Κυβερνήσεις και κεντρικές τράπεζες μπορούν να αποφύγουν την ύφεση
Κυβερνήσεις και κεντρικές τράπεζες μπορούν να αποφύγουν την ύφεση
Κυβερνήσεις και κεντρικές τράπεζες μπορούν να αποφύγουν την ύφεση
Προ ημερών, ο επικεφαλής οικονομολόγος της Citibank, Γουίλιαμ Μπούιτερ, τράβηξε την προσοχή όταν εκτίμησε πως υπάρχει 55% πιθανότητα για ύφεση της παγκόσμιας οικονομίας τα επόμενα δύο χρόνια. Ο κ. Μπούιτερ ορίζει ως ύφεση ρυθμό κάτω από 2%. Οι παγκόσμιες υφέσεις δεν είναι τόσο ασυνήθιστες, είχαμε τέσσερις από τη δεκαετία του 1970, και συνήθως προκαλούνται από την επιβράδυνση των ανεπτυγμένων οικονομιών, που επεκτείνεται και στις αναδυόμενες.
Ειδικότερα, η αμερικανική οικονομία είναι αυτή που τείνει να είναι ο καθοριστικός παράγοντας. Ωστόσο, τώρα ο Μπούιτερ προβλέπει ότι θα είναι η επιβράδυνση των αναδυόμενων αγορών αυτή που θα πλήξει τις ανεπτυγμένες, μέσω των εμπορικών ροών, των τιμών των εμπορευμάτων, των χρηματοπιστωτικών αγορών και της περιορισμένης εμπιστοσύνης.
Οσον αφορά την Κίνα, έχουμε το κλασικό μείγμα: πλεονάζουσα παραγωγή και υπερβολικό δανεισμό. Μέχρι στιγμής το έχουμε δει στην αγορά ακινήτων και στο χρηματιστήριο, ωστόσο ανησυχία προκαλούν και το ύψος του δημοσίου χρέους, η βιομηχανική παραγωγή και οι επενδύσεις. Αν παραμερίσουμε προσωρινά την πιθανότητα να σημειωθεί μια παγκόσμια ύφεση, το ενδιαφέρον ερώτημα είναι εάν οι ιθύνοντες θα αντιδράσουν αρκετά γρήγορα και εάν διαθέτουν τα απαραίτητα «πυρομαχικά». Η απάντηση είναι αρνητική και στα δύο ερωτήματα. Την περασμένη εβδομάδα, ο Κινέζος πρωθυπουργός Λι Κετσιάνγκ φάνηκε να απορρίπτει το ενδεχόμενο μιας ποσοτικής χαλάρωσης, τονίζοντας τις παρενέργειες που θα προκαλούσε, και επιμένοντας στην εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Μπορεί ο κ. Λι να θέλει να εμπνεύσει εμπιστοσύνη στις αγορές και στο εσωτερικό της χώρας, ωστόσο το μήνυμά του φανερώνει τη διστακτικότητα του Πεκίνου να προλάβει την επιβράδυνση. Το είχε κάνει αμέσως μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, αλλά τότε ενεργούσε προκειμένου να διορθώσει τα λάθη άλλων. Αν λάβει η Κίνα επιθετικά μέτρα σήμερα, ή αν επιδεινωθεί η επιβράδυνση, τότε θα είναι σαν να κάνει αυτοκριτική, κάτι που είναι δυσκολότερο.
Οι επιλογές που έχουν η Κίνα και οι υπόλοιπες αναδυόμενες αγορές στην περίπτωση παγκόσμιας ύφεσης δεν είναι ιδιαίτερα ελκυστικές. Καθώς θα υποχωρούν οι εξαγωγές, θα μειώνουν τα επιτόκια δανεισμού στην προσπάθεια να αποκομίσουν οφέλη από την υποτίμηση των νομισμάτων. Παράλληλα, το επίπεδο του χρέους είναι είτε πολύ υψηλό ήδη είτε θα έχει ανοδική πορεία. Ο Μπούιτερ είναι ιδιαίτερα απαισιόδοξος όσον αφορά την πιθανότητα η Κίνα να εφαρμόσει επεκτατική και αποτελεσματική πολιτική, υποστηρίζοντας ότι το υψηλό επίπεδο του χρέους θα δυσχεράνει τη στήριξη της οικονομίας και ότι το Πεκίνο απλώς θα προσπαθήσει να κρατήσει στη ζωή κρατικές επιχειρήσεις και τράπεζες. Και στις ανεπτυγμένες αγορές, ομοίως δεν υπάρχουν πολλές πιθανότητες να υπάρξει ικανοποιητική αντίδραση, ιδίως στον δημοσιονομικό τομέα.
Φανταστείτε, να θέλετε την ποιότητα του δημοσίου διαλόγου στις ΗΠΑ, στη διάρκεια ενός έτους που θα γίνουν εκλογές, για την ανάγκη να ληφθούν δημοσιονομικά μέτρα ώστε να στηριχθεί η οικονομία. Ο Μπούιτερ καταλήγει στο συμπέρασμα ότι με πιθανή εξαίρεση τη Βρετανία είναι απίθανο στις υπόλοιπες ανεπτυγμένες οικονομίες να πάρουν επαρκή δημοσιονομικά και νομισματικά μέτρα στήριξης της οικονομίας. «Το βάρος θα πέσει για μία ακόμη φορά στις νομισματικές αρχές», προβλέπει ο κ. Μπούιτερ. Μια ύφεση της παγκόσμιας οικονομίας θα πρέπει να αντιμετωπιστεί μέσω ποσοτικής χαλάρωσης από τις μεγάλες κεντρικές τράπεζες, την αμερικανική, την ιαπωνική, τη βρετανική και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Θυμηθείτε όμως ότι η ποσοτική χαλάρωση λειτουργεί αποτελεσματικά όταν το πρόβλημα προέρχεται από τις αγορές, όπως το 2008, και όχι από την πραγματική οικονομία. Πράγμα που σημαίνει ότι αυτή τη φορά τα αποτελέσματα ίσως να μην είναι τόσο ικανοποιητικά. Ποτέ δεν είναι καλή η εποχή για μια παγκόσμια ύφεση, αλλά το 2016 φαντάζει ως ιδιαίτερα κακή εποχή.
Facebook Comments