Η πολυαναμενόμενη και αμφιλεγόμενη κωμωδία επιστημονικής φαντασίας «Asteroid City» του εκκεντρικού δημιουργού Γουές Άντερσον, βρίσκεται ανάμεσα στις εννέα ταινίες που βγαίνουν απόψε στους κινηματογράφους.
Η θετική έκπληξη της εβδομάδας ακούει στον τίτλο «Μυστικός Πράκτορας», ένα ντοκιμαντέρ μυθοπλασίας από τη Χιλή, ενώ σίγουρα θα κλέψουν την καρδιά των σινεφίλ οι δυο αριστουργηματικές επανεκδόσεις «Σκοτεινοί Δολοφόνοι», με Μπαρτ Λάνκαστερ και Τόνι Κέρτις και «Ό,τι μου Αρνήθηκαν οι Άνθρωποι» του Βιτόριο ντε Σίκα.
Asteroid City. Κωμωδία επιστημονικής φαντασίας, αμερικανικής παραγωγής του 2023, σε σκηνοθεσία Γουές Άντερσον, με τους Τζέισον Σβάρτζμαν, Σκάρλετ Γιόχανσον, Τομ Χανκς, Τίλντα Σουίντον, Μπράιαν Κράνστον, Έντουαρντ Νόρτον, Άντριεν Μπρόντι, Στιβ Καρέλ, Ματ Ντίλον, Μάργκο Ρόμπι Τζεφ Γκόλντμπλουμ κ.ά.
Δύο χρόνια έπειτα από την ιδιαιτέρως αξιόλογη «Γαλλική Αποστολή», ο ξεχωριστός Γουές Άντερσον, έχοντας επιβάλλει ένα δικό του κινηματογραφικό σύμπαν, επιστρέφει με μία δικής του κοπής κωμωδία επιστημονικής φαντασίας, που έκανε πρεμιέρα στο τελευταίο Φεστιβάλ των Καννών. Αποδεικνύοντας, για ακόμη μια φορά, το περίσσιο ταλέντο του, τις εξαιρετικές τεχνικές του γνώσεις και ταυτόχρονα την αντιφατικότητά του, ο Άντερσον περιφρονεί τις αρχές τής αφήγησης και της ουσίας πίσω από το υπέροχο περιτύλιγμα των ταινιών του. Σαν μια ιδιοφυΐα που έχει μάστερ, αλλά έχει χάσει τις πρώτες τάξεις του δημοτικού.
Ουδείς μπορεί να αμφισβητήσει την εικαστική του αρτιότητα, αλλά όταν μπαίνουμε στη βάση της ταινίας του, την αφήγηση, με τα πολλαπλά επίπεδά της, που διαχέονται δίχως όρια και κάνοντας το έτσι κι αλλιώς μπερδεμένο στόρι ακατανόητο, τότε υπάρχει πρόβλημα. Πόσο δε μάλλον όταν φαίνεται ότι το φιλμ δεν προσεγγίζει ούτε στιγμή τον πυρήνα αυτής της προσωπικής του συναισθηματικής κατάθεσης, που φαντάζει απρόσιτη για τον θεατή.
Ο Άντερσον αυτή τη φορά μας μεταφέρει σε μια έρημο της Αμερικής στην δεκαετία του 1950 και της ατομικής βόμβας, όπου για μερικές μέρες κάποιοι άνθρωποι θα χρειαστεί να παραμείνουν σε καραντίνα, για λόγους εθνικής ασφάλειας. Μια ζώνη αποκλεισμένη που μοιάζει με τηλεοπτικές παραγωγές της εποχής και δεν είναι τυχαίο ότι παρεμβάλλονται σκηνές παρουσιαστών της τηλεόρασης
Ένα χαοτικό σενάριο, μία εξαιρετική κινηματογράφηση, όπου κυριαρχούν τα παστέλ χρώματα, με πλάνα που συνεπαίρνουν και ταυτόχρονα απλώνουν το εκλεπτυσμένο χάος, μία εκκεντρική εγκεφαλική ιστορία, με την οποία είναι μάλλον αδύνατο να επικοινωνήσεις, να μπεις έστω και μια φορά σοβαρά στην υπόθεση. Μία ιστορία, που θέλει να σατιρίσει την εποχή του Ψυχρού Πολέμου και της φοβίας των Αμερικανών για τους εξωγήινους, αλλά και οτιδήποτε μπορεί να χαλάσει τον «αμερικάνικο τρόπο ζωής». Μια ιστορία αναιμική, χωρίς δυνατά θεμέλια, αλλά ταυτόχρονα ένας στιλιστικός θρίαμβος, μια ταινία που τα γεωμετρικά ντεκόρ κλέβουν την παράσταση, για ακόμη μια φορά, αποσπασματικές εικόνες -ελαφρώς ξεθωριασμένες μαγικές καρτ ποστάλ- απίστευτης καλλιτεχνικής φαντασίας και δημιουργίας, που συμβάλλουν τελικά μόνο στο εξωτερικό περίβλημα.
