα πλάνο από τις εκτελέσεις, έχει ενδιαφέρον, με την ντοκιμαντερίστικη προσέγγισή της, αλλά κυρίως για τις απελπισμένες προσπάθειες της Άιντα να σώσει τους δυο γιους της και τον άνδρα της, αλλά και το ηθικό δίλημμα να διαλέξει ανάμεσα στην οικογένειά της και στους συμπατριώτες της. Άλλωστε δεν είναι καθόλου τυχαίος ο τίτλος που παραπέμπει στο περίφημο δίλημμα του Απόστολου Πέτρου όταν εγκατέλειπε τη Ρώμη κατά τη διάρκεια των χριστιανικών διωγμών.
Η ταινία της Ζμπάνιτς, κουβαλά πολλές διακρίσεις (υποψήφια για Όσκαρ Διεθνούς Ταινίας, BAFTA Σκηνοθεσίας και Ξενόγλωσσης Ταινίας και πλήθος βραβείων σε διεθνή φεστιβάλ) αλλά το πιθανότερο με όχι και τόσο κινηματογραφικά κριτήρια αλλά πολιτικές σκοπιμότητες.
Πάντως, η ερμηνεία της Γιάσνα Ντούρισιτς, στην οποία κρέμεται και όλη η ταινία, είναι κάτι παραπάνω από ικανοποιητική, καθώς στα μάτια της, στο κουρασμένο σώμα της, αποτυπώνεται όλη η απελπισία, μιας μάνας και συζύγου που βλέπει ότι μπορεί να χάσει τα παιδιά της, για ένα χαρτί, έναν χαλασμένο εκτυπωτή, την αδιαφορία των αξιωματούχων του ΟΗΕ.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα, η ταινία διαδραματίζεται το καλοκαίρι του 1995, κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Σρεμπρένιτσα στη Βοσνία από τον στρατό της Σερβίας. Η Άιντα εργάζεται ως διερμηνέας για τις δυνάμεις των Ηνωμένων Εθνών που βρίσκονται στην περιοχή για τη διατήρηση της ειρήνης. Καθώς ο κλοιός πολιορκίας της πόλης σφίγγει, η Άιντα θα πρέπει να πάρει αποφάσεις ζωής και θανάτου για τον εαυτό της και την οικογένειά της.
Γκαγκάριν (Gagarine). Δραματική ταινία, γαλλικής παραγωγής του 2020, σε σκηνοθεσία Φανί Λιατάρ και Ζερεμί Τρουλ, με τους Αλσένι Μπαθιλί, Λίνα Κούντρι, Τζαμίλ ΜακΚρέιβεν, Ντενί Λαβάντ κ.ά.
Ελπιδοφόρο ντεμπούτο, από τα πιο αξιοσημείωτα των τελευταίων ετών, στο επίσημο πρόγραμμα του Φεστιβάλ Καννών, των Φανί Λιατάρ και Ζερεμί Τρουί, που δίνουν τα διαπιστευτήριά τους με ένα δράμα το οποίο μπορεί να ενταχθεί στο σύγχρονο κοινωνικό σινεμά. Κι αυτό διότι με μία φρέσκια μελαγχολική νεανική ματιά, τα δύο νέα αυτά παιδιά, συνδυάζουν τη μυθοπλασία με τον ρεαλισμό και τη σκληρή πραγματικότητα, φουτουριστικά στοιχεία με τις μνήμες και βασισμένοι σε αληθινά γεγονότα, να μιλήσουν για την ιστορία ενός κτιρίου, τα όνειρα ενός αγοριού, τις συνθήκες των υποβαθμισμένων παρισινών προαστίων.
Η Λιατάρ και ο Τρουί δεν θα μας δείξουν το Παρίσι που προβάλλεται, τον τουριστικό προορισμό, την ”Πόλη του Φωτός”, αλλά το γκρίζο, αυτό στο οποίο προσπαθούν να επιβιώσουν εκατομμύρια καταφρονημένοι της γαλλικής πρωτεύουσας. Επίκεντρό τους είναι ένα απ’ αυτά τα τεράστια μπλοκ εργατικών κατοικιών που ανεγέρθηκαν τη δεκαετία του ‘60, όταν ακόμη υπήρχε κοινωνική πολιτική στην Ευρώπη και σήμερα έχουν πια ρημάξει και πρέπει να ”αξιοποιηθούν”. Από τα εγκαίνια, γεμάτα ενθουσιασμό και την παρουσία του φημισμένου κοσμοναύτη Γκαγκάριν, στην εξαθλίωση και την περιφρόνηση.
Ένα νεαρό μαύρο αγόρι, που το όνειρό του είναι να πάει στο φεγγάρι, επηρεασμένο από τον ήρωά του Γκαγκάριν και που αντιμετωπίζει τα δικά του προσωπικά προβλήματα, θέλει να σώσει το σπίτι από την κατεδάφιση. Στην αρχή θα έχει τη συμπαράσταση κάποιων φίλων και γειτόνων του αλλά την κρίσιμη στιγμή θα χάσει κι αυτούς, θα μείνει μόνο του.
