(Μέρος Α: Τα λάθη των Ουκρανών)
Σχέσεις υποτέλειας, “προστασίας” και μίσους ανάμεσα σε «αδελφά έθνη»
Με τον πρόσφατο θάνατο του τέως Προέδρου της Δημοκρατίας Χρήστου Σαρτζετάκη θυμηθήκαμε όλοι τον χαρακτηρισμό της Ελλάδας από μέρους του ως «ανάδελφου έθνους».
Η Ελλάδα είναι πράγματι «ανάδελφο έθνος» με την αυστηρή έννοια του όρου «έθνος». Η χρήση όμως του όρου από τον Σαρτζετάκη είχε γίνει αφορμή αρκετών σκωπτικών σχολίων.
Τώρα καταλαβαίνουμε γιατί:
Ίσως να είναι καλύτερα να είναι ένα έθνος «ανάδελφο» από το να έχει ένα «μεγάλο αδελφό» (περίπου κατά την έννοια του George Orwell στο «1984»), που να το ποδηγετεί και να του επιβάλλεται στον αιώνα τον άπαντα.
… …
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η Ρωσία και η Ουκρανία είναι «αδελφά έθνη» με κοινή καταγωγή. Σημειωτέον ότι οι πρόγονοι των σημερινών Ουκρανών, αλλά και των Ρώσων και Λευκορώσων ονομάζονταν συλλογικά «Ρως» από τους Βυζαντινούς. Επίσης είναι αλήθεια ότι η πρώτη πρωτεύουσα του «Βασιλείου των Ρως» υπήρξε το Κίεβο.
Το πώς στη συνέχεια διαφοροποιήθηκαν το πώς και γιατί οι Ρώσοι κατέστησαν το ισχυρότερο έθνος από τα τρία δεν είναι του παρόντος.
Γεγονός όμως είναι ότι από ένα σημείο και μετά οι (ήδη διαφοροποιημένοι και με δική τους εθνική συνείδηση) Ουκρανοί αισθάνονταν υποτελείς στους «αδελφούς» Ρώσους τόσο κατά τους δύο τελευταίους αιώνες της τσαρικής μεγάλης Ρωσικής Αυτοκρατορίας, όσο και κατά τον εικοστό αιώνα επί Σοβιετικής Ενώσεως.
Αυτό όμως δεν σήμαινε ότι οι Ρώσοι τους φέρονταν με υπεροψία ούτε εμπόδισε πολιτικούς που κατάγονταν από την Ουκρανία να αποκτήσουν ηγετικές θέσεις στη Σοβιετική Ένωση, όπως π.χ. ο Μπρέζνιεφ, ο Τσερνιένκο, ή ο Γκορμπατσώφ (Ουκρανός κατά το ήμισυ).
Ας μη ξεχνάμε άλλωστε ότι ο Στάλιν ήταν Γεωργιανός, ενώ ο διάδοχός του Χρουστσώφ είχε μεγαλώσει στην Ουκρανία, της οποίας διετέλεσε διοικητής επί πολλά έτη και της είχε τόση αγάπη ώστε να της παραχωρίσει την κατοικούμενη από πλειοψηφία Ρώσων χερσόνησο της Κριμαίας λίγο μετά την εκλογή του ως ΓΓ του ΚΚ της ΕΣΣΔ το 1954.
Κάτι αντίστοιχο είχε συμβεί και κατά την δημιουργία της ΕΣΣΔ το 1922 από την ένωση σε ένα κράτος τεσσέρων επιμέρους «σοσιαλιστικών δημοκρατιών» : Ρωσικής (ομοσπονδιακής), υπερκαυκάσιας (ομοσπονδιακής), ουκρανικής και λευκορωσικής. Τότε με πρωτοβουλία του τότε κομμουνιστή ηγέτη Λένιν, είχαν παραχωρηθεί εδάφη στην «σοσιαλιστική δημοκρατία της Ουκρανίας» (τα οποία τώρα αποτελούν το ανατολικό τμήμα της Ουκρανίας) μολονότι αυτά είχαν μικτό (ουκρανικό και ρωσικό) πληθυσμό.
Μια περαιτέρω απόδειξη ότι οι (Ρώσοι στην πλειοψηφία τους) Σοβιετικοί θεωρούσαν την Ουκρανία ισότιμη με τη Ρωσία ήταν ότι το μισό από το πανίσχυρο πυρηνικό τους οπλοστάσιο ήταν εγκατεστημένο στην Ουκρανία.