Όπως συνήθως, έτσι και στον Αστεροειδή του, παρελαύνουν διάσημοι ηθοποιοί, από Σκάρλετ Γιόχανσον και Τομ Χανκς, μέχρι Έντριαν Μπρόντι και Ματ Ντίλον, αλλά αυτός που φαίνεται ότι παίρνει στα σοβαρά τον ρόλο του και πασχίζει να μεταφέρει το όποιο μήνυμα της ταινίας είναι ο Τζέισον Σβάρτσμαν.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Το 1955 σε μια απομακρυσμένη μικρή αμερικανική πόλη που βρίσκεται καταμεσής μιας ερήμου, πρόκειται να διεξαχθεί ένα συνέδριο παρατηρητών των άστρων. Ένας χήρος εγκλωβίζεται στην πόλη μαζί με τα τέσσερα παιδιά του, εκλιπαρώντας τον πεθερό του να τους σώσει. Ωστόσο, όσο βρίσκεται εκεί αναπτύσσει μια σχέση με μια διάσημη ηθοποιό και τον γιο της. Τα πράγματα περιπλέκονται όταν ξαφνικά ένα ΑΤΙΑ και ένας εξωγήινος φτάνουν στην πόλη και η αμερικανική κυβέρνηση βάζει την πόλη σε καραντίνα.
Mediterraneo: Ο Νόμος της Θάλασσας (Mediterraneo: The Law of the Sea). Βιογραφική δραματική ταινία, ισπανικής και ελληνικής παραγωγής του 2021, σε σκηνοθεσία Μαρσέλ Μπαρένα, με τους Έντουαρντ Φερνάντεζ, Ντάνι Ροβίτα, Άννα Καστίγιο, Γιώτα Φέστα, Στάθη Σταμουλακάτο κ.ά.
Το σπαρακτικό δράμα των προσφύγων, στην περίοδο της κορύφωσής του το 2015, με τα τραγικά γεγονότα της Μυτιλήνης, μέσα από τις πραγματικές εμπειρίες ενός εθελοντή και ιδρυτή μίας ΜΚΟ, του Ισπανού Όσκαρ Καμπς. Μια ταινία, ελληνοϊσπανικής συμπαραγωγής, που τιμήθηκε με τρία βραβεία Γκόγια.
Η δύναμη μίας φωτογραφίας, εκείνης του μικρού Σύριου Άλαν Κούρντι, που το σωματάκι του ξεβράστηκε νεκρό σε παραλία της Λέσβου, θα αφυπνίσει εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον κόσμο για το προσφυγικό δράμα και ανάμεσά τους και τον Όσκαρ Καμπς, έναν Καταλανό επιχειρηματία-ναυαγοσώστη, που θα τα παρατήσει όλα και θα σπεύσει στη Μυτιλήνη για να βοηθήσει όπως μπορεί, μαζί με έναν συνεργάτη του. Εκεί θα ανακαλύψει μια αδιανόητη πραγματικότητα, με χιλιάδες ανθρώπους να θαλασσοπνίγονται για να περάσουν στην Ευρώπη.
Βασισμένη στα πραγματικά γεγονότα που έζησε ο Καμπς, η ταινία του Μαρσέλ Μπαρένα («100 Μέτρα») προσπαθεί να αφυπνίσει, να ξυπνήσει το αίσθημα της αλληλεγγύης, να ταρακουνήσει τις κυβερνήσεις.
