Μετά από μια δεκαετία αντιμετώπισης παλαιότερων ζητημάτων ποιότητας των περιουσιακών τους στοιχείων, τα αποτελέσματα του 2022 μαρτυρούν ότι τα τραπεζικά συστήματα της Ελλάδας και της Κύπρου έχουν φτάσει σε ένα σημείο καμπής όσον αφορά την πορεία επιστροφής τους στην κανονικότητα, επισημαίνει η S&P Global Ratings σε έκθεσή της για τις ελληνικές και τις κυπριακές τράπεζες.
Η S&P σημειώνει ότι από τα μέσα της δεκαετίας του 2010 οι ελληνικές τράπεζες έχουν προχωρήσει σε σημαντική αναδιάρθρωση του κόστους στο πλαίσιο εξορθολογισμού των εργασιών τους. Όπως σημειώνει, κατάφεραν με επιτυχία να αναδιαρθρώσουν τις δραστηριότητές τους μέσω κινήσεων κόστους και αποδοτικότητας αλλά και πωλήσεων μη βασικών περιουσιακών τους στοιχείων, γεγονός που οδήγησε τον δείκτη κόστος προς έσοδα των τραπεζών να βελτιώθει και να διαμορφωθεί κοντά ή κάτω του 40%. Κάτι που τις καθιστά μεταξύ των τραπεζών με τις καλύτερες αποδόσεις στην Ευρώπη. Οι κυπριακές τράπεζες έχουν μείνει πίσω, ωστόσο, με τον δείκτη κόστος προς έσοδα πιθανότατα να παραμένει ελαφρώς υψηλότερα του 60% την περίοδο 2023-2024.
Ο οίκος εκτιμά ότι οι αυξήσεις των επιτοκίων θα διευκολύνει περαιτέρω την ανάκαμψη της κερδοφορίας των τραπεζών και των δύο χωρών. Όπως σημειώνει η αύξηση των επιτοκίων ενίσχυσε την κερδοφορία τους το 2022 και θα συνεχίσει να στηρίζει τα κέρδη τους και το 2023, μετά από χρόνια ζημιών.
Η S&P αναμένει περαιτέρω ενίσχυση της κερδοφορίας λόγω των χαμηλότερων προβλέψεων για αθετήσεις δανείων και την αναπροσαρμογή προς τα πάνω των επιτοκίων των δανείων, αλλά και τη συνεχιζόμενη εστίαση των τραπεζών στον έλεγχο των λειτουργικών τους δαπανών.
Επιπλέον, αναμένει διεύρυνση των χαρτοφυλακίων εξυπηρετούμενων δανείων κατά 3%-4% την περίοδο 2023-2024 στην Ελλάδα και κατά 2% στην Κύπρο, κυρίως λόγω της ώθησης από την αναμενόμενη αξιοποίηση των κονδυλίων στήριξης της ΕΕ, μετά από χρόνια αρνητικού ρυθμού χορήγησης δανείων, ως απόρροια των σημαντικών πωλήσεων χαρτοφυλακίων μη εξυπηρετούμενων δανείων. Τούτου λεχθέντος, ο οίκος σημειώνει ότι οι μακροοικονομικές αβεβαιότητας δημιουργούν υψηλούς πιθανούς αρνητικούς κινδύνους.
Στην ανάλυση του ο οίκος σημειώνει ότι όπως και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, οι αυξήσεις των επιτοκίων θα οδηγήσουν σε υψηλότερο κόστος χρηματοδότησης, ωστόσο οι τράπεζες θα επωφεληθούν από ισχυρότερα προφίλ χρηματοδότησης σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια και από τις περιορισμένες ανάγκες χρηματοδότησης στη χονδρική.
Αναφέρει ακόμα ότι η απομόχλευση και η εξυγίανση του συστήματος τα τελευταία χρόνια έχουν μειώσει σημαντικά τις πιέσεις χρηματοδότησης. Ο δείκτης δανείων προς βασικές καταθέσεις πελατών βελτιώθηκε στο 65%-70% στο τέλος του 2022 από το υψηλό του 174% το 2015 για την Ελλάδα και 185% το 2013 για την Κύπρο.
Κατά το 2022, οι εγχώριες καταθέσεις πελατών αυξήθηκαν κατά 4,5% στην Ελλάδα και 3,5% στην Κύπρο. Ο ανταγωνισμός μεταξύ των τραπεζών για την προσέλκυση ή τη διατήρηση καταθέσεων αναμένεται να είναι περιορισμένος και να οδηγήσει σε διαχειρίσιμη αύξηση του κόστους χρηματοδότησης, αναφέρει.
Οι οίκος σημειώνει παράλληλα ότι χαλαρώνουν πλέον οι ανησυχίες για τις θέσεις ρευστότητας των τραπεζών μετά την πληρωμή μεγάλων TLTRO (στοχευμένων πράξεων πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης).
Ειδικότερα, όσον αφορά τις ελληνικές τράπεζες, ο οίκος προχώρησε σε αναβάθμιση των αξιολογήσεών του.
Πιο αναλυτικά, για την Alpha Bank αναβάθμισε τη μακροπρόθεσμη πιστοληπτική ικανότητα σε “ΒΒ-” από “Β+”, επιβεβαιώνοντας το “Β” για τη βραχυπρόθεσμη πιστοληπτική ικανότητα της τράπεζας και διατηρώντας “σταθερές” τις προοπτικές της.
Όσον αφορά τη Eurobank, αναβάθμισε επίσης τη μακροπόθεσμη πιστοληπτική αξιολόγηση στο “ΒΒ-” από “Β+”, επιβεβαιώνοντας το “Β” για τη βραχυπρόθεσμη, με “θετικές” προοπτικές.
Τέλος, για την Τράπεζα Πειραιώς αναβάθμισε η μακροπρόθεσμη πιστοληπτική της ικανότητας στο “Β+” από “Β”, διατηρώντας τη βραχυπρόθεσμη αξιολόγηση στο “Β”, με “θετικές” προοπτικές.
Facebook Comments