Με τη κατάρρευση της ΕΣΣΔ στις αρχές της δεκαετίας του 90 κατέστη (επιτέλους!) η Ουκρανία ανεξάρτητο κράτος και θα έλεγε κανείς ότι τα όποια προβλήματα ανάμεσα στους «αδελφούς» λαούς μπαίνουν σε φάση εξομάλυνσης.
Όμως όχι! …
Σιγά – σιγά αλλά σταθερά, οι σχέσεις Ρωσίας και Ουκρανίας επιδεινώθηκαν με πρώτο αποκορύφωμα τα γεγονότα του 2014 και δεύτερο αποκορύφωμα το τωρινό.
Σχετικές διευκρινίσεις και λεπτομέρειες στα επόμενα κεφάλαια.
Σε ένα εκτενέστατο άρθρο – μίνι μονογραφία, που φέρει την υπογραφή του ίδιου του Βλαντιμίρ Πούτιν και δημοσιεύθηκε τον Ιούλιο του 2021, ο Ρώσος πρόεδρος κατηγορεί τη Δύση ότι ευθύνεται τα μέγιστα για το αντι-ρωσικό μέτωπο που έχει επικρατήσει (εντελώς άδικα κατά τη γνώμη του) σε ένα μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού της σημερινής Ουκρανίας, που έχει οδηγήσει στο να ταυτίζεται η έννοια του «πατριώτη» Ουκρανού με αυτή του «αντι-Ρώσου».
Ο ίδιος τελειώνει την μακροσκελή εξιστόρησή του γράφοντας:
– Μπορεί πολλοί Ουκρανοί να είναι σήμερα «αντι-Ρώσοι», αλλά εμείς οι Ρώσοι δεν πρόκειται ποτέ να γίνουμε «αντι-Ουκρανοί».
Μόνο που όταν έγραφε τα παραπάνω, είχε προφανώς ήδη σχεδιάσει αυτό που θα έκανε μερικούς μήνες αργότερα…
… … …
… …
…
Φιλο-Ρώσοι και αντι-Ρώσοι πολίτες και πολιτικοί
Από αυτά που γνωρίζουμε πολύ καλά πλέον, αλλά και από αυτά που ήδη εκτέθηκαν παραπάνω, είναι προφανές ότι η Ουκρανία είναι μία χώρα με μικτό πληθυσμό: Μία πλειοψηφία Ουκρανών και μια μειοψηφία πολιτών που έχουν ως μητρική γλώσσα την ρωσική.
Οι ρωσόφωνοι κατοικούν (όπως είναι άλλωστε φυσικό) κυρίως στις περιοχές που συνορεύουν με τη Ρωσία, δηλαδή στις ανατολικές, βορειο-ανατολικές και νοτιο-ανατολικές περιοχές της χώρας.
Όσο η Ουκρανία παρέμενε απλά μία περιοχή της Σοβιετικής Ένωσης, η οποία, μολονότι τυπικά ήταν ένωση επιμέρους «σοσιαλιστικών δημοκρατιών», ήταν στην ουσία κράτος απολύτως συγκεντρωτικό και επιπλέον εξόχως αυταρχικό, η ύπαρξη αυτών των γλωσσικών ή/και εθνοτικών διαφορών δεν είχε σχεδόν καμία σημασία:
Όλοι τους αισθάνονταν πολίτες ενός κράτους, το οποίο ήταν εξαρχής πολυεθνικό με πλήθος γλωσσών να ομιλούνται και να διδάσκονται, αλλά με υποχρέωση όλων να χρησιμοποιούν τη ρωσική γλώσσα για να μπορούν να συνεννοούνται μεταξύ τους και με τον έξω κόσμο.
Επίσης όλοι αισθάνονταν την καταπίεση του κομμουνιστικού καθεστώτος, καθώς και την οικονομική στενότητα και δυσπραγία, που εκ των πραγμάτων ήσαν υποχρεωμένοι να υφίστανται.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, οι επιμέρους εθνολογικές και γλωσσικές διαφορές ήταν φυσικό να έχουν δευτερεύουσα ή και καμία σημασία.
Όμως, μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ το 1990 και τη δημιουργία 14 ανεξάρτητων κρατών, όλα τα εθνολογικά προβλήματα αναδύθηκαν ξαφνικά εκεί που υπήρχε μικτός πληθυσμός και κατεξοχήν στην Ουκρανία.
