Αν δεν αυξήσει δραστικά τα εισιτήρια ούτε το επικό «Avatar: The Way of Water» του Τζέιμς Κάμερον, που κάνει απόψε πρεμιέρα, μαζί με άλλες οχτώ ταινίες, τότε το πρόβλημα με την κινηματογραφική ψυχαγωγία είναι πολύ σοβαρότερο απ’ όσο νομίζουν ιθύνοντες και μη. Έτσι, έπειτα από έναν άσχημο εισπρακτικά μήνα, στα όρια της θλίψης, μπαίνοντας πια στη χριστουγεννιάτικη περίοδο, το κινηματογραφικό κύκλωμα ελπίζει σε μία ανάκαμψη. Προς αυτή την κατεύθυνση και αρκετές από τις υπόλοιπες καινούργιες ταινίες, που έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, αν και κουβαλούν τα φεστιβαλικά τους χαρακτηριστικά. Ξεχωρίζουν το δράμα «Νυχτερινοί Επισκέπτες» με την Σαρλότ Γκενσμπούρ, το καυστικό «Ραμπιγιέ Κουρνάζ Εναντίον Τζορτζ Μπους», ενώ για όσους αντέχουν τέσσερις ώρες κινηματογραφικού κολάζ υπάρχει και το εξαιρετικό ντοκιμαντέρ «Ιστορία(ες) του Σινεμά», μια ωδή στην 7η Τέχνη, διά χειρός Γκοντάρ.
Avatar: The Way of Water
Περιπέτεια φαντασίας, αμερικάνικης παραγωγής του 2022, σε σκηνοθεσία Τζέιμς Κάμερον, με τους Ζόι Σαλντάνα, Σαμ Γουόρθινγκτον, Σιγκούρνι Γουίβερ, Κέιτ Γουίνσλετ, Στίβεν Λανγκ κα.
Η επιστροφή στον πλανήτη Πανδώρα για το πολυαναμενόμενο πρώτο, από τα πέντε, συνολικά, σίκουελ της επιτυχίας του Τζέιμς Κάμερον, παραμένει ένα εκτυφλωτικό, επικό υπερθέαμα, μία εντυπωσιακή υπερπαραγωγή τριών ωρών, που δικαιολογεί σχεδόν κάθε δολάριο που έχει δαπανηθεί. Φυσικά για μία ακόμη φορά τα ειδικά σπέσιαλ εφέ είναι αυτά που κυριαρχούν – η δουλειά που έχει γίνει με το υδάτινο στοιχείο είναι ανεπανάληπτη – εντάσσοντας τον θεατή μέσα σε έναν μαγικό πλανήτη, που δεν έχει σχέση με τίποτα άλλο.
Ο Κάμερον του «Τιτανικού» και του «Εξολοθρευτή», για όσους το έχουν ξεχάσει, μαζί με τους εξπέρ συνεργάτες του, για μια ακόμη φορά, προσπαθεί να ξεπεράσει τον εαυτό του, παραδίδοντας μία περιπέτεια φαντασίας, με ρομαντικά στοιχεία, τα γνώριμα οικολογικά και αντιπολεμικά μηνύματα, αν και έχει μετατοπιστεί, σε κάποιο βαθμό, από την καταδίκη του μιλιταρισμού της πρώτης ταινίας. Κάτι που δεν είναι άσχετο με τα επίκαιρα γεωπολιτικά γεγονότα, αν και σχεδόν πάντα το Χόλιγουντ, ειδικότερα στα υψηλά κλιμάκια, συντονίζεται με τα «πρέπει» και «θέλω» της αμερικάνικης πολιτικής. Ωστόσο, αυτός που παίρνει ξεχωριστό ρόλο στο στόρι είναι ο θεσμός της οικογένειας που είναι «το φρούριο» στο σύμπαν του ήρωα. Του Τζέικ Σάλι, που αφήνει μαζί με την οικογένειά του το σπίτι του, ταξιδεύουν μέχρι τα πέρατα του πλανήτη Πανδώρα για να βρουν καταφύγιο σε μια φυλή που ζει αρμονικά στον ωκεανό. Και θα πρέπει να συνεργαστεί με τον στρατό του Ναβί για να προστατέψει τον πλανήτη από μια απειλή από το παρελθόν.