Κάτι που καταφέρνει σε έναν βαθμό, με συνταρακτικές σκηνές από παραλίες γεμάτες από μισοπνιγμένους, άδεια σωσίβια και νεκρούς, αλλά η ταινία έχει και αδυναμίες τόσο στη δραματουργία της όσο και στους χαρακτήρες. Παρά τις καλές προθέσεις, ο Μπαρένα χάνει την ισορροπία μεταξύ μιας ταινίας αφύπνισης κι ενός οικογενειακού δράματος. Ο ήρωάς του εξιδανικεύεται και οι πρόσφυγες χρησιμοποιούνται ως φόντο στην ιστορία, σαν άψυχες φιγούρες δίπλα στον πληθωρικό πρωταγωνιστή.
Ωστόσο, η ταινία παραμένει μία υπενθύμιση ενός παγκόσμιου τραγικού ζητήματος -η πρόσφατη περίπτωση της Πύλου ενδεικτική- ενός δράματος που δεν δείχνει να έχει τελειωμό, όσο συνεχίζονται οι πόλεμοι, οι συγκρούσεις, η πείνα, η εκμετάλλευση ανθρώπων και η Δύση αρνείται να κοιτάξει βαθύτερα στις τεράστιες ευθύνες της.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Φθινόπωρο του 2015. Δύο Ισπανοί ναυαγοσώστες ταξιδεύουν στη Λέσβο λίγο αφού είδαν τη συγκλονιστική φωτογραφία ενός μικρού αγοριού που πνίγηκε στη Μεσόγειο. Καταφθάνουν εκεί για να ανακαλύψουν μια αδιανόητη πραγματικότητα: χιλιάδες άνθρωποι διακινδυνεύουν τη ζωή τους καθημερινά προσπαθώντας να διασχίσουν τη θάλασσα, θέλοντας να ξεφύγουν από τον πόλεμο. Αυτό, όμως, που τους προξενεί την πιο αλγεινή εντύπωση είναι ότι κανείς δεν προβαίνει σε καμία διάσωση.
Ντετέκτιβ Μάρλοου (Marlowe). Περιπέτεια μυστηρίου, αμερικανικής παραγωγής του 2022, σε σκηνοθεσία Νιλ Τζόρνταν, με τους Λίαμ Νισον, Νταϊάν Κρούγκερ, Τζέσικα Λανγκ, Άλαν Κάμινγκ, Ντάνι Χιούστον κ.ά.
Δύο Ιρλανδοί, συνομήλικοι, που έχουν ξανασυνεργαστεί κατά το παρελθόν, στο δυνατό «Μάικλ Κόλινς», συναντούνται και πάλι στα πλατό, για ένα υποσχόμενο νεο-νουάρ, που παραπέμπει στα έργα του Ρέιμοντ Τσάντλερ και καταφέρνουν να τα κάνουν όλα λάθος, να παραδώσουν τελικώς μία από τις πλέον βαρετές ταινίες της χρονιάς.
Ο Λίαμ Νίσον, που συνεχίζει την κατηφορική του πορεία ακάθεκτος, στην 100η ταινία του, υποδυόμενος αυτή τη φορά τον ντετέκτιβ Μάρλοου, έχει για σκηνοθέτη τον καταξιωμένο Νιλ Τζόρνταν, στην πιο κακή σκηνοθετική του στιγμή, να κάνει αγγαρεία, παραδομένο στο κάκιστο μοντάζ και το ασυνάρτητο σενάριο.
Ο ιδιωτικός ντετέκτιβ Φίλιπ Μάρλοου, προσλαμβάνεται από μία λαμπερή πλούσια κληρονόμο για να βρει τον νεαρό εραστή της, σε μία φαινομενικά απλή υπόθεση αλλά μπλέκεται στα άδυτα της κινηματογραφικής βιομηχανίας του Χόλιγουντ.