Στην κεντρική και δυτική Ουκρανία λοιπόν και για λόγους που αναφέρονται ακροθιγώς στο προηγούμενο κεφάλαιο, ένα σημαντικό ποσοστό του πληθυσμού ταυτίζει (δικαιολογημένα ή αδικαιολόγητα) την έννοια του πατριωτισμού με αυτήν του «αντι-Ρώσου».
Όμως, στην ανατολική Ουκρανία που καταλαμβάνει περίπου τα 2/5 της συνολικής έκτασης, ήταν ανέκαθεν περισσότερο εκβιομηχανισμένη και πυκνοκατοικημένη από την υπόλοιπη χώρα και έχει πολύ πλουσιότερο υπέδαφος, υπάρχει ένα σημαντικό ποσοστό πολιτών (από 40% έως 90%) που έχουν ως μητρική γλώσσα τη ρωσική, εκ των οποίων περίπου οι μισοί αισθάνονται και δηλώνουν «εθνολογικά Ρώσοι» ήδη από το 2001 (βλ. Χάρτη 1 και Χάρτη 2). Ανεξάρτητα όμως από αυτό τον εθνικό αυτοπροσδιορισμό, είναι φυσικό όλοι οι ρωσόφωνοι κάτοικοι να αισθάνονται και «φιλο-Ρώσοι», τουλάχιστον μέχρι να ξεκινήσει η ρωσική εισβολή.
Ο διχασμός των πολιτών της Ουκρανίας σε «φιλο-Ρώσους» και «αντι-Ρώσους» υπήρχε από την αρχή της ιστορίας της ως ανεξάρτητου κράτους και έθετε μεγάλα εμπόδια στη δημιουργία μιας κοινής εθνικής συνείδησης και στην ευόδωση μιας εθνικής προσπάθειας για από κοινού αντιμετώπιση ουσιαστικών και ζωτικών προβλημάτων για οικονομική ανάπτυξη και κοινωνική πρόοδο.
Συνακόλουθα, οι πολιτικοί που ανελάμβαναν τις ευθύνες διακυβέρνησης της χώρας θα έπρεπε να εργαστούν συνειδητά και συστηματικά για να αμβλυνθούν οι διαφορές ανάμεσα στις δύο πληθυσμιακές ομάδες, να ενισχυθούν τα στοιχεία που τις ενώνουν και τελικά ο εθνολογικός – γλωσσικός διχασμός να εξασθενήσει μέχρι το σημείο στο οποίο να μην παίζει πλέον κανένα ρόλο στην πολιτική ζωή και την καθημερινότητα των πολιτών.
Αντί για αυτό όμως, οι Ουκρανοί πολιτικοί χωρίστηκαν επίσης σε «φιλο-Ρώσους» και «αντι-Ρώσους» και βασίζονταν στη στήριξη των αντιστοίχων πληθυσμιακών ομάδων, που αποτελούσαν την εκλογική τους πελατεία για την πολιτική τους εξέλιξη και επιβίωση.
Έτσι, είχαμε κατά σειρά ως προέδρους της Ουκρανίας τον ουδέτερο και μάλλον αντι-ρώσο Leonid Kravchuk (5/12/1991- 19/7/1994), τον φιλο-ρώσο Leonid Kuchma (19/7/1994 – 23/1/2005), τον φανατικό αντι-ρώσο Viktor Yushchenko (23/1/2005 – 25/2/2010), τον φανατικό φιλο-ρώσο Viktor Yanukovych (25/2/2010 – 23/2/2014) και τον φανατικό αντι-ρώσο Petro Poroshenko (25/5/2014 – 21/4/2019).
Ο πρώτος και ο μόνος που εξελέγη πρόεδρος με κύριο σύνθημα την εθνική ομοψυχία και την υπέρβαση των διαφορών υπήρξε ο σημερινός πρόεδρος Volodymyr Zelenskyy, που βρέθηκε στην τραγική θέση να συμβούν επί της προεδρίας του (και από δικά του λάθη προφανώς) τα ακριβώς αντίθετα από όσα πίστευε, είχε υποσχεθεί και επεδίωκε.
… … …
Εδώ οφείλουμε να διευκρινίσουμε περαιτέρω ότι οι ρωσόφωνοι της Ουκρανίας δεν αποτελούν ένα ομοιογενές σύνολο, αλλά θα μπορούσαμε να τους χωρίσουμε σε διάφορες επιμέρους ομάδες:
Α) Αισθάνονται Ρώσοι και το δηλώνουν. Μεταξύ αυτών:
Α1) Θα προτιμούσαν η πατρίδα τους να είναι η Ρωσία και όχι η Ουκρανία. Κατά συνέπεια θα εύχονταν οι περιοχές, στις οποίες γεννήθηκαν και κατοικούν να προσαρτηθούν από τη (γειτονική) Ρωσία.