Με σκηνοθετική λιτότητα, αλλά δουλεύοντας στην λεπτομέρεια τους χαρακτήρες και την ιστορία του κτιρίου, το οποίο κινηματογραφούν χρησιμοποιώντας ευρυγώνιες λήψεις και τράβελιγκ για να το ζωντανέψουν και να δώσουν μία άλλη διάσταση, αυτή της ανυπότακτης συνείδησης που δεν πρέπει να το βάλει κάτω, η Λιατάρ και ο Τρουί θα συγκινήσουν και θα στείλουν το μήνυμα ότι δεν χάνονται όλα με ένα γκρέμισμα. Όλα μπορούν να ξαναχτιστούν. Εν ολίγοις, πολυσήμαντη ενδιαφέρουσα ταινία, που παρά τις όποιες αφηγηματικές αστοχίες της και κάποια αχρείαστα πλάνα, θα κερδίσει την καρδιά του κοινού και σε αυτό συμβάλουν και οι μετρημένες ερμηνείες των νεαρών ηθοποιών.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Ο νεαρός Γιούρι είναι αποφασισμένος να κάνει τα αδύνατα δυνατά προκειμένου να αποτρέψει την κατεδάφιση του σπιτιού του, που βρίσκεται μέσα σε ένα συγκρότημα εργατικών κατοικιών που έχει το όνομα του διάσημου Σοβιετικού κοσμοναύτη Γιούρι Γκαγκάριν.
Δεν Υπάρχει Κακό (There Is No Evil). Κοινωνικό δράμα, ιρανικής, γερμανικής παραγωγής του 2020, σε σκηνοθεσία Μοχάμαντ Ρασούλοφ, με τους Εσάν Μιροσεινί, Σαγκαχιέγκ Σουριάν, Καβέ Αχανγκάρ Αλιρεζά Ζαρεπαράστ κ.ά.
Όχι από τις καλύτερες ταινίες της ιρανικής κινηματογραφικής σχολής, αλλά με μία γοητευτική ιστορία να την ακολουθεί, απ’ αυτές που έχει ανάγκη σήμερα η τέχνη, η διανόηση, καθώς το φιλμ γυρίστηκε κάτω από αντίξοες συνθήκες, πολλές φορές και απόντος του σκηνοθέτη, ενώ ο δημιουργός της Μοχαμάντ Ρασούλοφ παραμένει σε περιορισμό από την ιρανική κυβέρνηση, λόγω της αντικαθεστωτικής του στάσης και της επιμονής του να μιλάει για τα κακώς κείμενα της εξουσίας στη χώρα του. Κάτι που του χάρισε εν πολλοίς και την Χρυσή Άρκτο στο Φεστιβάλ του Βερολίνου.
Πρόκειται για ένα σπονδυλωτό φιλμ, δυόμισι ωρών, που οι ήρωες των τεσσάρων ιστοριών του, συναντούνται στο ζήτημα διατήρησης της θανατικής ποινής στη χώρα του. Τέσσερις ιστορίες, χωρισμένες σε κεφάλαια και όπως συνήθως, δημιουργώντας την αίσθηση της άνισης ταινίας, που χάνει αφηγηματικά, αλλά διατηρεί το ενδιαφέρον και τη γοητεία της σε μεγάλο βαθμό, αλλά κυρίως κρατά τη λάμψη μίας ανυπότακτης συνείδησης.
Στα συν της ταινίας και το εύρος των ερμηνειών, η φωτεινή κινηματογραφική εικόνα που δίνει κουράγιο σε όλους τους απανταχού αμφισβητίες που διώκονται για τα πιστεύω τους.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Το 24ωρο ενός μεσήλικα άντρα με την οικογένειά του μέχρι να ξαναπιάσει δουλειά. Η κρίσιμη νύχτα ενός αποφασισμένου στρατιώτη. Η τριήμερη άδεια ενός άλλου για να επισκεφθεί την αρραβωνιαστικιά του που έχει γενέθλια. Η εβδομάδα ενός αγρότη/γιατρού της επαρχίας, όταν τον επισκέπτεται η ανιψιά του από τη Γερμανία. Τέσσερις άντρες, τέσσερις ιστορίες, συνθέτουν την εικόνα της άκαμπτης πολιτικής πραγματικότητας του σύγχρονου Ιράν και κάνουν ένα καυστικό σχόλιο για το σύστημα.
Venom 2 (Venom: Let there be Carnage). Περιπέτεια επιστημονικής φαντασίας, αμερικάνικης παραγωγής του 2021, σε σκηνοθεσία Άντι Σέρκις, με τους Τομ Χάρντι, Μισέλ Γουίλιαμς, Ναόμι Χάρις, Γούντι Χάρελσον κ.ά.
