Ο κ. Παν. Κωνσταντάκης περιέγραψε σήμερα, στην κατάθεσή του στη δίκη για το Μάτι, την κόλαση που έζησε η οικογένειά του αλλά και τις τραγικές συνθήκες υπό τις οποίες έχασε την 85χρονη μητέρα του το καλοκαίρι του 2018, όταν το Μάτι τυλίχτηκε στις φλόγες.
Όπως είπε, η ηλικιωμένη μητέρα του κάηκε ενώ σκόνταψε στις ρίζες ενός πεύκου και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας αναγκάστηκαν, προκειμένου να σώσουν τις ζωές τους, να την αφήσουν πίσω.
Ο κ. Κωνσταντάκης ο οποίος όταν ξέσπασε η πυρκαγιά βρίσκονταν στη Γλυφάδα στο γραφείο του, είπε αρχίζοντας την κατάθεσή του: «Άνοιξα την τηλεόραση και είδα τη Μαραθώνος να καίγεται, 50 μέτρα από το πατρικό μου σπίτι. Έχασα τη γη κάτω από τα πόδια μου. Επικοινώνησα γύρω στις 7:10 με τον γαμπρό μου και μου είπε ότι ο ίδιος μαζί με την αδελφή μου βρίσκονταν σε μια μικρή παραλία και ήταν καλά. Μέσα από το τηλέφωνο όμως άκουγα κραυγές και εκρήξεις. Άκουγα την αδελφή μου και καταλάβαινα ότι ήταν σε κατάσταση άσχημη. Ρώτησα για τα παιδιά και μου είπε ότι κατευθύνθηκαν προς άλλη κατεύθυνση. Ρώτησα για τη μητέρα μου. Μου απάντησε «δυστυχώς δεν τα κατάφερε».
Συνεχίζοντας ανέφερε: «Ξεκίνησαν να φύγουν από το σπίτι όταν έπεσε το ρεύμα γύρω στις 6: 20 το απόγευμα. Μπήκαν στο αυτοκίνητο να φύγουν λόγω της μητέρας μου, η οποία ήταν 85 ετών. Ξεκίνησαν να πάνε αριστερά προς Νέα Μάκρη. Είδαν ότι τα αυτοκίνητα τα διοχέτευαν μέσα στο Μάτι. Βλέποντας τα αυτοκίνητα να είναι μποτιλιαρισμένα η αδελφή μου έκανε δεξιά. Τα παιδιά της πήγαν αριστερά. Εκείνη τη στιγμή χωρίστηκε η οικογένεια. Ο γαμπρός μου πήγε με την αδελφή μου και τη μάνα μου. Κάποια στιγμή άφησαν το αυτοκίνητο σε μια πυλωτή και ξεκίνησαν από εκεί να πάνε προς τη παραλία για να σωθούν….
Περπάτησαν γύρω στα 150 μέτρα μέσα στον καπνό. Σε ένα σημείο υπήρχε ένα πεύκο μεγάλο και σε μια από τις ρίζες σκόνταψε η μητέρα μου. Η αδελφή μου προσπάθησε να την πάρει. Η φωτιά όμως την χτύπησε. Την έκαψε εκείνη τη στιγμή, είχε χάσει τις αισθήσεις της. Προσπαθούσαν να την κρατήσουν, αναγκάστηκαν τελικά να φύγουν για να σωθούν. Περπάτησαν αλλά 40 μέτρα. Κατέβηκαν σε μια παραλία και παρέμειναν εκεί μέχρι τις 12:30 το βράδυ, χωρίς να ασχοληθεί ποτέ κανείς μαζί τους. Δεν μπορούσαν ούτε να επικοινωνήσουν με τα παιδιά τους. Κατά τις 12:30 εμφανίστηκαν κάποιοι που μάλλον ήταν της Πυροσβεστικής. Άκουγαν τις φωνές και μπήκαν στη διαδικασία να κατέβουν στην παραλία. Ξεκίνησαν να τους ανεβάζουν επάνω θεωρώντας ότι δεν υπάρχει πια φωτιά. Κουτσούς, χτυπημένους, καμένους, όλους. Με τη σκάλα. Έγινε όμως κάποια αναζωπύρωση και τους κατέβασαν ξανά, κουτρουβαλώντας τους κάτω. Η παραλία αυτή είναι βραχώδης δεν είναι εύκολο να πεις κολυμπάω εκεί μέσα στο σκοτάδι. Μετά από κάποια ώρα τους ανέβασαν πάνω. Ερχόντουσαν σκάφη ιδιωτών ψαράδικα και τους μετέφεραν σε σκάφη του Λιμενικού. Δεν είχαν ιδέα καν πως πρέπει να πιάσεις έναν άνθρωπο που είναι καμένος. Σαν τα σακιά τους πέταγαν πάνω».