Ο Κάμερον, έχοντας δίπλα του τον μόνιμο συνεργάτη του στη διεύθυνση φωτογραφίας Ράσελ Κάρπεντερ (Όσκαρ Φωτογραφίας για τον «Τιτανικό») κι ένα επιτελείο από μάστορες των ειδικών εφέ, του μοντάζ και της καλλιτεχνικής διεύθυνσης, θα καταφέρει να δώσει ώθηση σε ένα σχεδόν απλοϊκό όσο και ευρείας κατανάλωσης θέμα, ακολουθώντας όλες τις συνταγές που έχει επιβάλλει ο ίδιος στο είδος, κρύβοντας και ορισμένες απαραίτητες εκπλήξεις. Ωστόσο, ο βασικός του στόχος παραμένει το συναρπαστικό υπερθέαμα, η συγκίνηση, η οποία αποτελεί πάντα και το βασικό ζητούμενο κάθε ταινίας.
Μπορεί όμως η ψηφιακή συγκίνηση να είναι το ίδιο αποτελεσματική και να έχει διάρκεια, με εκείνη των προηγούμενων χρόνων; Το ερώτημα θα απαντηθεί στο πέρασμα του χρόνου, όταν θα καθίσει η ψηφιακή σκόνη, ο αρχικός ενθουσιασμός, ο εντυπωσιασμός.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Ο Τζέικ Σάλι ζει με την νέα του οικογένεια στον πλανήτη Πανδώρα, όταν μία απειλή από το παρελθόν επιστρέφει για να αποτελειώσει ό,τι ξεκίνησε κάποτε. Ο Τζέικ τώρα πρέπει να συνεργαστεί με τον στρατό του Ναβί για να αντιμετωπίσουν τον εχθρό και να προστατέψουν τον πλανήτη τους.
Νυχτερινοί Επισκέπτες
(“Les Passagers de la Nuit”) Δραματική ταινία, γαλλικής παραγωγής 2022, σε σκηνοθεσία Μικαέλ Ερς, με τους Σαρλότ Γκενσμπούρ, Νοέ Αμπιτά, Εμανουέλ Μπεάρ κα.
Μια τρυφερή νοσταλγική ματιά στη Γαλλία του 1981, όταν ακόμη υπήρχε διάχυτη η αισιοδοξία ότι μπορεί κάτι να βελτιωθεί, που χωρούσαν ακόμη οι οραματιστές ή ακόμη και αυτοί που εκ των υστέρων ονομάστηκαν ουτοπιστές. Και βεβαίως μια ταινία για την ευαίσθητη γυναικεία φύση, ένα έργο χαρακτήρων, στο οποίο πρωτοστατεί η Σαρλότ Γκενσμπούρ, που διαθέτει την αύρα ενός γοητευτικού παρελθόντος, ως κόρη της Τζέιν Μπίργκιν και του Σερζ Γκενσμπούρ.
Το φιλμ του Μικαέλ Ερς («Αμάντα»), που διαγωνίστηκε στο φεστιβάλ Βερολίνου, δεν αναπολεί αλλά υπενθυμίζει όλα αυτά τα χαρακτηριστικά που έκαναν το Παρίσι, τη Γαλλία και την Ευρώπη ελκυστική, μέσα από μία συνηθισμένη χαμηλόφωνη ιστορία μιας γυναίκας που δεν μπορεί να χαρεί τον αέρα αλλαγής που φέρνει η νίκη του Φρανσουά Μιτεράν στις εκλογές, καθώς πρέπει να αντιμετωπίσει τα προσωπικά της προβλήματα και πρωτίστως την εγκατάλειψη του συζύγου της.
Γυρισμένη τα παγωμένα πρωϊνά και τα υγρά βράδια του Παρισιού, δένοντας τα συναισθήματα των χαρακτήρων με το περιβάλλον, το φιλμ μας βάζει σε μια οικεία χρονοκάψουλα, καθώς τα μικρά και τα ασήμαντα, μια κίνηση, μια ματιά, μια αγκαλιά, μεταμορφώνονται σε κάτι ιδιαιτέρως μεγαλύτερο, σε κάτι ανθρώπινο, που τόσο μας λείπει σήμερα.
