Η Ελλάδα έχει κάνει σημαντικά βήματα προόδου παρά το πολύ δύσκολο διεθνές περιβάλλον το οποίο κυριαρχείται από το ενεργειακό και πληθωριστικό σοκ, με τους οίκους αξιολόγησης να αναμένεται να το αναγνωρίσουν, ωστόσο για να ανακτήσει η χώρα το ορόσημο της επενδυτικής βαθμίδας θα πρέπει να αποδείξει ότι έχει μπει σε έναν δρόμο βιώσιμης αναπτυξιακής πορείας.

Αυτή είναι η βασική επισήμανση των διεθνών αναλυτών, οι οποίοι κατά τα άλλα εμφανίζονται ολοένα και πιο αισιόδοξοι για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας φέτος, έπειτα από την αρχική διστακτικότητα που προκάλεσαν οι επιπτώσεις του ενεργειακού και πληθωριστικού  σοκ. Ωστόσο, το μήνυμα πως χωρίς ανάπτυξη διαρκείας, δεν θα έλθει η επενδυτική βαθμίδα, είναι κάτι που πρέπει να έχει καλά στο νου της η κυβέρνηση.

Αυτό το μήνυμα άλλωστε απηχεί και τις συστάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος στην Έκθεση για τη Νομισματική Πολιτική. Όπως τόνισε η ΤτΕ, βασική πρόκληση που καλείται να αντιμετωπίσει η οικονομική πολιτική, σε ένα δυσμενές διεθνές περιβάλλον είναι η διατήρησης της δυναμικής της ανάπτυξης καθώς πέρα από την ενίσχυση των μεσοπρόθεσμων προοπτικών, θα συμβάλλει και στην αναβάθμιση της Ελλάδας σε επενδυτική βαθμίδα, αυξάνοντας έτσι την ανθεκτικότητα της οικονομίας σε μελλοντικές εξωγενείς διαταραχές.

Σε αυτό το πλαίσιο,  κρίσιμη χαρακτηρίζεται η αξιοποίηση των πόρων από το μακροπρόθεσμο προϋπολογισμό της ΕΕ 2021-2027 και το Ταμείο Ανάκαμψης, καθώς έχει κομβικό ρόλο στην αντιμετώπιση της επενδυτικής αβεβαιότητας στο νέο περιβάλλον υψηλού πληθωρισμού και γεωπολιτικής αστάθειας. Τα επόμενα έτη τόσο οι δημόσιες όσο και οι ιδιωτικές επενδύσεις που θα υλοποιηθούν με ευρωπαϊκή χρηματοδότηση αναμένεται να συμβάλλουν καθοριστικά στην οικονομική ανάπτυξη και να ενισχύσουν το μακροπρόθεσμο παραγωγικό δυναμικό της οικονομίας.

Όπως επισημαίνει η UniCredit, τον Ιούνιο το Eurogroup αποδέχτηκε επίσημα τη σύσταση της Κομισιόν για την λήξη της ενισχυμένης οικονομικής εποπτείας της Ελλάδας, αναγνωρίζοντας ότι η χώρα έχει εκπληρώσει το μεγαλύτερο μέρος των πολιτικών της δεσμεύσεων. Η έξοδος από την ενισχυμένη εποπτεία, σε συνδυασμό με την πλήρη αποπληρωμή των δανείων του ΔΝΤ, φέρνουν ένα τέλος στην πολύ δύσκολη περίοδο για την Ελλάδα που ξεκίνησε το 2010. «Όλοι αυτοί οι παράγοντες θα θεωρηθούν ως πιστωτικά θετικά γεγονότα από τους οίκους αξιολόγησης. Ωστόσο, πιστεύουμε ότι μόνο μια βιώσιμη βελτίωση των προοπτικών ανάπτυξης της χώρας είναι πιθανό να οδηγήσει τους οίκους στην αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας στην επενδυτική βαθμίδα», τονίζει. Η UniCredit αναμένει πάντως ότι η ανάπτυξη στην Ελλάδα φέτος θα διαμορφωθεί στο 3,8% (από 3,3% που προέβλεπε πριν) και το 2023 στο 1,4%, ενώ ο πληθωρισμός θα κινηθεί στο 9,6% (από 6,2% πριν).

