Μια από τις καλύτερες και ενδιαφέρουσες κινηματογραφικές εβδομάδες, των τελευταίων μηνών, ξεκινά απόψε, λόγω του συνωστισμού αξιόλογων ταινιών.

Ένας συνωστισμός, που όπως αναμένεται, θα “κάψει” κάποιες απ’ τις εννέα ταινίες που θα προβληθούν και είναι κρίμα τόσο για τις ταινίες όσο και για τους σινεφίλ.

Οι ταινίες που δεν πρέπει να χάσουν οι φίλοι του καλού σινεμά είναι: Το ανατρεπτικό αισθηματικό δράμα του Φιλανδού Γιούχο Κοουσμάνεν “Βαγόνι Αριθμός 6” (Μεγάλο Ειδικό Βραβείο στις Κάννες), το δραματικό θρίλερ του καταξιωμένου Πολ Σρέντερ “Μετρητής Καρτών”, την κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου του Ονορέ Ντε Μπαλζάκ “Χαμένες Ψευδαισθήσεις”, του Ξαβιέ Τζιανολί και το αντισυμβατικό ερωτικό δράμα “Παρίσι, 13ο Διαμέρισμα”, ενώ οι φαν τις περιπέτειας μπορούν να διασκεδάσουν με τους δεινόσαυρους, που ζωντάνεψε πριν 30 χρόνια ο Σπίλμπεργκ και ολοκληρώνουν την κινηματογραφική τους πορεία με το αξιοπρεπές “Jurassic World: Κυριαρχία”. Για τους θιασώτες του κλασικού σινεμά υπάρχει και η αθάνατη ρομαντική κομεντί “Η Γκαρσονιέρα” του Μπίλι Γουάιλντερ.

      Βαγόνι Αριθμός 6 (Compartment No. 6). Αισθηματικό δράμα, φινλανδικής, γερμανικής και ρωσικής παραγωγής του 2021, σε σκηνοθεσία Γιούχο Κουοσμάνεν, με τους Γιούρι Μπορίσοφ, Σέιντι Χάαρλα, Ντινάρα Ντρουγκάνοβα, Τόμι Αλατάλο κ.ά.

   Μπορεί οι συστάσεις της τελευταίας ταινίας του Φιλανδού Γιούχο Κουοσμάνεν (“Η Πιο Ευτυχισμένη Μέρα στη Ζωή του Όλι Μάκι”) να είναι ενθαρρυντικές, καθώς κουβαλά το Μεγάλο Ειδικό Βραβείο του Φεστιβάλ Καννών 2021, αλλά όσοι τη δουν το πιθανότερο θα ενθουσιαστούν ακόμη περισσότερο, από τη φρέσκια ματιά του, το ανατρεπτικό κέφι, τους πνευματώδεις διαλόγους, το χτίσιμο των χαρακτήρων, τη λοξή ατμόσφαιρα, τις ερμηνείες του πρωταγωνιστικού ζευγαριού.

   Η συνάντηση μίας κοπέλας από τη Φινλανδία, φοιτήτρια της αρχαιολογίας, με μία ερωτική απογοήτευση στις αποσκευές της, κι ενός Ρώσου μεταλλωρύχου, που πίνει συνεχώς, στο μακρύ ταξίδι από τη Μόσχα στο αρκτικό λιμάνι του Μουρμάνσκ, με τρένο, θα αλλάξει την οπτική τους για τη ζωή και θα τους φέρει κοντά, αν και όλα στην αρχή δείχνουν ότι δεν τους συνδέει τίποτα.

   Ταινία χαρακτήρων, που βασίζεται σε δημοφιλές βιβλίο στη Φινλανδία, παίζει ευφάνταστα με τις διαφορετικές και αντίθετες φαινομενικά προσωπικότητες του πρωταγωνιστικού ζευγαριού- ακόμη και με τη γλώσσα, τα φινλανδικά και τα ρώσικα. Αξιοποιεί τους πνευματώδεις διαλόγους, χωρίς να πουλά εξυπνάδα, το κλίμα στο τρένο, όπου εξελίσσεται σχεδόν όλη η ιστορία, θυμίζοντας κάτι από την τρέλα ταινιών του παρελθόντος, διατηρεί ζωντανούς τους ρυθμούς από το πρώτο λεπτό ως το τελευταίο και το σημαντικότερο δεν χάνει ποτέ την ουσία της -την ανάγκη τής ψυχικής επαφής δυο ανθρώπων, της συμπόνιας και της ελπίδας.