Α2) Προτιμούν η πατρίδα τους να παραμείνει η Ουκρανία και μια προσάρτηση από τη Ρωσία θα τους εύρισκε αντίθετους.
Α3) Δεν τους ενδιαφέρει σε ποιο κράτος θα υπάγεται η γενέτειρά τους.
Β) Αισθάνονται Ρώσοι, αλλά προτιμούν να δηλώνουν Ουκρανοί γιατί έτσι βρίσκονται σε καλύτερη αρμονία με τους υπόλοιπους Ουκρανούς και ζουν πιο ήσυχα και ήρεμα.
Γ) Αισθάνονται Ουκρανοί παρά το γεγονός ότι η μητρική τους γλώσσα είναι η ρωσική. Θα μπορούσε φυσικά κάποιος να τους κατατάξει στους «ρωσόφιλους», αν δεν είχε συμβεί η επίθεση, ο πόλεμος, οι καταστροφές, οι θάνατοι και οι θηριωδίες από τους Ρώσους εισβολείς, όχι όμως μετά από την εισβολή και τις καταστροφές που αυτή επέφερε.
Μια χαρακτηριστική περίπτωση αυτής της κατηγορίας είναι ο τωρινός πρόεδρος τους Ουκρανίας Βολοντίμιρ Ζελένσκι.
Οι παραπάνω ομαδοποιήσεις μπορούν να είναι ακριβείς μέχρις ενός σημείου, που αφορά είτε την μητρική γλώσσα, είτε στο τι δηλώνει κάθε πολίτης σχετικά με το έθνος στο οποίο ανήκει.
Πέραν αυτού, το μόνο ακριβές στοιχείο είναι το τί ψήφισαν οι Ουκρανοί στις διάφορες προεδρικές εκλογές, όταν σ’ αυτές είχαν τεθεί αντιμέτωποι στον δεύτερο γύρο ένας «φιλορώσος» και ένας «αντιρώσος» υποψήφιος. Σ’ αυτές βλέπει κανείς ότι στις περιοχές όπου επικρατούσαν ως ποσοστό οι ρωσόφωνοι υπήρχε σαφέστατη υπεροχή του εκάστοτε φιλορώσου υποψηφίου προέδρου (χάρτης 3, χάρτες 4) με ό,τι συμπεράσματα μπορεί να εξαγάγει κανείς από αυτό.
Τα τραγικά λάθη των Ουκρανών πολιτικών
Όταν καλείσαι να κυβερνήσεις μια χώρα που βρίσκεται κάτω από ειδικές συνθήκες, είναι αυτονόητο ότι το καλύτερο που έχεις να κάνεις είναι να αναγνωρίσεις τις ειδικές συνθήκες και να προσαρμόσεις την πολιτική σου σ’ αυτές αντί να ακολουθείς τις δικές σου προσωπικές επιθυμίες και παρορμήσεις.
Οι «ειδικές συνθήκες» που επικρατούσαν στην Ουκρανία από τότε που κατέστη ανεξάρτητο κράτος είναι οι εξής:
Α) Το μεγάλο ποσοστό ρωσόφωνων κατοίκων στο ανατολικό τμήμα της χώρας και ο συνακόλουθος διχασμός σε «φιλο-ρώσους» και «αντι-ρώσους», όπως εκτέθηκε παραπάνω.
Β) Η ιδιόρρυθμη κατάσταση στη χερσόνησο της Κριμαίας, στην οποία οι (κατά δήλωσιν) Ρώσοι ήσαν 2,5 φορές περισσότεροι από τους Ουκρανούς, ήδη από το 1989 και το 2001 (60% έναντι 24%). Μετά την προσάρτηση της περιοχής από τους Ρώσους το 2014 δηλώθηκαν 4 φορές περισσότεροι (68% προς 16%).
Γ) Η άμεση γειτνίαση και το κοινό παρελθόν με τη Ρωσία, μια χώρα με πολλές μοναδικές ιδιότητες (δεν είναι του παρόντος να τις αναλύσουμε), από τις οποίες ξεχωρίζουμε δύο:
Γ1) Το «αυτοκρατορικό» της παρελθόν (είτε ως τσαρικής αυτοκρατορίας, είτε ως ισχυρότερης συνιστώσας της Σοβιετικής Ένωσης) με πολλές άλλες χώρες και εθνότητες ουσιαστικά υποτελείς.