Το σενάριο, που βασίζεται σε μυθιστόρημα που έγραψε το 2014 ο Μπέντζαμιν Μπλακ, αποτελεί ένα από τα βασικά προβλήματα της ταινίας, μίας προσπάθειας αναβίωσης του φιλμ νουάρ, καθώς αμέσως μετά την εναρκτήρια σεκάνς, δείχνει εντελώς ασυνάρτητο, παραγεμισμένο με αδιάφορες υποΐστορίες και φανερά ότι είναι αδύνατο να κρατήσει το ενδιαφέρον του θεατή. Περισσότερο μοιάζει με αποτυχημένη απομίμηση άλλων ταινιών της-νουάρ, παρά για ζωντάνεμα της είδους και παρότι η υπόθεση τοποθετείται στη νοσταλγική εποχή της δεκαετίας του ’30.
Από ένα σημείο και μετά μοιάζει αδύνατο να παρακολουθήσεις την υπόθεση, που φλυαρεί ασκόπως και εξελίσσεται σε φάρσα, παρά της σινεφιλικές αναφορές του Τζόρνταν. Επιπλέον, οι χαρακτήρες είναι εκνευριστικά ψεύτικοι, εκτός τόπου και χρόνου, ενώ οι ερμηνείες θυμίζουν κακοπαιγμένο θέατρο, μια παρωδία του δοξασμένου κινηματογραφικού είδους, στην οποία συμμετέχουν ως καρικατούρες «φαμ φατάλ» οι Τζέσικα Λανγκ και Νταϊάν Κρούγκερ.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Μία μυστηριώδης πλούσια γυναίκα αναθέτει στον ντετέκτιβ Μάρλοου την αναζήτηση του πρώην εραστή της. Σύντομα ο Μάρλοου θα διαπιστώσει ότι αυτή η υπόθεση ρουτίνας είναι πιο περίπλοκη από όσο περίμενε.
Το Χρονικό Ενός Εφήμερου Έρωτα (Chronique d’ une Liaison Passagere). Αισθηματική κομεντί, γαλλικής παραγωγής του 2022, σε σκηνοθεσία Εμανουέλ Μουρέ, με τους Βενσάν Μακέν, Σαντρίν Κιμπερλέν, Τζόρτζια Σκαλιέ κ.ά.
Ο Εμανουέλ Μουρέ, βρίσκεται ξανά στο οικείο για αυτόν είδος της αισθηματικής κομεντί και αν και λιγότερο ανάλαφρος διατηρεί την ειρωνική του ματιά και την επιρροή του από τον Ρομέρ, ίσως και ο βασικός λόγος για να προβληθεί το φιλμ στο περσινό Φεστιβάλ των Καννών.
Με τη γνώριμη φλυαρία του να έχει μειωθεί ελαφρώς, ο Μουρέ θα στήσει μία καλοκουρδισμένη ρομαντική κομεντί εντελώς διαφορετικών χαρακτήρων και καλυμμένων συναισθημάτων, αλλά πάντα με μία αναλυτική αφήγηση, που προκαλεί χάσματα και ορισμένες φορές μία εξεζητημένη απόσταση από τους ήρωές του και την κεντρική του ιδέα, τους ανεξερεύνητους μηχανισμούς του έρωτα.
Μια ανύπαντρη και νευρωτική μητέρα και ένας παντρεμένος, που δεν έχει απατήσει ποτέ τη γυναίκα του, γίνονται εραστές. Βλέπονται περιστασιακά για να μην ερωτευτούν, γνωρίζοντας ότι η σχέση τους δεν μπορεί να έχει μέλλον.
Σε είκοσι επεισόδια, που θα κρατήσουν πάνω από έξι μήνες, περιγράφονται οι συναντήσεις του παράνομου ζευγαριού, ενώ ο Μουρέ τις περισσότερες φορές πετυχαίνει να διεισδύσει με χιούμορ στα ερωτικά παιχνίδια, τη δύναμη της αγάπης και της συντροφικότητας, απογυμνώνοντας τους χαρακτήρες του, αλλά όχι και το ζητούμενο, που είναι η ανάγκη της ανθρώπινης επαφής, ενός κόσμου μαθαίνει να ζει με την αποξένωση.