Όμως, ορισμένες φορές τα προτερήματα μεταμορφώνονται και σε εμπόδια στη δραματουργία, καθώς η επανάληψη όλων αυτών των ανθρώπινων στιγμών, των προσωπικών δραμάτων, αποδυναμώνουν ως ένα σημείο τη συγκίνηση, αλλά και τη βαθύτερη υπαρξιακή αγωνία σε ένα ρευστό κόσμο.
Η Σαρλότ Γκενσμπούρ, μπορεί να μην έχει την κρυστάλλινη ομορφιά της μητέρας της, έχει όμως εκείνο το πάθος, τη λάμψη στα μάτια, την απαραίτητη παιδεία που αναδίδει ευαισθησία και δύναμη. Δίπλα της μια νέα φουρνιά ανερχόμενων Γαλλων ηθοποιών, αλλά και η πάντα ελκυστική Εμανουέλ Μπεάρ.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Γαλλία, 1981, την ιστορική βραδιά της εκλογικής νίκης του Φρανσουά Μιτεράν. Ο κόσμος ξεχύνεται στους δρόμους πανηγυρίζοντας, καθώς πνέει ένας άνεμος αλλαγής και ελπίδας. Η Ελιζαμπέτ, όμως, δεν μπορεί να συμμεριστεί το κλίμα χαράς και ευφορίας. Ο γάμος της έχει λήξει άδοξα και πρέπει να βρει τρόπο να συντηρήσει μόνη της τα δύο της παιδιά. Η δουλειά που πιάνει σε μια νυχτερινή ραδιοφωνική εκπομπή, αλλά και η γνωριμία της με μια βασανισμένη έφηβη, την οποία προσκαλεί να μείνει με την οικογένειά της, θα αλλάξουν σταδιακά την οπτική και τη στάση της.
Ραμπιγιέ Κουρνάζ Εναντίον Τζορτζ Μπους
(“Rabiye Kurnaz vs. George W. Bush”) Δραματική κομεντί, γερμανικής και γαλλικής παραγωγής του 2022, σε σκηνοθεσία Αντρέας Ντρέσεν, με τους Μελτέμ Καπτάν, Αλεξάντερ Σιρ, Τσάρλι Χούμπνερ, Μεχμέτ Γιλμάζ, Σεβντά Πολάτ κα.
Ποια είναι η Ραμπιγιέ Κουρνάζ – για τον Τζορτζ Μπους κάτι, όχι και τόσο ευχάριστο, έχουν ακούσει όλοι -του παράξενου τίτλου αυτής της καυστικής, πολιτικής κομεντί, που υπογράφει ο έμπειρος Αντρέας Ντρέσεν; Είναι μια μεσήλικη απλή γυναίκα, Γερμανίδα, με καταγωγή από την Τουρκία, μια μητέρα που ζει στη Βρέμη και λίγο μετά την 11η Σεπτεμβρίου ανακαλύπτει ότι ο γιος της, που βρέθηκε στο Καράτσι, θα μεταφερθεί στη διαβόητη φυλακή του Γκουαντάναμο, από τους πρώτους κρατούμενους που κατηγορήθηκαν για τρομοκρατία. Μια γυναίκα που θα μεταμορφωθεί σε μία ατρόμητη μάνα, που θα μπει σε μία άνιση δικαστική μάχη για να ξαναδεί τον γιο της και να εξασφαλίσει τα βασικά του ανθρώπινα δικαιώματα, καταθέτοντας μήνυση εναντίον του τότε προέδρου των ΗΠΑ.
Μια ιστορία, βασισμένη σε αληθινά γεγονότα, που ο Ντρέσεν θα χειριστεί, εν αντιθέσει με το βαρύ θέμα της, με κωμική διάθεση, αποφεύγοντας τους μελοδραματισμούς και τις σοβαροφανείς καταγγελτικές ρητορείες.
