Οι αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για συνέχιση της στήριξης της Ελλάδας αγοράζουν σημαντικό χρόνο στην ελληνική κυβέρνηση, τον οποίο δεν θα είχε σε περίπτωση που το σωσίβιο της ΕΚΤ σταματούσε απότομα το επόμενο έτος, έτσι ώστε να ανακτήσει την επενδυτική βαθμίδα. Αυτό το “παράθυρο ευκαιρίας” πρέπει να αξιοποιηθεί τάχιστα, όπως τόνισε και η Τράπεζα της Ελλάδος, έτσι ώστε η χώρα να καταφέρει μέσα στο επόμενο διάστημα να ανέβει τα δύο σκαλοπάτια που την «χωρίζουν» από το investment grade, και το 2022 αποτελεί συνεπώς ένα κρίσιμο έτος καθώς θα θέσεις τις προϋποθέσεις και θα στρώσει το έδαφος έτσι ώστε να κερδηθεί αυτό το «ορόσημο».

Είναι σαφές πως το όριο της επενδυτικής κατηγορίας αποτελεί πολύ σημαντικό παράγοντα για τη διεύρυνση της επενδυτικής βάσης των  ομολόγων και άρα τη διαμόρφωση συνθηκών υψηλής ανθεκτικότητας των αποτιμήσεών τους σε ενδεχόμενες χρηματοπιστωτικές διαταράξεις. Η έλλειψή της δημιουργεί μία σειρά από προβλήματα, κυρίως όμως στερεί την ελληνική οικονομία από πολύτιμους επενδυτικούς πόρους που θα μπορούσαν να εισρεύσουν από το εξωτερικό σε πολλούς κλάδους και τομείς.

Το ερώτημα συνεπώς είναι τι είναι αυτό που μπορεί και πρέπει να κάνει η Ελλάδα έτσι ώστε να εκμεταλλευτεί το τείχος προστασίας που παρέχεται από την ΕΚΤ και τον χρόνο που αυτό δίνει, ώστε να μπει στο γκρουπ των χωρών που θεωρούνται «επενδύσιμες» και να πάψει να αποτελεί «ειδική περίπτωση».

Το οικονομικό επιτελείο έχει θέσει ως στόχο το ορόσημο αυτό να επιτευχθεί μέχρι το πρώτο εξάμηνο του 2023, τη στιγμή που διεθνείς οίκοι έχουν εκτιμήσει πως η Ελλάδα δεν αποκλείεται να ενταχθεί στο γκρουπ του investment grade ακόμη και στα τέλη του 2022. Η Τράπεζα της Ελλάδος μέσα από την Ενδιάμεση Έκθεση Νομισματικής Πολιτικής έστειλε ένα σημαντικό και σαφές μήνυμα ότι δεν αρκούν μόνο οι ισχυροί ρυθμοί ανάπτυξης και η διαχείριση του ελληνικού χρέους, τονίζοντας πως η ανάγκη συνέχισης και εντατικοποίησης της προσπάθειας για διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις είναι επιτακτική για να μην χαθεί αυτό το «στοίχημα» το οποίο έχει βάλει η κυβέρνηση. «Η Ελλάδα δεν θα πρέπει να εφησυχάσει και πρέπει να συνεχίσει να υλοποιεί μεταρρυθμίσεις και να εφαρμόζει συνετή δημοσιονομική πολιτική», όπως σημειώνουν παράγοντες της αγοράς.

Το μήνυμα της ΤτΕ είναι σημαντικό καθώς όπως σημειώνει ξεκάθαρα, εάν ποσοτικοποιηθούν οι θετικές εξελίξεις, όσο ισχυρές και αν είναι, δεν αρκούν για την επίτευξη της επενδυτικής βαθμίδας έως το 2023. Κατά την ΤτΕ, δύο είναι αυτές, οι εξής:

Πρώτον, στο τέλος του 2022 θα έχουν παρέλθει δέκα χρόνια από το PSI. Δεδομένου ότι στις πιστοληπτικές αξιολογήσεις συνυπολογίζεται η αναδιάρθρωση χρέους την τελευταία δεκαετία, αναμένεται η αύξηση της βαθμολογίας της ελληνικής οικονομίας κατά 0,4 της βαθμίδας έως το 2023 (συγκεκριμένα, κατά 0,2 της βαθμίδας το 2022 και επιπλέον 0,2 το 2023).

Δεύτερον, η καλύτερη του αναμενομένου επίδοση της ελληνικής οικονομίας για το 2021 στηρίζει επίσης τη θετική προοπτική των αξιολογήσεων και θα μπορούσε να επιφέρει αύξηση της της βαθμολογίας κατά 0,15 της βαθμίδας. Εφόσον επιβεβαιωθεί η επίδοση, θα επιδράσει ευνοϊκά, εκτός από την παράμετρο των ρυθμών μεταβολής του ΑΕΠ, και σε μία σειρά από παραμέτρους των κρατικών αξιολογήσεων, όπως η μεταβλητότητα του ΑΕΠ, το χρέος προς ΑΕΠ και το κατά κεφαλήν ΑΕΠ.