Ακόμη πιο απογοητευτικό από το πρώτο, αυτό το σίκουελ της Marvel, εκτός από αχρείαστο μοιάζει και ως μια ακόμη υποχρέωση που πρέπει να βγει προς την επένδυση του σχεδίου Venom, για την ακρίβεια ενός αντιήρωα που κατοικεί στη σκοτεινή πλευρά της πληθώρας των υπερηρώων της εταιρείας.
Μονότονη συνέχεια, που εξακολουθεί να ”πουλάει” τα κοινότοπα ηπερηρωικά κλισέ και ένα χιούμορ βγαλμένο από τα κομμένα άλλων παραγωγών, πολλές φορές αντιαισθητική και με ένα στόρι που δεν μπορείς να το πάρεις ούτε στην πλάκα, ενώ η πολυαναμενόμενη τελική μάχη είναι από τις πιο απογοητευτικές του είδους.
Ο Τομ Χάρντι ό,τι κι αν κάνει μένει στη σκιά του τέρατος με το οποίο συνυπάρχει, ενώ ο Γούντι Χάρελσον στο ρόλο του διεστραμμένου φονιά, παραγεμίζει την ερμηνεία του με γραφικότητες και τις γνωστές μανιέρες.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Ο Έντι Μπροκ αποπειράται να ξαναγεννήσει την καριέρα του με το να πάρει συνέντευξη από τον κατά συρροήν δολοφόνο Κλέτους Κάσαντι, ο οποίος γίνεται ξενιστής για τον Κάρναζ και καταφέρνει να το σκάσει από τη φυλακή.
Προβάλλονται ακόμη οι ταινίες:
Γεώργιος Καραϊσκάκης: Στα Σύνορα του Μύθου. Ελληνικό ντοκιμαντέρ που γύρισε ο Νίκος Παπακώστας, για τη ζωή του αρχιστράτηγου της Ελληνικής Επανάστασης, το αδιαμφισβήτητα πιο ανυπότακτο πνεύμα της εποχής, τον Γεώργιο Καραϊσκάκη. Ο Παπακώστας, που εκτός της σκηνοθεσίας, υπογράφει και το μοντάζ και τη μουσική, προσπαθεί να φωτίσει την ομιχλώδη γέννησή, τη ζωή και την πλούσια δράση, αλλά και τον θάνατό τού εθνικού ήρωα, μέσα από την ιστορία, την ποίηση, κείμενα συναγωνιστών του, επιστολές, γραφτά που καλύπτουν τη δράση του, τόσο σαν κλέφτη, αρματολού, αλλά και ως αρχιστράτηγου του εθνικού απελευθερωτικού στρατού. Σοβαρή έντιμη προσπάθεια, που φωτίζει πολλές πτυχές γύρω από τον θρύλο ”Καραϊσκάκης”, αλλά που η φόρμα και η ανάδειξη του αρχειακού υλικού παραπέμπει σε τηλεοπτική παραγωγή.
Ανάμνηση (Memoria). Ψυχολογικό δράμα απαιτήσεων και κυρίως από τους θεατές, που πρέπει να αφεθούν πλήρως στους αντισυμβατικούς ρυθμούς και την υπερβατική αφήγηση του Ταϊλανδού ανεξάρτητου σκηνοθέτη Απιτσατπόνγκ Βιρασετάκουν (”Τροπική Ασθένεια”). Πανέμορφες εικόνες που υπνωτίζουν, ονειρικά τοπία που μαγεύουν, απόκοσμος ήχος και μια θαυμάσια ερμηνεία από την Τίλντα Σουίντον, η οποία πρωταγωνιστεί στο ρόλο μιας Σκοτσέζας που ταξιδεύει στην Κολομβία για να επισκεφτεί την άρρωστη αδελφή της, έχει προβλήματα με τον ύπνο που διακόπτεται κάθε βράδυ από επαναλαμβανόμενους θορύβους και οράματα, ενώ το πραγματικό αρχίζει να μπερδεύεται με το φανταστικό. Η ταινία κέρδισε το Βραβείο Κριτικής στο Φεστιβάλ Καννών και εκπροσωπεί την Κολομβία για το Όσκαρ Διεθνούς Ταινίας.
Ο Ρον Χάλασε (Rons Gone Wrong). Χαριτωμένη, ορισμένες φορές ξεκαρδιστική, αλλά και συγκινητική παιδική ταινία κινουμένων σχεδίων των Ζαν-Φιλίπ Βάιν, Σάρα Σμιθ (αμερικάνικης παραγωγής του 2021) που εξιστορεί την ιστορία μιας ιδιότυπης φιλίας μεταξύ ενός γυμνασιόπαιδου και του ελαττωματικού του ρομπότ, θέλοντας να σχολιάσει την εξάρτηση των ανθρώπων από τη νέα τεχνολογία. Η ταινία προβάλλεται μεταγλωττισμένη στα ελληνικά.
Facebook Comments