Μια ταινία που θα ήθελε να είναι πικάντικη, να ελκύει με τους διαλόγους της, αλλά που περιορίζει το ενδιαφέρον της στον πλούτο των συναισθημάτων του πρωταγωνιστικού ζεύγους, τα οποία εξυπηρετούν ικανοποιητικά η Κιμπερλέν και ο Μακέν.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Μια ανύπαντρη μητέρα και ένας παντρεμένος άντρας γίνονται εραστές. Έχουν δεσμευτεί να βλέπονται μόνο περιστασιακά και να μην αφεθούν να ερωτευτούν ο ένας τον άλλον, γνωρίζοντας πολύ καλά ότι η σχέση τους δεν έχει μέλλον. Ωστόσο, εκπλήσσονται όλο και περισσότερο από τη σύμπνοια, την καλή συνύπαρξή τους.
Μαθήματα Αποπλάνησης (No Hard Feelings). Κωμωδία, αμερικανικής παραγωγής του 2023, σε σκηνοθεσία Τζιν Στουπνίτσκι, με τους Τζένιφερ Λόρενς, Άντριου Φέλντμαν, Μάθιου Μπρόντερικ, Ναταλί Μοράλες κ.ά.
Ταινία μοιρασμένη άνισα και διστακτικά, μεταξύ κωμωδίας ενηλικίωσης και σεξοκωμωδίας, αλλά γυρισμένη με νεύρο από τον Τζιν Στουπνίτσκι («Good boys») και σε παραγωγή της πρωταγωνίστριας Τζένιφερ Λόρενς.
Η διασκεδαστική ως ένα σημείο ταινία, είναι περισσότερο μια επιδερμική κωμωδία ενηλικίωσης και μία κεκαλυμμένη σεξοκωμωδία, που απευθύνεται κυρίως στο ευρύ αμερικανικό κοινό. Έχει ορισμένα αστεία γκαγκς, σκηνές που βγάζουν γέλιο, αλλά και μία ροπή προς τη χοντροκομμένη φάρσα, απευθυνόμενη στο πολύ νεανικό κοινό.
Η ιστορία διαδραματίζεται στη Νέα Υόρκη, με τη Μάντι, μια κοπέλα που εργάζεται ως οδηγός και βρίσκεται σε οικονομικό αδιέξοδο, χάνει το αυτοκίνητό της και αποφασίζει να δοκιμάσει σε κάτι εντελώς διαφορετικό, όταν απαντά σε μία «γκρίζα» αγγελία, στην οποία πλούσιοι υπερπροστατευτικοί γονείς ψάχνουν μία γυναίκα που θα «κάνει άντρα» τον 19χρονο μπέμπη τους.
Η Λόρενς, που δεν διστάζει να δοκιμάζει σε διαφορετικά είδη, είναι η ξελογιάστρα, ο ντροπαλός γιος ο ανερχόμενος Άντριου Φέλντμαν και ο πατέρας του ο γραφικός Μάθιου Μπρόντερικ.
Ο σκηνοθέτης, τσαλαβουτά τόσο στην ιταλική σεξοκωμωδία όσο και στην αμερικάνικη χοντροκομμένη φάρσα, κάπου καταφέρνει να μας πιτσιλίσει με κάποια αστεία, αλλά τις περισσότερες φορές γλιστράει στα εύκολα κλισέ, τις μούτες, στην υπερβολή και σε σχηματικούς χαρακτήρες.
Το κυριότερο, όμως, η ταινία του, πάσχει από την έλλειψη τολμηρότητας, που πρέπει να διαθέτει αυτή η υβριδική κωμωδία και το μόνο που απομένει σε σχέση με τις απολαυστικές ιταλικές σεξοκωμωδίες είναι η αντιστροφή των κύριων ρόλων, καθώς η γυναίκα είναι αυτή που έχει τον πρώτο λόγο και τα κουμάντα και όχι ο άντρας. Αλλά ακόμη και αυτή η επιλογή είναι προσχηματική και αρκούντως αδιάφορη.
Η Τζένιφερ Λόρενς δεν είναι με τίποτα Σοφία Λόρεν, αλλά έχει τις καλές της στιγμές, ο Άντριου Φέλντμαν δείχνει ότι γνωρίζει τον αυτοσχεδιασμό και την κωμωδία.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Στα πρόθυρα της χρεοκοπίας, η Μάντι ψάχνει τρόπους να καλύψει το χρέος και ανακαλύπτει μια παράξενη, πλην προσοδοφόρα αγγελία: πλούσιοι υπερπροστατευτικοί γονείς αναζητούν κάποια να βγει ραντεβού με τον ντροπαλό και εσωστρεφή 19χρονο γιο τους, τον Πέρσι, προτού εκείνος φύγει για σπουδές.