   Εξαιρετικές και οι ερμηνείες του χοντροκομμένου και ζωώδους εξωτερικά αλλά τόσο ψυχωμένου και ευάλωτου συναισθηματικά Γιούρι Μπορίσοφ και της Σέιντι Χάαρλα, που θυμίζει τη Ρενέ Ζελβέγκερ στα νιάτα της, όταν ήταν ακόμη κανονική ηθοποιός, αφήνοντας υποσχέσεις για ένα λαμπρό μέλλον.

   ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Μια νέα γυναίκα, φοιτήτρια αρχαιολογίας από τη Φινλανδία, φεύγει από μια αινιγματική ερωτική σχέση στη Μόσχα παίρνοντας το τρένο για το αρκτικό λιμάνι του Μουρμάνσκ αναζητώντας τα περίφημα πετρογλυφικά που έχουν ανακαλυφθεί εκεί. Αναγκασμένη να μοιραστεί το μακρύ ταξίδι και το μικρό κουπέ με έναν Ρώσο μεταλλωρύχο, καθώς το τρένο προχωράει προς τον αρκτικό κύκλο, οι δυο τους συνειδητοποιούν ότι μοιράζονται ένα ταξίδι που θα αλλάξει τον τρόπο που βλέπουν τη ζωή.

      Ο μετρητής καρτών (The Card Counter). Δραματικό θρίλερ, αμερικανικής παραγωγής του 2021, σε σκηνοθεσία Πολ Σρέντερ, με τους Όσκαρ Άιζακ, Γουίλεμ Νταφόε, Τάι Σέρινταν, Τίφανι Χάντις κ.ά.

   Βαρύ δραματικό θρίλερ, από τον καταξιωμένο σεναριογράφο και σκηνοθέτη Πολ Σρέντερ, για τις ενοχές, την εκδίκηση και τη ψυχική λύτρωση. Έχοντας πίσω του, στην παραγωγή, τον Μάρτιν Σκορσέζε, ο Σρέντερ, που αγαπά τους αντιήρωες, θα δημιουργήσει ακόμη έναν, αυτή τη φορά στο πρόσωπο του Όσκαρ Άιζακ, έναν βασανισμένο άνθρωπο, που θέλει να ξεχάσει τα όσα έζησε στα νιάτα του ως βασανιστής στις διαβόητες φυλακές του Ιράκ Αμπού Γκράιμπ.

   Η ιστορία ξεκινά με τον Γουίλιαμ Τελ (Άιζακ) να κερδίζει μικροποσά στα καζίνο που τριγυρίζει, καθώς στα οχτώ χρόνια φυλάκισής του, ανέπτυξε το ταλέντο του στο να μετρά χαρτιά. Ζει σε διάφορα μοτέλ, στα δωμάτια των οποίων τυλίγει όλα τα έπιπλα με λευκά σεντόνια, δείχνοντας τις ψυχικές πληγές που έχει αποκτήσει από το παρελθόν. Όταν από σύμπτωση θα δει σε ένα από τα ξενοδοχεία-καζίνο, μια διάλεξη “συμβούλου ασφαλείας” που ήταν υπεύθυνος για τα βασανιστήρια στο Αμπού Γκράιμπ, θα επιστρέψουν οι εφιάλτες απ’ το παρελθόν και μάλιστα θα ενταθούν όταν θα συναντήσει και έναν νεαρό, που ο πατέρας του ήταν κι αυτός βασανιστής στο Ιράκ, φυλακίστηκε και από τύψεις αυτοκτόνησε. Εκεί θα αποκαλυφθεί το ζοφερό παρελθόν του Τελ, με ορισμένα έξοχα φλας μπακ από τα εφιαλτικά βασανιστήρια που έκανε και για τα οποία καταδικάστηκε σε φυλάκιση. Αυτοί όμως που δεν τιμωρήθηκαν, όπως λέει χαρακτηριστικά, ήταν όλοι οι υψηλά υπεύθυνοι του σχεδίου, καθώς κρύφτηκαν πίσω από ιδιωτικές εταιρίες που είχαν αναλάβει το “έργο” ως υπεργολάβοι! Όσο κι αν φαίνεται απίστευτο είναι η πραγματικότητα. Εδώ έρχεται ο Σρέντερ, για μία ακόμη φορά, για να καυτηριάσει την ασύγκριτη υποκρισία, τη γενικευμένη και χρήσιμη αμνησία, για κάτι που δεν έγινε πριν 50 ή 100 χρόνια, αλλά μόλις χθες. Ο νεαρός θα ζητήσει από τον Τελ να συνεργαστούν για να εκδικηθούν τον “σύμβουλο ασφαλείας”, ενώ ταυτόχρονα μία μοναχική πληθωρική γυναίκα θα του προτείνει ένα κόλπο για να βγάλουν χρήματα σε ένα πρωτάθλημα πόκερ -το σχόλιό του για το “αμερικάνικο όνειρο”- με έναν μετανάστη, από την ανατολική Ευρώπη, παίχτη πόκερ, που κερδίζει συνεχώς και οι ακόλουθοί του φωνάζουν ρυθμικά “U-S-A” όταν κερδίζει την κρίσιμη παρτίδα.