Γ2) Το απολυταρχικό σύστημα διακυβέρνησής της, με τους εκάστοτε ηγέτες της (και ειδικότερα με τον Πούτιν) να αντλούν δύναμη και «νομιμοποίηση» ως υποτιθέμενοι «εγγυητές» της ρωσικής ισχύος, λόγω της οποίας «όλοι θα πρέπει να της οφείλουν σεβασμό», που μπορεί να φθάνει έως την πλήρη υποτέλεια, αν πρόκειται για γειτονικές χώρες που ανήκαν παλαιότερα στη Σοβιετική Ένωση.
… … …
Με τα παραπάνω (και όσα εκτέθηκαν σε προηγούμενα κεφάλαια) ως δεδομένα, ποια θα έπρεπε να είναι η εθνική πολιτική της Ουκρανίας σε ό,τι αφορά τόσο τα εσωτερικά της ζητήματα όσο και τις εξωτερικές της σχέσεις και συμμαχίες;
(1) Ως προς το βασικό αίτημα της ειρηνικής και εποικοδομητικής συνύπαρξης των δύο βασικών εθνοτήτων της (ουκρανικής και ρωσόφωνης) θα έπρεπε να επιδιωχθεί:
1α) Οι Ουκρανοί να πάψουν να είναι «αντι-Ρώσοι». Για να γίνει αυτό η Ουκρανία θα έπρεπε να έχει διασφαλίσει τις καλύτερες δυνατές σχέσεις με τη Ρωσία έτσι ώστε να βλέπουν οι Ουκρανοί ότι η ύπαρξη της Ρωσίας ως ισχυρής γειτονικής χώρας δεν εγκυμονεί κινδύνους, αλλά αντίθετα παράγει οφέλη για τους ίδιους.
1β) Οι ρωσόφωνοι να αισθάνονται ισότιμοι με τους άλλους συμπολίτες και να νιώθουν την Ουκρανία «σπίτι τους». Για να επιτευχθεί αυτό, απαραίτητη προϋπόθεση θα ήταν να θεωρείται η ρωσική ως δεύτερη επίσημη γλώσσα του κράτους, τουλάχιστον στις περιοχές όπου ομιλείται σε μεγάλο ποσοστό και επιπλέον να μην υπάρχει κανένα κώλυμα να καταλαμβάνουν οι ρωσόφωνοι δημόσιες θέσεις και αξιώματα τόσο επίπεδο περιφερειών όσο και σε εθνικό επίπεδο.
(2) Ως προς την εξωτερική πολιτική της Ουκρανίας, επισημαίνονται τα εξής:
2α) Η επιθυμία της πλειοψηφίας των Ουκρανών πολιτών (μεταξύ των οποίων και αρκετών ρωσόφωνων) για στενότερες σχέσεις με τη «δυτική» Ευρώπη, που θα έφθανε μέχρι την πλήρη ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι εύλογη, απολύτως κατανοητή και θα έπρεπε να γίνει σεβαστή, παρά τις όποιες αντιδράσεις της ‘φίλης’ Ρωσίας. Πέραν αυτού, ένα τέτοιο αίτημα προς την ΕΕ θα είχε όλα τα στοιχεία ώστε να γίνει αποδεκτό, με δεδομένο το δημοκρατικό καθεστώς της Ουκρανίας και τις τεράστιες οικονομικές της δυνατότητες.
2β) Η ένταξη στο ΝΑΤΟ όμως αποτελεί ένα άλλο ζήτημα και δεν θα έπρεπε ποτέ να αποτελέσει επίσημη επιδίωξη. Πρώτον γιατί δεν θα είχε να προσφέρει κανένα οικονομικό πλεονέκτημα στην Ουκρανία, δεύτερον γιατί δεν είχε πολλές πιθανότητες να γίνει δεκτό (το καταστατικό του ΝΑΤΟ δεν ενθαρρύνει εντάξεις χωρών με μειονοτικά προβλήματα). Τρίτον και κυριότερο: Θα κατέστρεφε εντελώς τις σχέσεις της με τη Ρωσία, οι οποίες, όπως προαναφέραμε, θα έπρεπε να επιδιώκεται κατά προτεραιότητα να είναι οι καλύτερες δυνατές.