Μια ταινία που απευθύνεται στο ευρύ κοινό, η οποία μέσα από τους δυο κεντρικούς χαρακτήρες της, της μάνας και του αλτρουιστή δικηγόρου, που αναλαμβάνει την υπόθεση, θα φωτίσει την ζοφερή υπόθεση του Γκουαντάναμο, των κρατούμενων με αβάσιμες κατηγορίες, που βασανίστηκαν απάνθρωπα και υπενθυμίζοντας ότι μετά από 20 χρόνια συνεχίζουν να κρατούνται στο διαβόητο κολαστήριο 39 άνθρωποι, περιμένοντας να δικαστούν.
Η χημεία των δυο πρωταγωνιστών, της συμπαθέστατης και ταπεραμεντόζας Μελτέμ Καπτάν και του άνετου και πολύπειρου, στο ρόλο του δικηγόρου, Αλεξάντερ Σιρ, εξαιρετική, καθώς φτιάχνουν ένα απολαυστικό και στις σωστές δώσεις, κωμικό δίδυμο. Ειδικά όταν ο δικηγόρος ξεναγεί τη μητέρα σε συνηθισμένους κοινωνικούς χώρους, για τους Δυτικούς, αλλά άγνωστους προς αυτήν.
Η ταινία βραβεύτηκε στην 72η Μπερλινάλε με το βραβείο σεναρίου και γυναικείας ερμηνείας για την Καπτάν.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Ο γιος μιας τουρκικής καταγωγής γυναίκας, βρίσκεται φυλακισμένος στο Γκουαντάναμο. Τότε, η ιδιοσυγκρασιακή μητέρα του αποφασίζει να βάλει τα δυνατά της για να τον απελευθερώσει, αδιαφορώντας για το κόστος, έχοντας στο πλευρό της έναν πιστό δικηγόρο ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Delicieux: Το Πρώτο Εστιατόριο
(“Delicieux”) Ιστορικό δράμα, γαλλικής παραγωγής του 2021, σε σκηνοθεσία Ερίκ Μπεσνάρ, με τους Γκρέγκορι Γκαντεμπουά, Ιζαμπέλ Καρέ, Μπέντζαμιν Λαβερνέ, Λορέντζο Λαφέμπρ κα.
Μια γευστικότατη ιστορική κομεντί από τον Γάλλο σκηνοθέτη Ερίκ Μπεσνάρ, η χώρα του οποίου φημίζεται για το καλό φαγητό της, την ευχαρίστηση του τραπεζιού και της προετοιμασίας του, την ευζωία. Και βεβαίως για τη διάθεση των δημιουργών να παίζουν με τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα, όπως αυτό της γαλλικής Επανάστασης, θέλοντας να θυμίσουν τις ιδέες και τις αξίες που χάθηκαν στο πέρασμα του χρόνου.
Ανάλαφρη ταινία εποχής, γυρισμένη στην γαλλική εξοχή και εξαιρετικές ερμηνείες – ιδίως από τον πληθωρικό πρωταγωνιστή Γκρέγκορι Γκαντεμπουά.
Ένας ικανότατος μάγειρας, που δουλεύει στην αυλή ενός αριστοκράτη, θα απολυθεί όταν προσφέρει, σε ένα δείπνο, ένα πιάτο, στο οποίο πρωταγωνιστεί η ταπεινή πατάτα. Θα το πάρει βαρέως και θα αποσυρθεί σε ένα εξοχικό πανδοχείο, όπου μέχρι εκείνη την εποχή σέρβιραν μόνο ό,τι έβραζαν στο καζάνι, καθώς η υψηλή γαστρονομία αποτελούσε προνόμιο μόνο των αριστοκρατών. Όταν μια γυναίκα, που κρύβει ένα μυστικό, θα τον επισκεφτεί, για να την εκπαιδεύσει, θα επανέλθει η αγάπη του για τη μαγειρική και θα ανοίξουν το πρώτο εστιατόριο, ενώ η Γαλλία βρίσκεται στα πρόθυρα της επανάστασης του 1789.