Μυστικός πράκτορας (El Αgente Τopo). Ντοκιμαντέρ, χιλιανής και διεθνούς συμπαραγωγής του 2020, σε σκηνοθεσία Μάιτε Αλμπέρτι, με τον Σέρχιο Χάμι.
Από τα καλύτερα ντοκιμαντέρ μυθοπλασίας των τελευταίων ετών, που ήταν και υποψήφιο για Όσκαρ Καλύτερης Διεθνούς Ταινίας για τη Χιλή, βγαίνει με τρία χρόνια καθυστέρηση στους κινηματογράφους. Μία έκπληξη, για την αφηγηματική της ικανότητα, τον ευρηματικό και χιουμοριστικό τρόπο προσέγγισης ενός σοβαρού θέματος, όπως είναι ο στοχασμός για τα γηρατειά, τη μοναξιά και τη συμπόνια.
Η έμπειρη ντοκιμαντερίστρια Μάιτε Αλμπέρτι, βάζοντας μπροστά την καρδιά της και τις καλύτερες των προθέσεων, θα στήσει ένα φιλμ, που θα μπορούσε με ελάχιστες τροποποιήσεις να είναι μία θαυμάσια κωμωδία εγκλήματος, Ένας 83χρονος που αρνείται ψυχολογικά να δεχθεί τα γεράματα, θα προσληφθεί ως μυστικός πράκτορας από έναν ντετέκτιβ για να μπει σε ένα γηροκομείο σαν τρόφιμος και να συλλέξει πληροφορίες που αφορούν μία ηλικιωμένη, που πιθανώς έχει πέσει θύμα κακοποίησης και κλοπής.
Το ανάλαφρο και σπιρτόζικο σενάριο, μας βάζει από την αρχή στο κλίμα της ταινίας, φιλοτεχνεί το πορτρέτο του κεντρικού ήρωα και με μία εξαιρετική αφηγητική ικανότητα, η Αλμπέρτι μας βάζει στο γηροκομείο και τους τροφίμους του, τους οποίους ούτε για μια στιγμή δεν τους αντιμετωπίζει ως γραφικούς και συμπαθείς γέρους ή κωμικές φιγούρες, αλλά ως πραγματικούς ανθρώπους, με τα προβλήματά τους και την υποχρέωσή τους να συμβιώσουν στις συνθήκες ενός γηροκομείου, που μάλλον αγνοούμε.
Με αφοπλιστική ειλικρίνεια η σκηνοθέτις μαζί με τη συναισθηματική μεταστροφή του 83χρονου, όταν αρχίζει να έρχεται κοντά στους τρόφιμους του γηροκομείου, βάζει και τον θεατή εντός του προβλήματος, που δεν είναι άλλο από τα γηρατειά, την αξιοπρέπεια μπροστά στο τέλος της ζωής. Και το κάνει υπέροχα, συγκινητικά, τεκμηριωμένα, έχοντας τον θαυμάσιο Σέρχιο Χάμι ως οδηγό σε ένα ταξίδι για το φυσικό τέλος της ανθρώπινης πορείας.