   Εδώ είναι όμως και το πρόβλημα της ταινίας του Σρέντερ, που προσπαθεί να ισορροπήσει όχι μόνο σε δυο βάρκες, αλλά σε μια βάρκα κι ένα ακροβατικό ποδήλατο. Αυτό που ξεκίνησε ως ένα φιλμ για τον κόσμο του πόκερ, εξελίσσεται σε ένα δράμα για το προσωπικό και συλλογικό τραύμα. Ουσιαστικά, προσπαθεί να συνταιριάξει δυο εντελώς διαφορετικές ταινίες σε μία κι εκεί μάλλον τα μπερδεύει, χάνει το μέτρο, αφού το ρίσκο, η ψυχολογία του χαρτοπαίχτη είναι σχεδόν αδύνατο να κολλήσει με την πολιτική καταγγελία για τα όσα απάνθρωπα έγιναν στο Αμπού Γκράιμπ και σε άλλες διάσπαρτες, σε όλο τον κόσμο, φυλακές, με Ιρακινούς και άλλους “ύποπτους” που… απειλούσαν την ασφάλεια των ΗΠΑ.

   Η ταινία, ωστόσο, δεν χάνει το ενδιαφέρον της, αλλά είναι φανερό ότι χάνει τη δυναμική της, χάνει το κέντρο βάρους της, εύκολα γλιστρά από το μείζον στο ελάσσων, παρά το βαρυσήμαντο θέμα της, την έξοχη φωτογραφία, τους μελετημένους χαρακτήρες και ορισμένες έξοχες σκηνές.

   Ο Όσκαρ Άιζακ, ενσαρκώνει με τον καλύτερο τρόπο, έναν πολυσύνθετο χαρακτήρα, που κρύβει τα ψυχολογικά του προβλήματα, την υπόγεια ένταση, τους εφιάλτες του και συνάμα ζει για μια συγχώρεση, μια λύτρωση για όσα διέπραξε. Εξαιρετικές και οι ερμηνείες των Γουίλεμ Νταφόε (φυσικά στον ρόλο του αρχιβασανιστή και μετέπειτα “σύμβουλο ασφαλείας”) και Τίφανι Χάντις στο ρόλο της μοναχικής γυναίκας.

   ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Ένας τζογαδόρος και πρώην στρατιωτικός, ο οποίος, όντας στοιχειωμένος από αποφάσεις του παρελθόντος του, το μόνο που θέλει πλέον είναι να παίζει χαρτιά. Όταν τον πλησιάσει ένας νεαρός, ο Κερκ, ο οποίος ζητάει βοήθεια για να εκδικηθεί έναν κοινό εχθρό και των δύο, ο Τελ βλέπει μια ευκαιρία για λύτρωση. Χρηματοδοτούμενος από τη μυστηριώδη Λα Λίντα, ο Τελ παίρνει μαζί του τον Κερκ και πάνε από καζίνο σε καζίνο, μέχρι που βάζουν στόχο να νικήσουν το World Series of Poker στο Λας Βέγκας. Όμως αποδεικνύεται ότι ο Κερκ είναι αδύνατον να συμπεριφερθεί έντιμα, και αυτό παρασέρνει τον Τελ πίσω στο σκοτάδι του παρελθόντος του.

      Χαμένες Ψευδαισθήσεις (Illusions Perdues). Δραματική ταινία εποχής, γαλλικής και βελγικής παραγωγής του 2021, σε σκηνοθεσία Ξαβιέ Τζιανολί, με τους Μπέντζαμιν Βουασάν, Σεσίλ Ντε Φρανς, Βανσάν Λακόστ, Ξαβιέ Ντολάν, Ζαν Μπαλιμπάρ, Ζεράρ Ντεπαρτιέ κ.ά.

   Επικών διαστάσεων μεταφορά του ομώνυμου κλασικού μυθιστορήματος του Ονορέ Ντε Μπαλζάκ από τον Ξαβιέ Τζιανολί, που προτάθηκε για 15 βραβεία Cesar και κέρδισε επτά απ’ αυτά, ενώ ιδιαίτερα θετικές εντυπώσεις άφησε και στο Φεστιβάλ της Βενετίας, όπου προβλήθηκε.

   Δράμα εποχής, που καυτηριάζει κοινωνικοπολιτικά προβλήματα, τα οποία παραμένουν ακόμη και με την απόσταση των δύο αιώνων, που χωρίζουν το σήμερα από το βιβλίο του Ντε Μπαλζάκ (γραμμένο στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα), αναδεικνύοντας τη γενικευμένη σαπίλα που υπάρχει στους ανώτερους κύκλους της αστικής τάξης.

