Το ότι η κυβέρνηση Τσίπρα-Καμμένου δεν θα εξαντλούσε την εντολή της 25ης Ιανουαρίου μετά την πρωτοφανών διαστάσεων ιστορική κολοτούμπα του Γ΄ Μνημονίου ήταν προφανές ακόμη και σε πρωτοετή φοιτητή πολιτικών επιστημών. Ο κ.Τσίπρας που απομάκρυνε κατόπιν ευρωπαϊκής εντολής τον showman Varoufakis και τους πλέον ακραίους ακροαεριστερούς δραχμιστές που συνασπίζονται στη ΛΑΕ του κ.Λαφαζάνη γνώριζε ότι δεν θα μπορούσε να συνεχίζει να κυβερνά στηριζόμενος στις “λόγχες” της φιλοευρωπαϊκής αντιπολίτευσης. Γνώριζε παράλληλα ότι περίπου το ήμισυ και πλέον της κομματικής ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ και συγκεκριμένα 108 από τα 201 μέλη της Κεντρικής Επιτροπής -όπως έδειξε και το ψήφισμα της 14ης Ιουλίου- ήταν εναντίον της επιλογής Τσίπρα να συμβιβασθεί με την Ευρώπη.

Για εβδομάδες μετά τον υποχρεωτικό ανασχηματισμό της 17ης Ιουλίου ο κ.Τσίπρας έπαιζε το παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι με τους Λαφαζανιστές και τις άλλες νεο-κομμουνιστικές συνιστώσες του κόμματός του προσπαθώντας να μην χρεωθεί αυτός το κόστος της αναπόφευκτης πρώτης -αλλά πιθανότατα όχι τελευταίας- διάσπασης του ΣΥΡΙΖΑ. Μετά βίας μπόρεσε να περάσει την πρότασή του για συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ με ανοικτές λίστες εντός του Σεπτεμβρίου έτσι ώστε να ανατραπεί η προηγούμενη αντι-μνημονιακή πλειοψηφία των συνέδρων-εκλογέων της Κεντρικής Επιτροπής. Όταν κατάλαβε περί τα τέλη Ιουλίου ότι μια τέτοια διαδικασία θα μπορούσε να καταλήξει σε ένα σώμα εκλεκτόρων ακόμη πιο αντι-μνημονιακό από εκείνο του τελευταίου συνεδρίου συνειδητοποίησε ότι το ρίσκο ήταν μεγάλο. Μια νέα Κεντρική Επιτροπή ίσως να ήταν ακόμη πιο αντι-μνημονιακή και αυτό μπορούσε υπό προϋποθέσεις να απειλήσει ακόμη και την πολιτική του ηγεμονία στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ.

Οι κινηματικές δυνάμεις που ο ίδιος εξέθρεψε μέσω του απονενοημένου δημοψηφίσματος της 5ης Ιουλίου θα μπορούσαν κάλλιστα να επικρατήσουν στις εσωκομματικές εκλογικές διαδικασίες επηρεάζοντας άμεσα και τις ισορροπίες εντός της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ. Με ποιό τρόπο θα μπορούσε να ξεφύγει από την παγίδα που για άλλη μια φορά είχε βάλλει ο ίδιος στον εαυτό του την ώρα που σφυροκοπείτο από τους Λαφαζάνη-Κωνσταντοπούλου-Βαρουφάκη; Ποιά λύση θα μπορούσε να υπάρξει που θα ανέκοπτε την ενδυνάμωση των αντιμνημονιακών ανταρτών του, θα χαλύβδωνε τη θέση του στο τιμόνι του ΣΥΡΙΖΑ, και θα συσπείρωνε ένα κόμμα που ακόμη και μετά τη συμφωνία της 12ης Ιουλίου εξακολουθούσε να προηγείται της Ν.Δ. με σχεδόν δηψήφια ποσοστά; Ο ίδιος γνώριζε ότι η επερχόμενη ύφεση του τελευταίου τριμήνου και τα εμπροσθοβαρή δημοσιονομικά μέτρα του ΄Γ Μνημονίου που θα εφαρμοσθούν από τον Οκτώβριο θα δημιουργούσαν ένα δηλητηριώδες για τον ίδιο κλίμα που απλώς θα πολλαπλασίαζε την επιρροή της Αριστερής Πλατφόρας και των λοιπών νεο-κομμουιστικών πτερύγων της “λερναίας ύδρας” που αποκαλείται ΣΥΡΙΖΑ.