Ακολούθως, ο μάρτυρας ανέφερε στο δικαστήριο πως η μητέρα του ήταν νεκρή γύρω στις 7:00 εκείνο το μοιραίο απόγευμα. «Εγώ 7:10 έμαθα ότι είχαμε νεκρό, ήταν η μητέρα μου και πολλοί άλλοι, όπως πληροφορήθηκα. Από τις 6:30 μέχρι τις 7:30 πρέπει να είχε τουλάχιστον δέκα νεκρούς…. Μετά τεστ DNA για να δούμε που είναι η σορός…. Εύχομαι να μη βιώσει ποτέ κανείς αυτό που βιώσαμε. Να είμαστε στο νεκροτομείο και να μυρίζουμε τη μυρωδιά της σαπίλας και του καμένου, για να ακούσουμε μετά ότι όλα έγιναν τέλεια, αυτό ήταν το καταπληκτικό. Εύχομαι ποτέ κανείς να μη το βιώσει αυτό. Να νιώθεις αβοήθητος και να μην ξέρεις αν στα επόμενε πέντε μέτρα θα καείς ή όχι».
Κατά τη διάρκεια της κατάθεσης του ο μάρτυρας αναφέρθηκε στα όσα έμαθε μετά για τον τρόπο που οι αρμόδιοι διαχειρίστηκαν την καταστροφική πυρκαγιά. «Όλοι προσπαθήσαμε να μάθουμε τι έγινε, μετά την κορυφαία βραδιά με το θέατρο σκιών που παίξανε κάποιοι στις πλάτες μας. Μας δούλευαν και γελάγανε σε βάρος μας. Μπήκαμε στη διαδικασία μόνοι μας να μάθουμε. Μίλησα με κάποιους παλιούς και έμπειρους από την Πυροσβεστική. Μου έδωσαν κάποιες πληροφορίες τις οποίες τις βρήκα μετά στα χαρτιά της δικογραφίας. Εκείνη την ημέρα είχε φωτιά στην Κινέττα, πήγαν όλοι εκεί και άφησαν γυμνή την υπόλοιπη Αττική», είπε χαρακτηριστικά ο μάρτυρας και συνέχισε: «Να υπάρχει καπνός στο Νταού Πεντέλης και να μην υπάρχει ένα μέσο να ανακόψει τη φωτιά, ένα Σινούκ με τέτοιους ανέμους που τους ξέρανε από την προηγούμενη. Δεν σηκώθηκε μέσο να εκτιμήσει το κίνδυνο, ξέρω πολύ καλά τι λέω. Είμαι από πέντε ετών παιδί στο Μάτι. Πάντα καταλαβαίναμε από τα αεροπλάνα ότι υπάρχει φωτιά στη περιοχή και ξέραμε πάντα ότι η φωτιά δε περνάει τη Μαραθώνος γιατί τα πτητικά μέσα φρόντιζαν να μην περάσει. Ένα ρημάδι Σινούκ δε μπορούσε να σηκωθεί να κόψει τη φωτιά; Να κατευθύνει πέντε υδροφόρες του δήμου; Ο κόσμος έμεινε απροστάτευτος χωρίς καμία ενημέρωση.
Παραπληροφορούμενος από ανθρώπους που είχαν ευθύνη να τους βοηθήσουν για να αποφύγουν το μοιραίο. Το καταπληκτικό είναι ότι ο κ. δήμαρχος Ραφήνας μίλησε σε τηλεοπτικό σταθμό και είπε ότι η φωτιά πήγαινε προς τα βόρεια και ότι δεν υπήρχε κίνδυνος για το Μάτι. Δεν υπάρχει ζήτημα εκκένωσης, δήλωσε. Στις 5: 15 έλεγε ότι η φωτιά πήγε προς το Διόνυσο ενώ πήγαινε προς την Καλλιτεχνούπολη. Πείτε μου εσείς, ακούς το Δήμαρχο να λέει αυτά, δεν ακούς πυροσβεστικά, σειρήνες και πιθανολογείς ότι ο καπνός είναι από την Κινέττα, θα σηκωνόσασταν να φύγετε; …Αλλά κατά τ’ άλλα όλα δούλεψαν σωστά. Αυτό και το «να σου δώσω δυο χιλιάρικα αλλά τι να τα κάνεις», δε θα τα ξεχάσω ποτέ. Μας το είπε ο πρωθυπουργός της χώρας. Έχω κάνει τρομερή υπομονή για να μπορέσω να βρεθώ μπροστά σας…..».
Πηγή: omadaalithias.gr
Facebook Comments