   Στις αρχές του 19ου αιώνα, ο νεαρός Λισιέν, ένας άσημος ποιητής, εγκαταλείπει την επαρχία όπου ζει, για να αναζητήσει την αναγνώριση στο Παρίσι. Τα σχέδιά του ανατρέπονται και θα βρεθεί να γράφει κατευθυνόμενες κριτικές θεάτρου επί πληρωμή. Με τον τρόπο αυτό θα κερδίσει αρκετά χρήματα και την αναγνώριση, αλλά ταυτόχρονα συνειδητοποιεί και την απώλεια των ονείρων του, ακόμη και του ίδιου του εαυτού του.

   Ο Τζιανολί, δίχως καθωσπρεπισμούς, εξου και ορισμένες προκλητικές σκηνές που μπορεί να σοκάρουν κάποιους, θα θίξει την εκτεταμένη διαφθορά του Τύπου, που δεν ενδιαφέρεται για τα γεγονότα ή την αλήθεια, αλλά μόνο για τα συμφέροντα των ιδιοκτητών και όσων επηρεάζουν την κοινή γνώμη και αφήνοντας να εννοηθεί ότι αν αυτά συμβαίνουν για μια θεατρική παράσταση, εύκολα συμπεραίνουμε τι γίνεται για πολύ σοβαρότερα θέματα. Παράλληλα, δεν αφήνει ασχολίαστη ούτε την αστική υποκρισία που λαμβάνει διαστάσεις επιδημίας όσο προχωρά προς την ανώτερη τάξη, που βρίσκεται στριμωγμένη, καθώς έχει επιστρέψει η μοναρχία και οι αντιδράσεις πληθαίνουν. Οι παραλληλισμοί του χθες και του σήμερα βγάζουν… μάτι.

   Καλογυρισμένο φιλμ, με ορισμένα εντυπωσιακά πλάνα, αλλά και κάποια φλυαρία, η οποία συμβάλει και στη μεγάλη διάρκεια της ταινίας, 2,5 ωρών, που ίσως κουράσει τους θεατές. Ωστόσο, πρόκειται για ένα εξαιρετικού ενδιαφέροντος φιλμ, που θα αποζημιώσει τους υπομονετικούς θεατές, όπως και η ερμηνεία του πρωτοεμφανιζόμενου Μπέντζαμιν Βουασάν, που κέρδισε και το ανάλογο βραβείο, ενώ οι παλαιότεροι θα χαρούν και με την ολιγόλεπτη εμφάνιση του Ντεπαρτιέ.

   ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Ο Λισιέν είναι ένας νέος και άσημος ποιητής της Γαλλίας του 19ου αιώνα. Έχει μεγάλες προσδοκίες και θέλει να προκαλέσει την τύχη του. Έτσι αφήνει το πατρικό του σπίτι στην επαρχία για να κυνηγήσει τα όνειρα του στο Παρίσι. Σύντομα θα βρεθεί χαμένος σε μια μεγάλη πόλη όπου κυριαρχεί ο νόμος του κέρδους και της υποκρισίας.

      Παρίσι, 13ο Διαμέρισμα (Les Olympiades, Paris, 13th Distric). Ερωτικό δράμα, γαλλικής παραγωγής του 2021, σε σκηνοθεσία Ζακ Οντιάρ, με τους Λούσι Ζανγκ, Μακίτα Σαμπά, Νοεμί Μερλάντ, Τζένι Μπεθ κ.ά.

   Έπειτα από μία σειρά αξιόλογων γαλλικών ταινιών κοινωνικού σινεμά, με τα εργασιακά, οικονομικά, ανθρώπινα και άλλα ουσιώδη προβλήματα που απασχολούν την Ευρώπη, ήρθε και η τελευταία δημιουργία του βετεράνου Ζακ Οντιάρ για τα προβλήματα που απασχολούν τη νέα γενιά τής αποξένωσης, εθισμένης στην τεχνολογία, της έντονης ερωτικής ζωής, αλλά και του βάρους που έχουν φορτώσει πάνω τους οι προηγούμενες γενιές, αλλά και αυτοί που επηρεάζουν την καθημερινότητά τους.