Παρότι ιστορικά ο Μπεσνάρ κάνει ένα μικρό άλμα, καθώς το πρώτο εστιατόριο στη Γαλλία άνοιξε το 1782, θα καταφέρει να αναδείξει το λόγο που οι ταπεινοί ξεσηκώθηκαν και σήκωσαν ανάστημα, απλώς σηκώνοντας το κεφάλι και εμπιστευόμενοι τις δυνάμεις τους, απέναντι στους αριστοκράτες, παρουσιάζοντάς τους σαν πολύχρωμες φούσκες, που για να σκάσουν ήθελαν απλώς ένα τσίμπημα. Επιπλέον, το μυστήριο που κρύβει η γυναίκα που θα ενεργοποιήσει τον μάγειρα, μπορεί να μην ανεβάζει ιδιαιτέρως το σασπένς, όπως θα ήθελε ο Μπεσνάρ, αλλά σίγουρα δίνει ακόμη έναν τόνο ενδιαφέροντος στην εξέλιξη της ταινίας.
Με τρεις λέξεις: Καλογυρισμένο, εύπεπτο και κυρίως νόστιμο.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Στη Γαλλία του 1789, όταν ο μάγειρας Μανσερόν σερβίρει ένα μη εγκεκριμένο πιάτο δικής του εμπνεύσεως σε ένα δείπνο, που παραθέτει ο Δούκας του Σαμφόρ, απολύεται. Ο πληγωμένος Μανσερόν απαρνιέται το πάθος του και αποσύρεται σε ένα περιφερειακό πανδοχείο. Όταν καταφτάνει μια μυστηριώδης γυναίκα και προτείνει να γίνει μαθητευόμενή του, δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για τη δημιουργία του πρώτου εστιατορίου.
Χειροπαλαιστής
Δραματοποιημένο ντοκιμανέρ, ελληνικής παραγωγής του 2022, σε σκηνοθεσία Γιώργου Γούση, με τους Πάνο Γούση, Στεφανία Καλομοίρη κα.
Μία ταινία από καρδιάς του Γιώργου Γούση, αποτελεί αυτό το ιδιότυπο σίκουελ ντοκιμαντέρ – λαμβάνοντας διαστάσεις δραματοποιημένου ντοκιμαντέρ. Ο Γούσης, επεκτείνει για περίπου μια ώρα το μικρού μήκους ομότιτλο ντοκιμαντέρ του 2020, που βραβεύτηκε στα Ίρις. Τον γνωστό κομίστα Γιώργο Γούση, τον γνωρίσαμε ως κινηματογραφιστή πέρσι με τα συμπαθέστατα «Μαγνητικά Πεδία», που γύρισε ανάμεσα στα γυρίσματα του ντοκιμαντέρ, για τον χειροπαλαιστή αδελφό του Πάνο και στην μετεξέλιξή του σε μεγάλη μήκους ταινία, προεκτείνοντας περαιτέρω και το ενδιαφέρον του θεατή.
Η αρχική ιδέα, αφορά το πορτρέτο του αδελφού του σκηνοθέτη, Πάνου, ο οποίος, προσπαθώντας να βάλει σε μία τάξη την ζωή του, θα γίνει κομμάτι μιας επαρχιακής κοινωνίας, σε ένα ορεινό χωριό, διατηρώντας ένα καφενείο, θα νιώσει εγκλωβισμένος και θα επιστρέψει στην Αθήνα, για να ανοίξει ένα κατάστημα εστίασης. Οι δυσκολίες της πόλης, η βιοπάλη, ο έρωτας, αλλά και η αγάπη του για τη χειροπάλη (μπρα ντε φερ), με τις ατελείωτες ώρες προπόνησης, γεμίζουν τον χρόνο του, αλλά όχι και τη ζωή του.
Οι ασυνήθιστες όσο και μαγνητικής δύναμης εικόνες, η καθημερινότητα ενός νέου βιοπαλαιστή, η ενδοσκόπηση και οι αντιφάσεις της, οι αγωνίες του για ένα αβέβαιο μέλλον, γίνονται ο καμβάς στον οποίο ξεδιπλώνει ο Γούσης την απλή ιστορία του, αναδεικνύοντας τα σημερινά αδιέξοδα, την απογοήτευση για έναν κόσμο τοξικό, που μπορεί να ανατραπεί μόνο με πίστη στην πάλη. Μία διαρκής πάλη, που έχει και ήττες και νίκες.