Από τις προαναφερθείσες εξελίξεις, όπως τονίζει η ΤτΕ, αναμένεται μία σταδιακή αύξηση της βαθμολογίας της Ελλάδας, ίση με 0,35 το 2022 και 0,55 το 2023, δηλαδή σε αναβάθμιση κατά μία βαθμίδα το αργότερο εντός του 2023.

Αυτό σημαίνει ότι με τα παραπάνω η Ελλάδα δεν μπαινει στην επενδυτική κατηγορία το 2023… «Είναι εμφανής, συνεπώς, η σημασία της συνέχισης και εντατικοποίησης της προσπάθειας για διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, με σκοπό τη βελτίωση της πιστοληπτικής αξιολόγησης της ελληνικής οικονομίας και την επίτευξη του στόχου της αναβάθμισης στην επενδυτική κατηγορία. Άλλες εξελίξεις, όπως η ταχύτερη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος και η επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων του Δημοσίου, μπορούν επίσης να συμβάλλουν σημαντικά στον ίδιο στόχο», διαμηνύει η ΤτΕ.

Αυτό άλλωστε το έχουν επισημάνει ξεκάθαρα και οι οίκοι αξιολόγησης.

Η Fitch στην τελευταία της έκθεση για φέτος τόνισε πως η μεγαλύτερη εμπιστοσύνη ότι το δημόσιο χρέος/ΑΕΠ επιστρέφει σε σταθερή καθοδική πορεία, η συνεχιζόμενη βελτίωση της ποιότητας του ενεργητικού των τραπεζών και η καλύτερη μεσοπρόθεσμη αναπτυξιακή δυναμική, θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε αναβάθμιση της Ελλάδας.

Κατά την Scope Ratings, οι περαιτέρω αναβαθμίσεις των ratings της Ελλάδας θα εξαρτηθούν από παράγοντες όπως το πλαίσιο πολιτικής της ΕΕ μετά την κρίση, η δημοσιονομική εξυγίανση και η πορεία του χρέους της Ελλάδας, το μεσοπρόθεσμο αναπτυξιακό δυναμικό και οι μεταρρυθμίσεις που στηρίζουν τη μακροοικονομική βιωσιμότητα, παράλληλα με την επίλυση των αδυναμιών του τραπεζικού συστήματος.

H S&P έχει επισημάνει πως εάν η οικονομική ανάκαμψη είναι ταχύτερη και ισχυρότερη από αυτή των υπόλοιπό χωρών της ευρωζώνης, εάν υπάρξει σημαντική βελτίωση των δημοσιονομικών επιδόσεων, αξιοσημείωτη μείωση των NPEs και συνέχιση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, τότε η Ελλάδα θα μπορεί να δει αναβάθμιση της πιστοληπτικής της ικανότητας.

Ανάλογες είναι οι επισημάνσεις και της Moodys, σύμφωνα με την οποία η περαιτέρω πρόοδος στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, η ενίσχυση των μεσοπρόθεσμων προοπτικών ανάπτυξης, η ταχύτερη μείωση του δείκτη δημόσιου χρέους και η επίλυση των συνεχιζόμενων ζητημάτων ποιότητας του ενεργητικού του τραπεζικού τομέα, είναι οι παράγοντες που θα οδηγήσουν σε θετικές δράσεις αξιολόγησης.

Οι μεταρρυθμίσεις λοιπόν, και η επιτάχυνσή τους, οι οποίες θα βελτιώσουν σε συνδυασμό με την δημοσιονομική πειθαρχία την εικόνα και την αξιοπιστία της Ελλάδας στις αγορές, είναι ίσως πιο σημαντικά όπλα από τους πολύ υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης τους οποίους θα σημειώσει η Ελλάδα φέτος – κάτι το οποίο είναι και λογικό λόγω της πολύ χαμηλές βάσης του 2020 με την βαθιά ύφεση. Ο δρόμος προς την επενδυτική βαθμίδα είναι μικρός αλλά δύσκολος και πρέπει απαραίτητα να «καλυφθεί» τους επόμενους 18 μήνες. Για να γίνει αυτό σημαίνει ότι το 2022 η Ελλάδα θα πρέπει να ανέβει τουλάχιστον εάν σκαλοπάτι ώστε να μπορεί να ελπίζει για το investment grade εντός του 2023.

Ο «χορός» των εκθέσεων αξιολόγησης της Ελλάδας από τους οίκους το νέο έτος  ξεκινά με τη Fitch στις 14 Ιανουαρίου,  συνεχίζεται με τις Moody’s και DBRS στις 18 Μαρτίου και την S&P στις 22 Απριλίου. Ο δεύτερος κύκλος αξιολογήσεων ξεκινά και πάλι με την Fitch στις 8 Ιουλίου και συνεχίζεται με το διπλή ετυμηγορία και πάλι από Moody’s kai DBRS στις 16 Σεπτεμβρίου, και την S&P στις 21 Οκτώβριο. Αλλά δεν τελειώνει εκεί καθώς, η Fitch έχει προγραμματίσει τρεις αξιολογήσεις το 2022, με την τελευταία να είναι στις 7 Οκτωβρίου. Τότε θα είναι η εποχή που η συζήτηση για ανάκτηση στην επενδυτική βαθμίδα θα έχει πάρει  «φωτιά»…

Facebook Comments