   Ο Ζακ Οντιάρ, μετά το ενδιαφέρον γουέστερν “Οι Αδελφοί Σίστερς” που δεν είχε, όμως, ιδιαίτερη απήχηση, με φόντο το 13ο Διαμέρισμα στο Παρίσι γνωστό και ως “Les Olympiades”, με πολυόροφες πολυκατοικίες, μία πολυπολιτισμική περιοχή, γνωστή και ως η μεγαλύτερη Τσάινα Τάουν της Ευρώπης, στήνει ένα απροσάρμοστο ερωτικό γαϊτανάκι, με τέσσερα κεντρικά πρόσωπα. Έναν μαύρο άνδρα, μία Κινέζα και δυο Γαλλίδες. Οι σχέσεις τους αναπτύσσονται άλλες φορές ερωτικά, άλλες φιλικά ή εχθρικά και παρά την τρέλα της καθημερινής ταχύτητας, κάποια στιγμή φτάνει και η ώρα της αγάπης.

   Ο Οντιάρ, που καυτηριάζει, ορισμένες φορές στα πεταχτά και τα έντονα κοινωνικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι νέοι, με την περιφρόνηση, την απαξίωση από τους εργοδότες, την κακοπληρωμένη εργασία, τις απάνθρωπες απαιτήσεις, το ανταγωνιστικά αποτρόπαιο κλίμα, τις σπουδές που οδηγούν στην οικοδομή, θα στρώσει ένα χαλί από γοητευτικούς αντισυμβατικούς χαρακτήρες, που μάλλον όμως έχουν αρχίσει να κυριαρχούν ανάμεσα στα νιάτα. Το σεξ δεν σημαίνει και αγάπη και η αγάπη δεν σημαίνει απαραίτητα και σεξ. Τα τσιμεντένια θηρία πλακώνουν τις ψυχές τους, οι δουλειές τους τα όνειρά τους, η τεχνολογία τους εγκλωβίζει σε έναν εικονικό κόσμο.

   Ο Οντιάρ σκηνοθετεί σε απαλό ασπρόμαυρο (εκτός από ένα μικρό ερωτικό επεισόδιο), προσπαθώντας να χρωματίσει την ιστορία του μέσα από τις αναζητήσεις των ηρώων του, πολλές φορές φλυαρεί, φαίνεται παρασυρμένος από ιδέες που δεν μπορούν να δέσουν με την πραγματικότητα, αλλά τελικά παραδίδει ένα αρκούντως ενδιαφέρον φιλμ κι ένα θαυμάσιο φινάλε, με το πραγματικό “αγαπώ” να ακούγεται από μια τηλεφωνική συσκευή που χρησιμοποιούσαν και οι γιαγιάδες μας…

   Ικανοποιητικές ερμηνείες από την πρωταγωνιστική τετράδα, απ’ την οποία ξεχωρίζει η Νοέμι Μερλάντ, με την εσωτερική της εκφραστικότητα, την ανάδειξη της πληγωμένης ψυχής της.

   ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Κάπου στο 13ο διαμέρισμα του Παρισιού, μια περιοχή γνωστή και ως “Ολυμπιάδες” εξαιτίας των οχτώ πολυόροφων κτιρίων που έχουν το όνομα πόλεων που έχουν φιλοξενήσει τους Αγώνες, η Εμιλί γνωρίζει τον Καμίλ, ο οποίος νιώθει έλξη για τη Νορά, η οποία συναντά στον δρόμο της την Αμπέρ… Τρία κορίτσια κι ένα αγόρι δίνουν τον δικό τους ορισμό για το τι σημαίνει έρωτας σήμερα, σε μια μητρόπολη που χάνει συνεχώς το φως της…

      Σήμερα Φτιάχνουμε τον Κόσμο (Hoy se arregla el mundo). Κωμωδία, αργεντινής παραγωγής του 2021, σε σκηνοθεσία Άριελ Βίνογκραντ, με τους Λεονάρντο Σμπαράλια, Μπέντζαμιν Οτέρο, Λουίς Λούκε κ.ά.

   Χαριτωμένη, τρυφερή, εύπεπτη, αλλά όχι αδιάφορη, κωμωδία από την Αργεντινή και του σκηνοθέτη της πρόσφατης μεγάλης επιτυχίας “Το Κόλπο του Αιώνα”, Άριελ Βινογκράντ.

   Ο Βινογκράντ, πιάνοντας ένα σενάριο, αρκετά συμβατικό, θα συνδέσει ένα ιδιαιτέρως καλοβαλμένο οικογενειακό κωμικό δράμα, έχοντας ως κεντρικό πρόσωπο έναν τηλεοπτικό σταρ, ελληνικής καταγωγής, γνωστό ως “Γκριέγκο”, που στην προσωπική του ζωή τα έχει κάνει μαντάρα και για τον μόνο δικό του που ενδιαφέρεται είναι ο γιος του. Όταν η πρώην σύζυγός του και μητέρα του παιδιού του αποκαλύπτει ότι μπορεί να μην είναι δικό του και αμέσως μετά σκοτώνεται σε ένα τροχαίο δυστύχημα, θα βρεθεί στην ανασφάλεια της πραγματικής ζωής.