Ο Γούσης ισορροπεί με δεξιοτεχνία πάνω στο τεντωμένο σκοινί μιας τετριμμένης ιστορίας, στην απελπισία και την αισιοδοξία, αλλά ταυτόχρονα στο δράμα και στο ντοκιμαντέρ τεκμηρίωσης και διαχειρίζεται αφοπλιστικά τη λαϊκή αυθεντικότητα του ήρωά του, χωρίς να την αλλοιώνει η ποιητική διάθεση του σκηνοθέτη.
Η εμφανής φτωχή παραγωγή, οι περιορισμένες δυνατότητες, δεν εμπόδισαν τον εξαίρετο φωτογράφο Γιώργο Κουτσαλιάρη να κάνει με το παραπάνω τη δουλειά του, όπως και ο Γούσης που αποδεικνύει ότι όταν έχεις ψυχή και ιδέες, αγάπη για αυτό που κάνεις, ο κινηματογράφος δεν έχει ανάγκη τα κεφάλαια και τις απαιτήσεις, τις προϋποθέσεις των χρηματοδοτών.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ.. Ο Παναγιώτης, ένας χειροπαλαιστής που ζει στην επαρχία, δεν αντέχει άλλο τη νοοτροπία της μικρής κοινωνίας και μετακομίζει στην Αθήνα για να κυνηγήσει τα όνειρά του και να ασχοληθεί πιο επαγγελματικά με το άθλημα της χειροπάλης. Εκεί, οι επιλογές του θα τον φέρουν αντιμέτωπο σ’ έναν αγώνα «μπρα ντε φερ» με τον πιο δύσκολο αντίπαλό του: τον εαυτό του.
Ιστορία(ες) του Σινεμά
(“Histoire(s) du Cinéma”) Ντοκιμαντέρ, γαλλικής και ελβετικής παραγωγής του 1988, σε σκηνοθεσία Ζαν Λικ Γκοντάρ.
Ο Ζαν Λικ Γκοντάρ, που χάσαμε πριν από περίπου ένα χρόνο, ήταν από τους κινηματογραφικούς δημιουργούς που ζούσε, μέχρι τα βαθιά του γεράματα, για τον κινηματογράφο.
Για μια δεκαετία, ο δημιουργός των «Με Κομμένη την Ανάσα», «Η Περιφρόνηση», έφτιαξε μία από τις σημαντικότερες ωδές στο σινεμά, ένα έργο ζωής, διάρκειας 266 πολύτιμων λεπτών, χωρισμένο σε οκτώ επεισόδια και τέσσερα κεφάλαια.
Ένα μνημειώδες φιλμ, γυρισμένο σε βίντεο, που μπορεί να περιγραφεί ως μία διαδοχή εικόνων, φράσεων, πρωτότυπου υλικού, από σκηνές ταινιών, επικαίρων. Ένα κολάζ εικόνων, που μαγεύουν τον θεατή και ταυτόχρονα, ο δημιουργός μοιράζεται σκέψεις πάνω στη ζωή, τον πόλεμο, τον έρωτα.
Ο Γκοντάρ πετυχαίνει να ενώσει την ιστορία του σινεμά με την ιστορία του 20ου αιώνα, χωρίς να χάνει στιγμή τη γνώριμη πολιτική του σκέψη, τη φιλοσοφική του στάση απέναντι στο κοινωνικό γίγνεσθαι και βεβαίως, την ποιητική του διάθεση.
Για δέκα χρόνια ο «Πάπας της Νουβέλ Βαγκ» δούλευε χωμένος μέσα σε εικόνες πάνω από μια μουβιόλα παραδίδοντας ένα σινεφιλικό ντοκιμαντέρ και για άλλους ένα δοκίμιο.
Μιλά για την ιστορία τού σινεμά και ταυτόχρονα για τις ιστορίες του, σμίγοντας το ασυνείδητο με τη μνήμη, τις σκέψεις του με τα αισθήματα που του προκαλούν οι εικόνες. Ο Γκοντάρ, εμφανίζεται στην αρχή στο γραφείο του να πληκτρολογεί σε μια γραφομηχανή, συνδέοντας την αφήγηση με τα βιώματά του, τα γεγονότα που σημάδεψαν τον κινηματογράφο, ενώ είναι φανερή και η αγωνία του για το μέλλον του σινεμά, την κατηφόρα που πήρε.