Η λύση-κλειδί ήταν προφανώς οι πρόωρες εκλογές τις οποίες ο κ.Τσίπρας νόμιζε ότι θα κερδίσει δια περιπάτου. Η πρόωρη προσφυγή στις κάλπες εκτιμούσε ότι θα έπιανε απροετοίμαστη τη φιλοευρωπαϊκή αντιπολίτευση και κυρίως τη Ν.Δ. που μόλις είχε αλλάξει αρχηγό βρισκόμενη σε μετάβαση προς της δική της εσωτερική εκλογική μάχη. Οι δημοσκοπήσεις του Ιουλίου φαινόταν ότι επιβεβαίωναν την εκτίμησή του αυτή αλλά η εκτίμηση του ήταν και πάλι λάθος. Ο κ.Τσίπρας  υποτίμησε τραγικά όχι μόνο το βαθμό της αποσυσπείρωσης που προκάλεσε στους ψηφορόρους του του Ιανουαρίου 2015 η τραγελαφική του διαπραγμάτευση που κατόρθωσε να αυξήσει το δημόσιο χρέος κατά 86 δις ΕΥΡΩ σε 7 μήνες! και έφτασε τη χώρα στο παρά ΄5 της αποπομπής της από την Ευρωζώνη. Υποτίμησε επίσης την απογοήτευση εκείνων των κινηματικών τμημάτων του ΣΥΡΙΖΑ -ιδίως μεταξύ της νεολαίας του- που πίστευσαν τον καταγγελτικό αντιευρωπαϊκό του λόγο, εκθείασαν τους ψευτοτσαμπουκάδες του ωραιοπαθούς κ.Βαρουφάκη και φανατίστηκαν από την “προσωπικότητα” της κας. Κωνσταντοπούλου και εκείνους τους ψυχολογικά παραμορφωμένους συντρόφους του κ.Τσίπρα που ζούσαν στο μαγικό κόσμο μιας εμφυλιο-πολεμικής παραίσθησης, λές και το δημοψήφισμα του 2015 μας είχε μεταφέρει στο 1944 ή στο 1946!

Το πρώτο τμήμα των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ που θεώρησε τον Ιανουάριο ότι ο κ.Τσίπρας δεν θα διακινδύνευε τα ευρωπαϊκά κεκτημένα της χώρας και ότι αποτελούσε απλώς μια πιο ριζοσπαστική εκδοχή της ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας είτε επιτσρέφουν στις φιλοευρωπαϊκές δεξαμενές της Ν.Δ, του ΠΑΣΟΛ και του κόμματος Κεντρώων του Βασίλη Λεβέντη που φαίνεται να μπαίνει με άνεση στη Βουλή, είτε βρίσκονται στις τάξεις των αναποφασίστων που περιορίζονται πλέον περίπου στο 10% του εκλογικού σώματος.

Το δεύτερο και ριζοσπαστικό τμήμα των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ είτε έχει επιστρέψει στο ΚΚΕ, είτε έχει πάει ήδη στο ΛΑΕ, που αν και έχει χάσει μέρος της επιρροής της φαίνεται να κυμαίνεται μετά 3,5%-4%, θα καθίσουν σπίτια τους και δεν θα ψηφίσουν. Μπορεί η ΛΑΕ να μην ήταν πλήρως στελεχωμένη περιφερειακά αλλά έχει συσπειρώσει όλους του αντιμνημονιακούς star που κάνουν στον κ.Τσίπρα μεγαλύτερη ζημιά από αυτή που αρχικά υπολόγιζε, πιθανότατα ζημιά μεγαλύτερη από τον αρχικό προ-μνημονιακό πυρήνα των οπαδών του ΣΥΡΙΖΑ που δεν ξεπέρασε το 4%.