   Όπως καταλαβαίνει ακόμη και κάποιος αδαής, ο Βινογκράντ εύκολα θα μπορούσε να ξεπέσει σε μια “αμερικανιά”, απ’ αυτές που κατακλύζουν τις οθόνες, αλλά με δεξιοτεχνία και βάζοντας πάνω απ’ όλα το ανθρώπινο στοιχείο, θα αναδείξει τα προβλήματα των ανθρώπινων σχέσεων, αλλά και την αφόρητη κιτρινίλα των τηλεοπτικών προγραμμάτων, αφού ο ήρωάς του παρουσιάζει μια εκπομπή που υποτίθεται ότι καθημερινοί άνθρωποι εξομολογούνται στο κοινό το ερωτικό τους πρόβλημα, ενώ στην πραγματικότητα όλα είναι ψεύτικα, ακόμη και οι “προσκεκλημένοι” που είναι ηθοποιοί!

   Κεφάτη ταινία, με μελοδραματικά στοιχεία, που δεν ρίχνουν ιδιαίτερα το ενδιαφέρον και χαρίζει δυο ευχάριστες ώρες, ενώ ξεχωρίζει και η σχέση πατέρα- γιου, του εξαιρετικού Λεονάρντο Σμπαράλια και του χαριτωμένου και ταλαντούχου μπόμπιρα Μπέντζαμιν Οτέρο.

   ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Ο Ντέιβιντ Σαμαράς, ο επονομαζόμενος και “Γκριέγκο”, δηλαδή “ο «Έλληνας”, είναι ο αδιαφιλονίκητος σταρ της αργεντίνικης τηλεόρασης! Η εκπομπή του “Σήμερα φτιάχνουμε τον κόσμο”, με εξομολογήσεις καθημερινών ανθρώπων, έχει τεράστια θεαματικότητα, Ο “Γκριέγκο” βγάζει πολλά χρήματα και η δημοφιλία του τεράστια, αλλά στην ιδιωτική του ζωή τα έχει κάνει θάλασσα: γυναίκες έρχονται και φεύγουν από τη ζωή του. Η πιο σταθερή σχέση που έχει είναι με τον μικρό του γιο, όχι τόσο γιατί τον αγαπά και τον νοιάζεται, αλλά γιατί είναι υποχρεωμένος δικαστικώς να το κάνει. Όμως, όσο ανεύθυνα κι αν ζει, χωρίς να νοιάζεται στην πραγματικότητα για κανέναν εκτός από τον εαυτό του, τόσο πιο απότομα θα προσγειωθεί: λίγο πριν πεθάνει εξαιτίας ενός δυστυχήματος η μητέρα τού εννιάχρονου γιού του, θα του αποκαλύψει πως ο Μπενίτο δεν είναι δικό του παιδί. Υπερβαίνοντας τον εαυτό του, θα αποφασίσει να αποκαλύψει την αλήθεια…

      Jurassic World: Κυριαρχία (Jurassic World Dominion). Περιπέτεια, αμερικανικής παραγωγής του 2022, σε σκηνοθεσία Κόλιν Τρέβοροου, με τους Κρις Πρατ, Μπράις Ντάλας Χάουαρντ, Λόρα Ντερν, Τζεφ Γκόλντμπλουμ, Σαμ Νιλ κ.ά.

   Πέρασαν κιόλας τριάντα χρόνια από την αρχική ταινία του Στίβεν Σπίλμπεργκ “Jurassic Park”, που είχε εντυπωσιάσει με την ψηφιακή αναπαράσταση των δεινοσαύρων, αλλά και το σχόλιό του για την παρέμβαση των ανθρώπων στο φυσικό περιβάλλον και βεβαίως για την αποθέωση της αγωνιώδους περιπέτειας. Μία ιδιαιτέρως πετυχημένη περιπέτεια, που εξελίχθηκε σε κινηματογραφικό φραντσάιζ, το οποίο απέφερε πάνω από 5 δισ. δολάρια και ολοκληρώνει τον κύκλο του. Τουλάχιστον, έτσι έχει ανακοινωθεί επισήμως.

   Περιπέτεια φαντασίας, επικών διαστάσεων και παραγωγής, που φέρνει κοντά τους χαρακτήρες της πρώτης εποχής (Λόρα Ντερν, Σαμ Νιλ, Τζεφ Γκόλντμπλουμ), με αυτούς της τελευταίας (Κρις Πρατ, Μπράις Ντάλας Χάουαρντ) αλλά και την επιστροφή των πεπειραμένων Φρανκ Μάρσαλ και Πάτρικ Κρόουλι στην παραγωγή.