… … …
Σύμφωνα με τα παραπάνω, η προφανώς σωστή και εθνικά επωφελής για την Ουκρανία εξωτερική πολιτική θα ήταν: Αφενός μεν η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αφετέρου δε οι στενές οικονομικές, πολιτικές και πολιτιστικές σχέσεις με τη Ρωσία με παράλληλη διακήρυξη «ουδετερότητας» που θα συνοδευόταν από κατηγορηματική δήλωση (ενταγμένη στο σύνταγμα της χώρας) ότι δεν επιθυμεί ένταξη στο ΝΑΤΟ.
Αν είχαν συμβεί αυτά και συγχρόνως είχαν εξασφαλισθεί όλα τα δικαιώματα των ρωσόφωνων, η Ουκρανία θα απολάμβανε ειδικής προνομιακής μεταχείρισης και από τις δύο πλευρές, τόσο από τους δυτικούς της εταίρους όσο από την «αδελφή» Ρωσία, αποτελώντας έτσι μια «γέφυρα» μέσω της οποίες οι δύο αυτές αντίρροπες δυνάμεις θα μπορούσαν να επικοινωνούν και να συνεννοούνται καλύτερα, με ό,τι καλό αποτέλεσμα θα μπορούσε να προκύψει από αυτό.
… …
Οι πρώτοι δύο πρόεδροι της Ουκρανίας Kravchuk και Kuchma φαίνεται ότι είχαν κατανοήσει τις παραπάνω αρχές και συμπεριφέρονταν ανάλογα.
O Κράβτσουκ πρωτοστάτησε στην ανεξαρτητοποίηση της χώρας, θέτοντας παράλληλα τις βάσεις για εκδημοκρατισμό και πολυκομματικό σύστημα. Δυστυχώς δεν κατάφερε (ή δεν επεδίωξε) να εμποδίσει την νεοσύστατη κάστα των ολιγαρχών του πλούτου να εγκαινιάσει ένα καθεστώς προνομίων και διαφθοράς, με το οποίο ευχαρίστως συνυπήρχε. Παράλληλα, δεν προώθησε στο ελάχιστο τα εθνικά ζητήματα επιλέγοντας τον ρόλο του εξισορροπιστή και ευχάριστου συνομιλητή με όλους.
Ο Κούτσμα που τον νίκησε (με τη βοήθεια κυρίως των ρωσόφωνων) και τον διαδέχθηκε, φρόντισε φυσικά να έχει καλές σχέσεις με τη Ρωσία. Παράλληλα όμως ξεκίνησε μια διαδικασία ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Είναι χαρακτηριστικό ότι με τις κινήσεις του αυτές κέρδισε την αποδοχή πολλών από αυτούς που δεν τον είχαν ψηφίσει και έτσι επανεξελέγη πρόεδρος. Στη συνέχεια όμως, βρέθηκε μπλεγμένος σε σκάνδαλα διαφθοράς, έγινε πιο απολυταρχικός (κατηγορήθηκε και για συμμετοχή σε πολιτική δολοφονία δημοσιογράφου) και εξαναγκάσθηκε να αποσυρθεί από την διεκδίκηση μιας επόμενης θητείας, αφήνοντας το πεδίο για τον επίσης φιλορώσο πρωθυπουργό του Yanukovych. Αυτός πλειοψήφησε στις επόμενες εκλογές, αλλά με νοθεία, όπως καταγγέλθηκε από μερίδα εξεγερμένων οπαδών («πορτοκαλί επανάσταση») και έγινε αποδεκτή από το Ανώτατο Δικαστήριο της χώρας. Έτσι επαναλήφθηκε ο 2ος γύρος των εκλογών, τις οποίες τελικά έχασε.