Ο Γκοντάρ, όπως και στην τελευταία του ταινία, ένα πολιτικό μανιφέστο, ένα «κατηγορώ» κατά της Δύσης, χρησιμοποιεί διαφορετικές και εναλλακτικές τεχνικές, με πιο χαρακτηριστική εκείνη της διπλοτυπίας, Όμως, αυτά είναι λεπτομέρειες για τον Γκοντάρ, που θέλει να μεταφέρει τη μνήμη του σε όλους εμάς, όχι απλώς εξηγώντας την ιστορία, αλλά κυρίως βλέποντας το σινεμά με την έμπειρη και ενθουσιώδη ματιά ενός ανθρώπου που πάνω απ’ όλα, λατρεύει τον κινηματογράφο.
Προβάλλονται ακόμη οι ταινίες:
Zombi Child
Αξιόλογο φιλμ από τον όχι και τόσο συμβατικό Μπερτράν Μπονελό, που συνδυάζει το φανταστικό με τον τρόμο και το δράμα, τη μαύρη μαγεία με τον ψυχισμό των καλοαναθρεμμένων μαθητριών ενός έγκριτου παρισινού σχολείου. Το γαλλικής παραγωγής (2019) φιλμ, που έκανε την πρεμιέρα του στις Κάννες, έχει το δικό του ενδιαφέρον, αποφεύγοντας τα κλισέ και τις συνηθισμένες συνταγές, ενώ πρωταγωνιστούν οι Λουίζ Λαμπέκ, Βισλάντα Λουιμάτ, Παλόμα Βοτιέ κα.
Μήδεια
Ελληνικής παραγωγής του 2022, κινηματογραφική διασκευή του κλασικού αρχαίου δράματος του Ευριπίδη, από τον Δημήτρη Αθανίτη. Η ενδιαφέρουσα προσαρμογή του Έλληνα σκηνοθέτη, μπορεί να μην απευθύνεται στο ευρύ κοινό, αλλά έχει αρκετά προτερήματα. Η αξιοπρόσεκτη ασπρόμαυρη φωτογραφία είναι του Γιάννη Φώτου, ενώ παίζουν οι Αλεξάνδρα Καζάζου, Μάρκος Παπαδοκωνσταντάκης, Κώστας Καζανάς, Λευτέρης Τσάτσης κα.
Το Πολικό Εξπρές
(“The Polar Express”) Το γιορτινό animation, που γύρισε το 2004, με μία πρωτοποριακή τεχνική ο βραβευμένος με Όσκαρ Ρόμπερτ Ζεμέκις, ξεκινά και πάλι τα δρομολόγιά του. Ο Ζεμέκις, για να αποτυπώσει πιστά την αισθητική του παιδικού βιβλίου του Κρις Βαν Όλσμπεργκ και την εικονογράφησή του, θα χρησιμοποιήσει την τεχνική της ψηφιακής κινηματογράφησης των κινήσεων των ηθοποιών και στη συνέχεια τους «μεταμόρφωσε» σε κινούμενα σχέδια. Ανάμεσα σε αυτούς τους ηθοποιούς και ο Τομ Χανκς, που κρατά τον ρόλο του ελεγκτή του φανταστικού τρένου. Το στόρι θέλει ένα αγόρι, που δεν είναι σίγουρο για την ύπαρξη του Άι Βασίλη, να επιβιβάζεται στο μαγικό Πολικό Εξπρές και ταξιδεύει την παραμονή των Χριστουγέννων μέχρι τη χώρα του ήρωα όλων των παιδιών. Η ταινία προβάλλεται μεταγλωττισμένη στα ελληνικά με τις φωνές των Κώστα Αποστολίδη, Πέτρο Δαμουλή, Λουκά Φραγκούλη, Άρη Αντωνόπουλο κα.
Πηγή: ΑΠΕ/ΜΠΕ
Facebook Comments