   Αρκετά καλύτερη ταινία από τις δυο προηγούμενες του δεύτερου κύκλου, πιο κοντά στο πνεύμα του συγγραφέα Μάικλ Κράιτον, καθώς η καταιγιστική δράση, η αγωνία και ο τρόμος συνδυάζεται με τις ανθρώπινες ανησυχίες, τους φόβους και τις σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ των δυο γενιών.

   Τώρα πια οι δεινόσαυροι ζουν και κυνηγούν μαζί με τους ανθρώπους σε όλη τη γη, μία εύθραυστη ισορροπία καθώς οι άνθρωποι θέλουν να παραμείνουν οι κορυφαίοι θηρευτές, σε έναν πλανήτη που μοιράζονται με τα πιο τρομακτικά πλάσματα της ιστορίας. Έλα, όμως, που υπάρχουν, όπως φαίνεται, ακόμη πιο τρομαχτικά πλάσματα, που κρύβονται πίσω από μία ισχυρή εταιρεία βιοτεχνολογίας, φαινομενικά έναν οργανισμό ευεργετών για την επίλυση της παγκόσμιας πείνας, με τη δημιουργία μεταλλαγμένων καλλιεργειών και προϊόντων. Μία εταιρεία που βάζει στο στόχαστρό της τους δεινόσαυρους, αλλά και τους ανθρώπους.

   Κι εδώ είναι που κερδίζει τις εντυπώσεις το φιλμ του Κόλιν Τρέβοροου, καθώς τα ειδικά εφέ και τα τεχνολογικά καλούδια υποχωρούν ως ένα βαθμό προκειμένου να αναδειχθούν τα ανθρώπινα δράματα, οι χαρακτήρες και η αγωνία για το μέλλον του πλανήτη.

   Εντάξει, μην περιμένετε και καμιά τρομερή ταινία, αλλά σίγουρα είναι μια αξιοπρεπής περιπέτεια, με το υπερθέαμα να μην σκιάζει τα πάντα και η ιλιγγιώδης δράση τους χαρακτήρες. Στα συν και η συμπαθητική και νοσταλγική επιστροφή των Σαμ Νιλ, Λόρα Ντερν και Τζεφ Γκόλνμπλουμ.

   ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… H “Κυριαρχία” διαδραματίζεται τέσσερα χρόνια μετά την καταστροφή της Νήσου Νούμπλαρ. Οι δεινόσαυροι τώρα ζουν και κυνηγούν μαζί με τους ανθρώπους σε όλο τον κόσμο. Αυτή η εύθραυστη ισορροπία θα αναμορφώσει το μέλλον και θα καθορίσει μια για πάντα αν τα ανθρώπινα όντα θα παραμείνουν οι κορυφαίοι θηρευτές σε έναν πλανήτη που μοιράζονται τώρα με τα πιο τρομακτικά πλάσματα της ιστορίας.

      Ο γάιδαρος, ο εραστής μου και εγώ (Antoinette dans les Cévennes). Αισθηματική κωμωδία, γαλλικής και βελγικής παραγωγής του 2020, σε σκηνοθεσία Καρολίν Βινιάλ, με τους Λορί Καλαμί, Μπέντζαμιν Λαβερνέ, Ολίβια Κοτ, Ζαν Πιέρ Μαρτίν κ.ά.

   Ο ελληνικός τίτλος, αυτής της γαλλικής ρομαντικής κωμωδίας, ίσως είναι, μαζί με άλλες δυο τρεις στιγμές, ότι πιο αστείο έχει να επιδείξει η ταινία τής σεναριογράφου και σκηνοθέτιδας Καρολίν Βινιάλ, που πέρασε και από το φεστιβάλ των Καννών -άγνωστο γιατί.

   Όχι ότι είναι κακή ταινία, αλλά ως κωμωδία σπανίως λειτουργεί, βγάζει γέλιο, ενώ και το ρομάντζο μοιάζει να βρίσκεται μόνο στο μυαλό της ηρωίδας. Μιας δασκάλας, που αρχίζει να μεγαλώνει, δείχνει καταπιεσμένη και ερωτευμένη, με τον παντρεμένο πατέρα μιας μαθήτριάς της, που κανονίζει, κάτι που περίμενε πολύ καιρό, να πάει μαζί του στην οροσειρά Σεβέν, της κεντρικής Γαλλίας, για μια πεζοπορία παρέα με ένα γάιδαρο. Όταν εκείνος δεν εμφανίζεται, θα μείνει αρχικά μόνη με το συμπαθέστατο τετράποδο, που δείχνει πιο σπλαχνικό από πολλούς ανθρώπους, ενώ στη συνέχεια θα ανακαλύψει τις δυσάρεστες επιδιώξεις του εραστή της…

   Η ταινία έχει μία ελαφράδα, αλλά μοιάζει περισσότερο με τουριστική περιήγηση για περισσότερο από τη μισή διάρκειά της, καθώς δεν εκμεταλλεύεται ούτε τη σχέση μεταξύ της κοπέλας και του γαϊδάρου Πατρίκ, ενώ το γέλιο αγκομαχά ακόμη και με τις παρεξηγήσεις ή τα φαρσικά στοιχεία.