Ο επόμενος πρόεδρος Yushchenko ήταν αντι-ρώσος και έγινε θύμα δηλητηρίασης με τοξική ουσία (… αν σας θυμίζει κάτι αυτό…) από την οποία όμως επιβίωσε. Στη συνέχεια επιδίωξε όχι μόνο την ένταξη της Ουκρανίας στην ΕΕ, αλλά και στο ΝΑΤΟ, ενώ κατάργησε την ρωσική ως δεύτερη επίσημη γλώσσα του κράτους. Παράλληλα, διακήρυττε ότι «επιδιώκει καλές σχέσεις με τη Ρωσία»… Το πώς συμβιβάζονταν όλα αυτά μόνο ο ίδιος το ήξερε. Γεγονός είναι ότι απέτυχε σε όλα όσα επιχείρησε με αποτέλεσμα να καταβαραθρωθεί στις επόμενες εκλογές, οι οποίες ανέδειξαν νικητή τον Γιανουκόβιτς, τίμια αυτή τη φορά. Πριν παραδώσει την εξουσία, απένειμε μετά θάνατον τον τίτλο του «ήρωα της Ουκρανίας» στον αρχιναζιστή εγκληματία πολέμου Στεπάν Μπαντέρα, κάτι που ξεσήκωσε θύελλα διαμαρτυριών ακόμα και μεταξύ των δυτικών υποστηρικτών του! Τόσο καλά…
Ο Γιανουκόβιτς υπήρξε άθλιος πρόεδρος γιατί επέλεξε να είναι το «καλό παιδί» του Πούτιν. Αποδυνάμωσε τον ουκρανικό στρατό, εγκαινίασε περιστολή των δημοκρατικών ελευθεριών και φυλάκισε την κυριότερη πολιτική του αντίπαλο και πρώην πρωθυπουργό Yulia Tymoshenko. Το μόνο καλό που έκανε υπήρξε ένας νόμος που καθιέρωνε τη διδασκαλία της ρωσικής στα σχολεία ως 2ης επίσημης γλώσσας του κράτους, τουλάχιστον στις περιοχές με πολλούς ρωσόφωνους.
Εκεί όμως που η στάση του υπήρξε όχι απλώς αντιδημοκρατική, αλλά στα όρια της εθνικής προδοσίας ήταν όταν αρνήθηκε (Νοέμβριος 2013) να υπογράψει την επίσημη συμφωνία σύνδεσης της χώρας με την Ευρωπαϊκή Ένωση ενδίδοντας στον εκβιασμό (συνοδευόμενο από «δελεαστική αντιπρόταση») του Πούτιν. Επακολούθησε λαϊκή εξέγερση («επανάσταση αξιοπρέπειας», Maidan uprising ή Euromaidan), αιματηρή αλλά αποτυχημένη απόπειρα καταστολής της, φυγή του Γιανουκόβιτς προς τη Ρωσία, καθαίρεσή του από το ουκρανικό κοινοβούλιο (22/2/2014) και … ένοπλη επέμβαση της Ρωσίας με προσάρτηση της Κριμαίας (!), για την οποία η σχετική απόφαση ελήφθη στις 23/2/2014!! Ενδεχομένως, ο τρισάθλιος βυσσοδόμος Πούτιν επεδίωκε αυτό ακριβώς και οι Ουκρανοί φιλο-ευρωπαϊστές να έπεσαν στην παγίδα του, με τον Γιανουκόβιτς σε ρόλο «χρήσιμου ηλίθιου».
Τα γεγονότα που επακολούθησαν το 2014 έως το 2015 με τον αιματηρό εμφύλιο, την μερική απόσχιση του Ντονμπάς και την ταπεινωτική για την Ουκρανία «συνθήκη του Μινσκ» είναι γνωστά. Επισημαίνεται απλώς η εν μέρει υποκατάσταση του ουκρανικού στρατού από το αμφιλεγόμενο λόγω ναζιστικών επιρροών τάγμα Αζόφ, το οποίο σχεδόν μόνο του διατήρησε την Μαριούπολη και άλλες περιοχές υπό ουκρανικό έλεγχο.
Ο δισεκατομμυριούχος επιχειρηματίας και αμφισβητούμενης ηθικής ακεραιότητας (όπως άλλωστε και οι προηγούμενοι πρόεδροι) Petro Poroshenko (εξελέγη 25/5/2014) αναδιοργάνωσε τον ουκρανικό στρατό και υπέγραψε τη συμφωνία σύνδεσης με την ΕΕ. Όμως έκανε ό,τι χειρότερο μπορούσε για τις σχέσεις με τη Ρωσία, καταργώντας τη ρωσική ως 2η επίσημη γλώσσα του κράτους, ευνοώντας την απόσχιση της ουκρανικής Εκκλησίας από το Πατριαρχείο της Μόσχας και ξεκινώντας επίσημα διαδικασίες για ένταξη στο ΝΑΤΟ, τις οποίες μάλιστα φρόντισε να εντάξει ως υποχρέωση στο νέο Σύνταγμα της χώρας! Αναγνώρισε επίσημα τη δράση του τάγματος Αζόφ, το οποίο και ενέταξε στον ουκρανικό στρατό. Και σα να μην έφτανε αυτό, λίγο πριν λήξει η θητεία του αναγνώρισε επίσημα τη δράση του «Ουκρανικού Λαϊκού Επαναστατικού Στρατού», μιας ακροδεξιάς παραστρατιωτικής οργάνωσης που έδρασε μεταξύ 1941 και 1945 και (μεταξύ άλλων) είχε διαπράξει γενοκτονίες σε πολωνικό και εβραϊκό πληθυσμό, απονέμοντας τίτλους τιμής και οικονομικά βοηθήματα στους ‘βετεράνους’ του.