Εκτός από τους πρώην συντρόφους του, ο κ.Τσίπρας υποτίμησε σε μεγάλο βαθμό και τον κ.Μεϊμαράκη. Από μεταβατικό αρχηγό όπως ειρωνικά τον χαρακτήριζε, ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ, ο κ.Μεϊμαράκης έχει εξελιχθεί σε ισότιμο αντίπαλο του τέως Πρωθυπουργού. Η αμεσότητα της προσωπικότητάς του και το λαϊκό δεξιό στύλ του πρώην Προέδρου της Βουλής απευθύνεται στο θυμικό των κεντροδεξιών ψηφοφόρων που φαίνεται ότι επιβραβεύουν την προσπάθεια του να μετατοπίσει εκ νέου τη Ν.Δ στο μεσαίο χώρο δίνοντας πρωταγωνιστικούς ρόλους σε πιο κεντρώα και μετριοπαθή στελέχη της Ν.Δ με χαρακτηριστικές περίπτωσεις τον Κωστή Χατζηδάκη, τον Μανώλη Κεφαλογιάννη και τον Μιλτιάδη Βαρβιτσιώτη.

Ο κ.Μεϊμαράκης είναι εκ φύσεως εξισορροπιστής και αποτελεί τη μοναδική διαθέσιμη σεβαστή επιλογή από όλες τις εσωκομματικές φραξίες που τώρα θα συγκρούονταν για τη διαδοχή Σαμαρά. Εάν είχε περισσότερο χρόνο στη διάθεσή του ίσως θα είχε ανατρέψει το σχεδόν μηδενικό προβάδισμα που φαίνεται να διατηρεί ο ΣΥΡΙΖΑ αναδιατάσσοντας άρδην το πολιτικό σκηνικό. Εάν οι εκλογές αυτές χαθούν για τη Ν.Δ με μικρή διαφορά- ενδεχομένως και ανάλογη αυτής του 2000- ο χαμένος χρόνος της εσωτερικής της ανασυγκρότησης το πρώτο εξάμηνο του 2015 μπορεί να αποδειχθεί μοιραίος για ένα κόμμα που παρά την μεγάλη του φθορά βρίσκεται ξανά σε απόσταση αναπνοής από την εξουσία.

Η προοπτική αυτή μπορεί να ενθουσιάζει τους παραδοσιακούς κεντροδεξιούς φιλοευρωπαϊστές και ένα τμήμα της παλαιάς λαϊκής δεξιάς που επιστρέφει από τους ΑΝΕΛ αλλά δημιουργεί ανησυχία στο ευρύτερο πολιτικό κέντρο για την κυριαρχία του οποίου διαγκωνίζονται τουλάχιστον 5 κόμματα (ΣΥΡΙΖΑ, ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΠΟΤΑΜΙ, Λεβέντης). Είναι αξιοσημείωτο ότι μεγάλο μέρος της δημοσκοπικής δυναμικής του 4%-4,5% που εμφανίζει, ιδίως στη Βόρεια Ελλάδα με επίκεντρο τη Θεσσαλονίκη, το κόμμα του κ.Λεβέντη προέρχεται απο κεντρώους ψηφοφόρους που φεύγουν από τον ΣΥΡΙΖΑ αλλά δεν πάνε στη Ν.Δ.

Ο κ.Μεϊμαράκης το γνωρίζει αυτό και για αυτό ακριβώς εμφανίζεται ως η αποθέωση της συναινετικότητας, λέγοντας ότι ακόμη και εάν κερδίσει η Ν.Δ. εκείνος είναι έτοιμος να θυσιάσει τον πρωθυπουργικό θώκο αρκεί να συναινέσει ο ΣΥΡΙΖΑ στο σχηματισμό κυβέρνησης Μεγάλου Συνασπισμού. Εδώ ο αρχηγός της ΝΔ κάπου το παράκανε δίνοντας την εντύπωση ότι δεν τον πολυπειράζει χάσει-κερδίσει αρκεί να συγκυβερνήσει με τον ΣΥΡΙΖΑ. Για αυτό ακριβώς με ορόσημο τη ΔΕΘ επιχειρεί να οικοδομήσει -αν και καθυστερημένα- το δικό του πρωθυπουργικό προφίλ. Σε κάθε περίπτωση η συναινετικότητα του κ.Μεϊμαράκη, έστω και καθυπερβολή, απηχεί σε μεγάλο βαθμό το λαϊκό αίσθημα, τις προτροπές των Ευρωπαϊων εταίρων μας, και την απαίτηση ανασυγκρότησης της μιας καθημαγμένης από την πολιτική αστάθεια και τους περιορισμούς των capital controls ελληνικής οικονομίας. 