   Έτσι, όλα θα κυλήσουν σχετικά προβλεπόμενα, αν εξαιρέσουμε την αποκάλυψη που θα κάνει η γυναίκα του εραστή της, θα αναπτυχθούν τα κλισέ του είδους και η αδιαφορία θα γλαρώσει το μάτι του θεατή, που θα ξυπνήσει μόνο από τα γκαρίσματα του Πατρίκ.

   Η Λορ Καλαμί, που θα κερδίσει το Σεζάρ Α’ γυναικείου ρόλου, είναι πειστική ως μία εύθραυστη και συνάμα εύπιστη γυναίκα, λίγο πριν από την κρίση μέσης ηλικίας, αλλά μέχρις εκεί. Οι υπόλοιποι χαρακτήρες εντελώς αδιάφοροι, ενώ σαφώς τη συμπάθεια κερδίζει ο Πατρίκ, με το υπομονετικό βλέμμα του, για όσα βλέπει.

   ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Μήνες τώρα η Antoinette περιμένει το καλοκαίρι για μια ρομαντική εβδομάδα με τον εραστή της Vladimir. Τελευταία στιγμή εκείνος ακυρώνει: η γυναίκα του κανόνισε οικογενειακή εκδρομή στην οροσειρά Cévennes με γάιδαρο! Παρατημένη, η Antoinette αποφασίζει να ακολουθήσει κι αυτή το «μονοπάτι του Stevenson». Όταν φτάνει, πουθενά ο Vladimir, παρά μόνο κάποιος Patrick -ένας ανυπάκουος γάιδαρος- που θα τη συνοδεύσει στο περίεργο ταξίδι της…

      Προβάλλονται ακόμη οι ταινίες:

      Το Θολό Ποτάμι του Μπάασιμ. Συγκινητικό ντοκιμαντέρ ευαισθητοποίησης, ελληνικής παραγωγής 2020, σε σκηνοθεσία του Θωμά Σίδερη. Φιλμ που αποτελεί καταγραφή της πορείας δέκα χρόνων του ανήλικου Κούρδου πρόσφυγα από τη Συρία, Ραφίκ Ντάγοντ, που αναζητά τον αδελφό του Μπάασιμ μέχρι την Ουγγαρία, ακολουθώντας το βουβό και σπαρακτικό δρόμο των προσφύγων. Ο Ραφίκ θα διασχίσει εννέα χώρες, ανυπεράσπιστος, υπό την αυστηρή επιτήρηση αστυνομικών, στρατιωτικών και θερμικών καμερών, θα ζήσει τον εφιάλτη και ταυτόχρονα θα ενηλικιωθεί ανάμεσα στον ανθρώπινο πόνο και τη βαρβαρότητα.

      Η Γκαρσονιέρα (The Apartment). Η αθάνατη ρομαντική κωμωδία του Μπίλι Γουάιλντερ, με το αξεπέραστο πρωταγωνιστικό ζευγάρι Τζακ Λέμον και Σίρλεϊ ΜακΛέιν, να δίνουν τα ρέστα τους. Ο Γουάιλντερ, μαζί με τον έξοχο σεναριογράφο Ντάιμοντ, ένα χρόνο μετά το θρυλικό “Μερικοί το Προτιμούν Καυτό”, θα στήσουν μια ανεπανάληπτη κωμωδία, ασκώντας κριτική και στα όσα συμβαίνουν στα άδυτα των επιχειρήσεων και των μεγαλοστελεχών τους, που εκμεταλλεύονται τη θέση τους για ερωτικές περιπέτειες, αλλά και την εξασφάλιση μιας ανέξοδης γκαρσονιέρας. Η ταινία, που είχε κερδίσει το 1960 πέντε Όσκαρ (μεταξύ των οποίων Καλύτερης Ταινίας, Σκηνοθεσίας και Πρωτότυπου Σεναρίου), απ’ τα δέκα που προτάθηκε, προβάλλεται σε ολοκαίνουργιες ψηφιακές κόπιες. Ιδανικό για ένα ζεστό βραδάκι σε θερινό σινεμά, αλλά και μια χρυσή ευκαιρία για τους νεότερους να ανακαλύψουν τον μεγάλο κινηματογράφο.

Πηγή: ΑΠΕ/ΜΠΕ

Facebook Comments