Όλα αυτά δεν έτυχαν ιδιαίτερης επιδοκιμασίας από τους Ουκρανούς πολίτες, οι οποίοι τον καταψήφισαν στις 21/4/2019 εκλέγοντας τον «Υπηρέτη του Λαού» Βολοντίμιρ Ζελένσκι ως νέο πρόεδρο της χώρας.
Ο Ζελένσκι ξεκίνησε με τις καλύτερες προθέσεις για την αποκατάσταση της εθνικής ενότητας και τη συμφιλίωση με την Ρωσία του Πούτιν, αλλά τελικά έμεινε μόνο σ’ αυτές. Είχε μεν έναν πολυμέτωπο αγώνα κατά της διαφθοράς, της οικονομικής δυσπραγίας και της πανδημίας του κορωνοϊού, πλην όμως θα μπορούσε να προλάβει να εξαγγείλει την κατάργηση του νόμου κατά της ρωσικής γλώσσας του προκατόχου του και την απαλοιφή από το Σύνταγμα της υποχρέωσης για ένταξη στο ΝΑΤΟ, την οποία και θα έπρεπε να αποκηρύξει με μέγιστη σαφήνεια, μιας και γνώριζε ότι το ΝΑΤΟ ήταν «κόκκινο πανί» για τον Πούτιν και τους ρωσόφιλους αυτονομιστές του Ντονμπάς.
Αντίθετα, όταν ο Πούτιν συγκέντρωνε στρατεύματα στα σύνορα της χώρας του, κάλεσε το ΝΑΤΟ «να επιταχύνει την ένταξη» (κάτι ουσιαστικά αδύνατο) για να γλυτώσει από μια επικείμενη ρωσική εισβολή. Με την επιλογή του όμως αυτή, περισσότερο την προκάλεσε παρά την απέτρεψε.
… … …
Από τα παραπάνω είναι φανερό ότι οι Ουκρανοί πολιτικοί στάθηκαν ανάξιοι των περιστάσεων, τις οποίες κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν έχοντας απέναντί τους μια κατά πολύ ισχυρότερη χώρα που κυβερνάται από έναν ανειλικρινή, απρόβλεπτο, μηχανορράφο, ανεξέλεγκτο, αμοραλιστή και αδίστακτο δικτάτορα.
Οι ομολογουμένως δύσκολες και πολύπλοκες αυτές περιστάσεις δεν αποτελούν ωστόσο δικαιολογία για την αποτυχία τους. Ουδείς εξαναγκάζει κάποιον να γίνει πολιτικός ηγέτης μιας χώρας με πολλές δυσκολίες. Όταν όμως το επιλέγει, αναλαμβάνει την υποχρέωση να θέσει στο περιθώριο τις όποιες προσωπικές προτιμήσεις – παρορμήσεις και να κάνει τις αναγκαίες επιλογές – συμπεριλαμβανομένων και των απαραιτήτων συμβιβασμών – για το καλό της χώρας και του συνόλου των πολιτών που τον εμπιστεύθηκαν. Εδώ ταιριάζει πολύ η ομηρική φράση (από την Οδύσσεια): «σφετέρῃσιν ἀτασθαλίῃσιν ὄλοντο» (χάθηκαν από τις δικές τους ανοησίες).
Ιδιαίτερη μνεία οφείλεται στο σημερινό πρόεδρο, ο οποίος επιδεικνύει ιδιαίτερο θάρρος, γενναιότητα και πατριωτισμό, τα οποία με ειλικρίνεια και εντιμότητα καταφέρνει να μεταδώσει και στους συμπατριώτες του συγκινώντας σχεδόν όλο τον υπόλοιπο κόσμο.
Ωστόσο ο πατριωτισμός του θα είχε μεγαλύτερο αντίκρισμα αν δεν αφορούσε μόνο την υπεράσπιση της χώρας του από ένα θανάσιμο κίνδυνο, αλλά (κυρίως!) την κατάλληλη πολιτική για πιο έγκαιρη αποτροπή του θανάσιμου αυτού κινδύνου για τη χώρα του.
… … …
… …
Σε επόμενο άρθρο εξετάζονται τα εγκλήματα του Πούτιν και η αμφιλεγόμενη στάση των «δυτικών»
Facebook Comments