Η ανάγκη της κυβέρνησης, αφενός να στείλει το μήνυμα στους εργαζόμενους και ειδικά τους πιο χαμηλόμισθους που χειμάζονται από την ακρίβεια ότι είναι στο πλευρό τους και από την άλλη η πολιτική ανάγκη κάπως να αλλάξει η κουβέντα στο πασχαλινό τραπέζι από τους λογαριασμούς του ρεύματος, έφεραν την επίσπευση των ανακοινώσεων για τον κατώτατο μισθό.
Δύο είναι, άλλωστε, τα δεδομένα που «μαρτυρούν» την κυβερνητική σπουδή. Από τη μία, αναγκαία συνθήκη για την αύξηση του κατώτατου μισθού είναι να προηγηθεί απόφαση του υπουργικού συμβουλίου. Από την άλλη, ο υπουργός Εργασίας Κωστής Χατζηδάκης είχε ραντεβού με τον πρωθυπουργό για μετά το Πάσχα και ειδοποιήθηκε τη Μεγάλη Τρίτη να σπεύσει στο Μαξίμου, με αποτέλεσμα και τα στελέχη του υπουργείου Εργασίας να τεθούν stand-by για ανακοινώσεις.
Κάτι που έγινε και μάλιστα με μια αύξηση που προσεγγίζει τα πιο αισιόδοξα σενάρια που είχαν επεξεργαστεί στο κυβερνητικό επιτελείο.
Οι επιχειρήσεις είχαν ζητήσει δεύτερη αύξηση στην περιοχή του 4%, με δεδομένο ότι και αυτές με τη σειρά τους είναι αντιμέτωπες με εκρηκτικές αυξήσεις στο ενεργειακό κόστος, τις πρώτες ύλες και τα μεταφορικά. Από την άλλη, όμως, σημαντικό ήταν και το πρόβλημα για πάνω από 650.000 εργαζόμενους που από την Πρωτομαγιά θα δουν απτές αυξήσεις στο πορτοφόλι τους, με τη συνολική αύξηση να προσεγγίζει το 10% και να υπερβαίνει και τα πιο δυσμενή σενάρια για τον πληθωρισμό σε ετήσια βάση.
Όπως είναι φυσικό, βεβαίως, το timing της αύξησης του κατώτατου μισθού λίγες μέρες πριν το Πάσχα έχει και πολιτικά χαρακτηριστικά. Με την ακρίβεια να αποδεικνύεται σε αχίλλειο πτέρνα της κυβέρνησης και να αναμένεται να κυριαρχήσει στο πασχαλινό τραπέζι, ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν ήθελε οι πολίτες να φύγουν για τις διακοπές του Πάσχα χωρίς την «υποσχετική» ότι η κυβέρνηση θα πάρει μέτρα ανάσχεσης. Η αύξηση του κατώτατου μισθού είναι ένα άμεσο μέτρο που ενισχύει τους πιο αδύναμους και συνιστά ένα αντεπιχείρημα στην κουβέντα για την έκρηξη των τιμών του ρεύματος.
ΓΕ
Facebook Comments