Ανάλογες είναι και οι επισημάνσεις της ING.  «Είναι περιττό να πούμε ότι η βελτίωση της μακροπρόθεσμης οικονομικής ανάπτυξης θα είναι ζωτικής σημασίας για τη βιωσιμότητα του χρέους τα επόμενα χρόνια. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο δημιουργήθηκε το Ταμείο Ανάκαμψης, με μια πιο γενναιόδωρη κατανομή κεφαλαίων για τις χώρες της Νότιας Ευρώπης», όπως τονίζει. «Η μάχη για τη βιωσιμότητα του χρέους θα κερδηθεί συνεπώς πιο πειστικά εάν εφαρμοστεί σωστά ο συνδυασμός μεταρρυθμίσεων και επενδύσεων, από τα οποία εξαρτώνται οι εκταμιεύσεις του Ταμείου Ανάκαμψης της ΕΕ», όπως προσθέτει.

Η ING πάντως δεν ανησυχήσει για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους βραχυπρόθεσμα καθώς, όπως τονίζει, ο συνδυασμός της μεγάλης διάρκειας λήξεων του χρέους, της αξιοπρεπούς ανάπτυξης και του υψηλού πληθωρισμού συμβάλλουν στην εξουδετέρωση του αυξητικού αντίκτυπου στο χρέος που προέρχεται από την απότομη αύξηση του κόστους δανεισμού και από τα πρωτογενή ελλείμματα, ακόμη και στις πιο χρεωμένες χώρες.

Όπως αναφέρει, η μέση διάρκεια λήξης του ελληνικού χρέους είναι τα 18,2 έτη, αντανακλώντας τον κυρίαρχο ρόλο των επίσημων δανείων. Μια σχετικά μεγάλη μέση διάρκεια είναι βασικός παράγοντας υπέρ της βιωσιμότητας του χρέους. Όσο μεγαλύτερη είναι η μέση διάρκεια, τόσο περισσότερος χρόνος θα χρειαστεί για να επηρεάσει ένα σοκ επιτοκίου ολόκληρο το απόθεμα του χρέους και, κατά συνέπεια, το μέσο κόστος του χρέους.

Και η ING ωστόσο προχώρησε σε σημαντική αναβάθμιση της εκτίμησής της για την ανάπτυξη στην Ελλάδα φέτος, προβλέποντας πως το ελληνικό ΑΕΠ θα αυξηθεί με ρυθμούς της τάξης του 4,2% φέτος, από 2,9% που προέβλεπε πριν.

Και οι οίκοι αξιολόγησης συμφωνούν πως η διατήρηση μακροπρόθεσμα του αναπτυξιακού μομέντουμ είναι κρίσιμη.  Ένας σημαντικός παράγοντας στις αξιολογήσεις της Fitch θα είναι ο τρόπος με τον οποίο η εγχώρια δημοσιονομική πολιτική προσαρμόζεται στο τρέχον νέο περιβάλλον, όπως έχει σημειώσει ο οίκος. Οι χώρες που στοχεύουν και επιτυγχάνουν δημοσιονομικά πρωτογενή πλεονάσματα είναι πολύ πιθανό να θέσουν το χρέος/ΑΕΠ σε πτωτική πορεία, κάτι που θα ήταν συνήθως ένας θετικός παράγοντας στην αξιολόγησή του.

Όπως έχει τονίσει η Fitch, η οικονομική ανάπτυξη παραμένει το κλειδί για τη στήριξη της θετικής δυναμικής του χρέους. Στο πλαίσιο του πολέμου της Ουκρανίας και της ενεργειακής κρίσης, η αποτελεσματική χρήση των κονδυλίων του Next Generation της Ε.Ε και η εφαρμογή σχεδίων ανάκαμψης και ανθεκτικότητας θα αποκτήσουν ολοένα μεγαλύτερη σημασία, ιδιαίτερα στις περιφερειακές χώρες υψηλού χρέους που είναι οι μεγαλύτεροι δικαιούχοι του NGEU.

Facebook Comments