Ακόμη προβάλλονται οι ταινίες:
Σκοτεινοί Δολοφόνοι (Sweet Smell of Success). Αριστουργηματικό δράμα, γυρισμένο το 1957 από τον Αλεξάντερ Μακέντρικ, με τον Τόνι Κέρτις και τον Μπαρτ Λάνκαστερ, του οποίου η εταιρεία ανέλαβε και την παραγωγή. Θαυμάσιο σενάριο, βασισμένο σε διήγημα του Έρνεστ Λέμαν, που σκιαγραφεί αριστοτεχνικά τους δυο βασικούς χαρακτήρες και τα παρασκήνια στο χώρο του θεάματος και της δημοσιογραφίας. Ο Λάνκαστερ είναι ο πανίσχυρος Νεοϋορκέζος αρθρογράφος που χειραγωγεί την κοινή γνώμη και τους ανθρώπους του θεάματος και κάνει ό,τι μπορεί για να μην παντρευτεί η αδελφή του έναν μουσικό της τζαζ, ενώ ο Κέρτις είναι ένας νεαρός φιλόδοξος ατζέντης, ένας αριβίστας που θέλει να καταξιωθεί με κάθε κόστος στο θεατρικό χώρο, να κατακτήσει το «αμερικάνικο όνειρο». Πανέμορφη ταινία, η οποία δεν άρεσε αρχικά στο κοινό της εποχής, λόγω της απαισιοδοξίας της, καθώς το τέλος βρίσκει τους δυο πρωταγωνιστές τσακισμένους, ο πρώτος κάτω από το βάρος των φιλοδοξιών του και ο δεύτερος ανακαλύπτοντας το κακό που κάνει θέλοντας να χειραγωγεί τους πάντες. Και οι δυο τους ξέπνοοι σε έναν κόσμο που συνεχίζει να κινείται το ίδιο αμοραλιστικά, καθώς ο Τύπος ψάχνει αδιατάραχτος την είδηση που θα «πουλήσει» και τους ανθρώπους του θεάματος έτοιμους για κάθε ηθική και καλλιτεχνική παραχώρηση προκειμένου να κάνουν ακόμη μία επιτυχία. Τρομερός ο Λάνκαστερ, ενώ ο Τόνι Κέρτις για πρώτη φορά δείχνει ότι μπορεί να συνταράξει και σε ένα δραματικό σκοτεινό ρόλο.
Ό,τι μου Αρνήθηκαν οι Άνθρωποι (Umberto D.). Από τις κορυφαίες στιγμές του ιταλικού νεορεαλισμού, από τον πατέρα του είδους Βιτόριο ντε Σίκα. Τέσσερα χρόνια έπειτα από το ανεπανάληπτο αριστούργημα «Κλέφτης Ποδηλάτων», ο ντε Σίκα θα παραδώσει το 1952 ένα τρυφερό ανθρώπινο, συγκλονιστικό πορτρέτο, ενός γηραιού φτωχού συνταξιούχου, που έχει για μοναδική συντροφιά ένα σκυλάκι και κινδυνεύει με έξωση. Ο Βιτόριο ντε Σίκα περιγράφει τις δυσκολίες της ζωής στη μεταπολεμική Ιταλία, μία χώρα ηττημένη, κατακερματισμένη, χωρίς καμία μέριμνα για τους ανήμπορους, κοιτώντας μόνο την επιφάνεια, τον στόχο του «οικονομικού θαύματος». Με ανατριχιαστική απλότητα, σπαρακτικά, αναδεικνύει την απελπισία, την περιθωριοποίηση, τη μελαγχολία, αλλά και το μεγαλείο της ανθρωπιάς, ενώ ταυτόχρονα σχολιάζει, με τον δικό του, μοναδικό τρόπο, την αγριότητα των εποχών που θα ακολουθήσουν. Το σενάριο του μέγιστου Τσέζαρε Τζαβατίνι ήταν υποψήφιο για Όσκαρ, ενώ τον βασικό ρόλο κρατά έξοχα ο ερασιτέχνης ηθοποιός Κάρλο Μπατίστι.
Καθαγιασμός (Consecration). Ατμοσφαιρική ταινία τρόμου, βρετανικής και αμερικανικής παραγωγής του 2022, γυρισμένη με φόντο τα άγρια Χάιλαντς. Μετά τον ύποπτο θάνατο του ιερέα αδελφού της σε ένα μοναστήρι στη Σκωτία, μια πετυχημένη οφθαλμίατρος στο Λονδίνο θα μεταβεί εκεί, αρνούμενη ότι πρόκειται για αυτοκτονία, για να αποκαλύψει φόνους, ιεροσυλίες και σκοτεινά μυστικά. Η σκηνοθεσία είναι του Κρίστοφερ Σμιθ και παίζουν οι Τζένα Μαλόουν, Ντάνι Χιούστον, Τζάνετ Σούζμαν κ.ά.
Πηγή: ΑΠΕ/ΜΠΕ
Facebook Comments