Απηχεί επίσης και την πολιτική δυναμική όπως αυτή αποτυπώνεται από το σύνολο των δημοσκοπήσεων η οποία φαίνεται να αποτυπώνει μια ουσιώδη ισοδυναμία των δύο μεγάλων κομμάτων σε συνθήκες χαλαρού διπολισμού που είναι πολύ πιθανόν να τα κρατήσει σε ποσοστά κάτω ή οριακά πάνω από το 30%. Αυτό πρακτικά συνεπάγεται με βάσει τον εκλογικό νόμο που δίνει bonus 50 εδρών στο πρώτο κόμμα ότι η ΝΔ ή ο ΣΥΡΙΖΑ θα λάβουν περί τους 130 βουλευτές.

Ο κ.Σαμαράς του 29,66% σχημάτισε κυβέρνηση συνασπισμού με το ΠΑΣΟΚ του 12,28% υπό τον κ.Βενιζέλο που του έδινε σχετικά άνετη κοινοβουλευτική πλειοψηφία 162 εδρών τον Ιούνιο του 2012 στην οποία προστέθηκαν και οι 17 βουλευτές της ΔΗΜΑΡ για να φύγουν ένα χρόνο αργότερα. Το πρόβλημα σε περίπτωση μη επίτευξης μεγάλου συνασπισμού είναι ότι το 12,28% που πήρε το ΠΑΣΟΚ το 2012 πλέον φαίνεται ότι μοιράζεται μεταξύ 3 σχετικά ισοδύναμων κομμάτων (ΠΟΤΑΜΙ, ΠΑΣΟΚ, ΛΕΒΕΝΤΗΣ) που θα χρειασθεί να συμμετάσχουν και τα τρία σε ένα συνασπισμό με τον πρώτο έτσι ώστε να συγκεντρώσουν 162 με 168 βουλευτές. Ακόμη και εάν ο κ.Καμμένος ξαναδιαψεύσει τις δημοσκοπήσεις και μπεί οριακά στη Βουλή τα δεδομένα δεν μεταβάλλονται ουσιαστικά, ίσως να αλλάξει η σύνθεση της τετρακομματικής ή να γίνει πεντακομματική φτάνοντας μετα βίας τους 180 βουλευτές, εάν μείνει εκτός το δεύτερο κόμμα. Δικομματική κυβέρνηση με οριακή πλειοψηφία κάτω από 154-155 βουλευτές αποτελεί συνταγή άμεσης αυτοκαταστροφής.

Ωστόσο και μια νέα τρικομματική κυβέρνηση -με δεδομένη και την εμπειρία της τρικομματικής ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ του 2012-2013, θα είναι εξαιρετικά βραχύβια, εξαιρετικά ασταθής, και δεν θα μπορέσει να κάνει τίποτε το ουσιαστικό εκτός από το να χαροποιήσει τον κ.Σόϋμπλε. Υπό την άποψη αυτή μια κυβέρνηση Μεγάλου Συνασπισμού ΣΥΡΙΖΑ-ΝΔ ή ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί την αναγκαία αλλά όχι επαρκή συνθήκη για την πολιτικο-οικονομική σταθεροποίηση της Ελλάδος την ώρα που η απειλή του Grexit παραμένει ψηλά στις προτεραιότητες της γερμανικής κυβέρνησης. Δυστυχώς μόνο εάν και τα δύο πρώτα κόμματα κινηθούν κάτω από 30% μπορεί να προκύψει αυτό το σενάριο με πρωθυπουργό κοινής επιλογής που δεν θα είναι ούτε ο κ.Τσίπρας ούτε ο κ.Μεϊμαράκης. Σε διαφορετική περίπωση το επικρατέστερο σενάριο είναι μια τρικομματική κυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΠΟΤΑΜΙ ή ΣΥΡΙΖΑ-ΠΑΣΟΚ-ΠΟΤΑΜΙ με ενδεχόμενη -στο τελευταίο σενάριο- αντικατάσταση του ΠΑΣΟΚ από τους ΑΝΕΛ σε περίπτωση που ο κ.Καμμένος διαψεύσει εκ νέου τις δημοσκοπήσεις και ξαναμπεί οριακά αυτή τη φορά στη Βουλή. 

Facebook Comments