Για τον ιστορικό του μέλλοντος, η περίοδος που διανύουμε θα αποτελεί αναμφίβολα, τομή. Θα μπορούσε ίσως να χαρακτηρίσει το μεγάλο ρήγμα.
Η Ευρώπη και ο κόσμος κινήθηκε για 30 και πλέον χρόνια γύρω από συγκεκριμένες οικονομικές και διεθνείς παραδοχές. Στηρίχθηκε δηλαδή στην ιδέα ότι η λήξη του ψυχρού πολέμου θα οδηγούσε αναπόφευκτα στη μείωση των γεωπολιτικών εντάσεων, στην αντίληψη ότι η οικονομία της αγοράς, δια της αυτορρύθμισης, θα μπορούσε να δώσει απαντήσεις σε όλα τα οικονομικά προβλήματα και στην πεποίθηση ότι η «συναίνεση της Ουάσιγκτον», ο συνδυασμός δηλαδή πολιτικών δημοσιονομικής σταθεροποίησης, συρρίκνωσης του ρυθμιστικού ρόλου του κράτους και ιδιωτικοποιήσεων, θα ήταν το μείγμα ασκούμενης οικονομικής πολιτικής σε όλες της χώρες που θα ενσωματώνονταν στο νέο διεθνές σύστημα, ανεξάρτητα από τις επί μέρους εθνικές πολιτικές ιδιαιτερότητες ή την θέση κάθε χώρας στον διεθνή καταμερισμό εργασίας.
Η λογική αυτή που όριζε τις κυρίαρχες «οικονομικές συνταγές», οδήγησε στην διαμόρφωση του κόσμου της παγκοσμιοποίησης όπως τον ξέρουμε, αλλά και στην συσσώρευση μιας σειράς κρίσεων που η μια μετά την άλλη εκδηλώνονταν από τα τέλη της δεκαετίας του 2000. Έκρηξη περιφερειακών ανισοτήτων, έκρηξη κοινωνικών ανισοτήτων, κλιματική κρίση και εσχάτως, έκρηξη γεωπολιτικών εντάσεων, αποτέλεσαν την λογική κατάληξη ενός διεθνούς συστήματος που έκρινε ότι οι αυτορρυθμιζόμενες αγορές, ήξεραν καλύτερα να καθοδηγήσουν το κόσμο από ότι οι λαοί και οι πολιτικοί. Αν η κρίση του 2008 ήταν η αρχή αυτής της κατάρρευσης, ο σημερινός πόλεμος στην Ουκρανία, με την απροσδιόριστη διάρκεια και τις απρόβλεπτες επιπτώσεις του, είναι και η οριστική αλλαγή σελίδας.
Αν κάτι φαίνεται να αλλάζει άρδην σε αυτή την συγκυρία, πέρα από το διεθνές περιβάλλον, είναι οι βασικές παραδοχές ως προς την ασκούμενη οικονομική πολιτική. Τα παραδείγματα είναι πολλά. Ο κοινός δανεισμός της Ε.Ε., χθες για το Ταμείο Ανάκαμψης και αύριο για το Ταμείο για την απεξάρτηση από το ρωσικό φυσικό αέριο και την ενίσχυση της άμυνας της ευρωπαϊκής ηπείρου, οδηγεί στην κατάρρευση της λογικής της μη-αμοιβαιοποίησης των Ευρωπαϊκών χρεών. Η τεράστια ενεργειακή κρίση και οι διαφορετικές παραλλαγές στον έλεγχο των τιμών της ενέργειας σε όλες της χώρες της Ευρώπης πλην της Ελλάδας, θέτει τέλος στην ιδέα ότι οι υποδομές και τα δίκτυα μπορούν να αναπτυχθούν και να υποστηρίξουν την οικονομία αποκλειστικά και μόνο μέσα από τον ελεύθερο ανταγωνισμό. Ενώ, η κούρσα του επανεξοπλισμού χωρών όπως η Γερμανία, με τις εφιαλτικές συνδηλώσεις μιας τέτοιας κίνησης, ξαναφέρνουν το κράτος ως ρυθμιστή της αναπτυξιακής διαδικασίας ως τελικό καταναλωτή.
Για μια μικρή οικονομία όπως η ελληνική, η συγκυρία παρουσιάζει τεράστιους κινδύνους αλλά και ευκαιρίες. Για παράδειγμα, η εξάρτηση από τις διεθνοποιημένες αγορές πρώτων υλών σε τομείς όπως η ενέργεια, εξελίσσεται σε αχίλλειο πτέρνα της οικονομίας της χώρας μας. Ταυτόχρονα όμως, η αναταραχή στις διεθνείς αλυσίδες αξίας και στις εφοδιαστικές αλυσίδες, δημιουργεί ευκαιρίες οι οποίες απαιτούν ριζοσπαστικές απαντήσεις. Απαντήσεις όμως που δεν μπορούν να δοθούν από μόνες τους από τον ιδιωτικό τομέα, χωρίς την ενεργητική δραστηριοποίηση του κράτους σε ρόλο, ρυθμιστή και σχεδιαστή της αναπτυξιακής διαδικασίας. Κοντολογίς, για χώρες όπως η Ελλάδα, η νέα αυτή συγκυρία απαιτεί την επανίδρυση αυτού που η Marianna Mazzucato έχει χαρακτηρίσει ως το «επιχειρηματικό κράτος» και όχι την συνέχιση της λειτουργίας ενός κράτους προς όφελος των επιχειρηματιών.
Αν όμως σε κάθε μικρή χώρα όπως η Ελλάδα αυτό είναι το ζητούμενη στην σημερινή συγκυρία, έτσι και σε κάθε άλλη χώρα τίθεται το ερώτημα: Ποιο πολιτικό υποκείμενο μπορεί να οδηγήσει σε αυτή την αλλαγή; Μπορούν να την καθοδηγήσουν οι πολιτικές εκείνες δυνάμεις που ευαγγελίστηκαν και υλοποίησαν την συρρίκνωση του δημόσιου τομέα για 30 χρόνια ή απαιτούνται νέα πολιτικά υποκείμενα και νέες κοινωνικές συμμαχίες;
Η απάντηση στα καθ’ ημάς, νομίζω είναι σχεδόν αυτονόητη.
Facebook Comments