Η ισχυρότερη αρχιτεκτονική της ΕΕ και τα προφίλ χρέους προστατεύουν τις χώρες της περιφέρειας της ευρωζώνης από την αύξηση του κόστους δανεισμού και τον χρηματοοικονομικό κατακερματισμό, όπως επισημαίνει σε σημερινή του έκθεση ο οίκος αξιολόγησής Scope Ratings.

Τα βελτιωμένα προφίλ χρέους της Ελλάδας, της Ιταλίας, της Πορτογαλίας και της Ισπανίας, η ευελιξία στη διενέργεια αγορών περιουσιακών στοιχείων από την ΕΚΤ και η πρόοδος προς τη δημοσιονομική ένωση, θα περιορίσουν την τελική διεύρυνση των ασφαλίστρων κινδύνου και τις σχετικές επιπτώσεις στη βιωσιμότητα του χρέους, σημειώνει ο οίκος

“Οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων των χωρών της περιφέρειας αυξήθηκαν απότομα από τον Φεβρουάριο, αντανακλώντας μια ευρύτερη άνοδο των αποδόσεων των ομολόγων της ευρωζώνης και προεξοφλώντας σε μεγάλο βαθμό την αύξηση των επιτοκίων πριν από το τέλος του έτους. Ωστόσο, ο κίνδυνος σοβαρού χρηματοοικονομικού κατακερματισμού στη ζώνη του ευρώ παραμένει χαμηλός”, όπως τονίζει ο Jakob Suwalski, διευθυντής στην Scope Ratings.

Τα risk premia σε Ελλάδα, Ιταλία, Πορτογαλία και Ισπανία, προεξοφλούν αυστηρότερη μελλοντική νομισματική πολιτική, ιδιαίτερα μετά την επιβεβαίωση των αποφάσεων της ΕΚΤ τον Φεβρουάριο για τον τερματισμό του PEPP τον Μάρτιο του 2022. Η κεντρική τράπεζα έχει επίσης αλλάξει, σύμφωνα με την Scope, το guidance προς την πιθανότητα αύξησης των επιτοκίων πριν από το τέλος του τρέχοντος έτους.

“Αναγνωρίζουμε ότι οι υπερχρεωμένες κυβερνήσεις της ευρωζώνης βασίζονται συγκριτικά περισσότερο στις αγορές περιουσιακών στοιχείων της κεντρικής τράπεζας για να διατηρήσουν ευνοϊκές συνθήκες αγοράς και είναι πιο ευαίσθητες στο αυξανόμενο κόστος χρηματοδότησης, δεδομένης γενικά της ανάγκης αναχρηματοδότησης μεγάλων όγκων χρέους και της περιορισμένης πρόσβασης στην αγορά κατά τη διάρκεια της κρίσης δημόσιου χρέους”, σημειώνει ο Suwalski.

“Ο αντίκτυπος των υψηλότερων αποδόσεων στη βιωσιμότητα του χρέους πρέπει να εξεταστεί στο πλαίσιο των σημαντικά βελτιωμένων δομών χρέους των χωρών της περιφέρειας”, σημειώνει από την πλευρά της η Giulia Branz, αναλύτρια της Scope. Ελλάδα, Ιταλία, Πορτογαλία και Ισπανία, όπως τονίζει, έχουν παρατείνει τη μέση ληκτότητα του χρέους τους την τελευταία δεκαετία, πράγμα που σημαίνει ότι το κόστος του νέου χρέους μετακυλίεται σε μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Το μέσο κόστος έκδοσης παραμένει μέτριο σύμφωνα με τα ιστορικά πρότυπα και, για τις περισσότερες χώρες, χαμηλότερο από το κόστος του ανεξόφλητου χρέους, υποστηρίζοντας έτσι τη συνεχιζόμενη μείωση της επιβάρυνσης από τόκους λόγω της ισχυρής οικονομικής ανάπτυξης τα επόμενα χρόνια. Με υψηλότερο πληθωρισμό, οι πραγματικές αποδόσεις των ομολόγων παραμένουν αρνητικές παρά την πρόσφατη αύξηση των ασφαλίστρων κινδύνου, όπως εξηγεί.

Την ίδια στιγμή, σύμφωνα με τον οίκο, η ευελιξία έχει γίνει επίσης βασικό στοιχείο της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ. Τον Δεκέμβριο, το πρόγραμμα επανεπενδύσεων του PEPP παρατάθηκε τουλάχιστον έως το 2024, συμπεριλαμβανομένης μιας προσωρινής αύξησης των καθαρών αγορών στο πλαίσιο του κλασικού QE, για την ομαλή έξοδο από το PEPP.  Επίσης, η ΕΚΤ μπορεί να επανεκκινήσει το PEPP σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης, υπογραμμίζοντας την ετοιμότητά της να προσαρμόσει ευέλικτα τις επανεπενδύσεις σε περίπτωση αναταραχής στην αγορά.

Τα 800 εκατ. ευρώ του Ταμεία Ανάκαμψης της ΕΕ ευνοούν επίσης ασύμμετρα τις χώρες με ασθενέστερες οικονομίες, υποστηρίζοντας μια ενθαρρυντική μεσοπρόθεσμη οικονομική προοπτική. “Όλοι οι παράγοντες δείχνουν ισχυρότερη δέσμευση και σαφέστερη πορεία προς τη μακροπρόθεσμη χρηματοοικονομική ενοποίηση στη ζώνη του ευρώ”, τονίζει η Branz.

Μακροπρόθεσμα, ωστόσο, προκύπτουν άλλες προκλήσεις όσον αφορά την ικανότητα των κυβερνήσεων στην Ελλάδα, την Ιταλία, την Πορτογαλία και την Ισπανία να διατηρήσουν υψηλά επίπεδα δημόσιου χρέους, συμπεριλαμβανομένης της πιθανότητας μελλοντικής πολιτικής αστάθειας, η οποία θα μπορούσε να εμποδίσει τις προσπάθειες να εφαρμοστούν οι απαιτούμενες μεταρρυθμίσεις ώστε να γίνει αποτελεσματική χρήση της χρηματοδότησης της ΕΕ και να αντιμετωπίσουν προκλήσεις, όπως οι δυσμενείς δημογραφικές τάσεις και τη μέτρια έως αδύναμη αναπτυξιακή δυναμική, που ασκούν διαρθρωτική πίεση στις δημοσιονομικές επιδόσεις τους.

“Χωρίς την εφαρμογή σημαντικών μεταρρυθμίσεων, διαρθρωτικοί παράγοντες εμποδίζουν οποιαδήποτε ουσιαστική μείωση του χρέους, η οποία σε ένα πλαίσιο μελλοντικών αυξήσεων επιτοκίων και ομαλοποίησης των νομισματικών πολιτικών, θα αυξήσει την ευπάθεια αυτών των χωρών σε χρηματοοικονομικούς κλυδωνισμούς”, καταλήγει ο Suwalski.

Κούρταλη Ελευθερία

Facebook Comments