Αν και το Χρηματιστήριο Αθηνών αντέδρασε τελικά, το γεγονός είναι πως κάθε άλλο παρά έχει καταφέρει να κεφαλαιοποιήσει την πρώτη αναβάθμιση της Ελλάδας από αναγνωρισμένο από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, οίκο αξιολόγησης.

Αυτόν τον μήνα ο οποίος ακριβώς λόγω της αναβάθμισης-ορόσημο της χώρας είχε θεωρηθεί ότι θα αποτελέσει την αρχή ενός νέου ισχυρού κύκλου για τα ελληνικά assets, έχει οδηγήσει σε απώλειες σχεδόν 5 δισ. ευρώ από την κεφαλαιοποίηση του Χ.Α  και στην περαιτέρω απομάκρυνση του Γενικού Δείκτη από τα υψηλά εννέα ετών που κατέγραψε στις 27 Ιουλίου και τις 1.345,63 μονάδες. Ανάλογη είναι και η εικόνα των ελληνικών ομολόγων, όπου η απόδοση του 10ετούς έχει σκαρφαλώσει στα υψηλότερα επίπεδα από τις αρχές Ιουλίου και πάνω από το 4%.

Οι λόγοι που τα ελληνικά περιουσιακά στοιχεία δεν κατάφεραν να κεφαλαιοποιήσουν τον πολύ θετικό καταλύτη της επενδυτικής βαθμίδας, έχουν να κάνουν πρωτίστως με την επιβεβαίωση της γνωστής ρήσης “αγόρασε στη φήμη, πούλα στην είδηση”, γεγονός που εξηγεί και το ισχυρό ράλι που είχαν καταγράψει το προηγούμενο διάστημα τιμολογώντας αυτή τη θετική εξέλιξη. Δεύτερος και σημαντικός λόγος είναι ο μεγάλο και «φονικό» χτύπημα  της κακοκαιρίας Daniel, το  οποίο προκάλεσε ανησυχίες γύρω από τα δημοσιονομικά της χώρας. Το δημοσιονομικό κόστος από τις καταστροφικές πλημμύρες που έπληξαν τη χώρα και οι πολιτικές εξελίξεις, βάρυναν το κλίμα και δημιούργησαν αμφιβολίες για το πόσο εφικτό είναι να μην υπάρξει εκτροχιασμός τόσο φέτος αλλά και το πιο δύσκολο 2024 όταν και επιστρέψουν οι δημοσιονομικοί κανόνες.

Το γεγονός είναι ωστόσο, πως η επενδυτική βαθμίδα είναι μαραθώνιος και όχι σπριντ. «Δεν είναι ένα νέο μίας ημέρας αλλά για τα επόμενα χρόνια», όπως σχολιάζει ο Ηλίας Ζαχαράκης, διευθύνων σύμβουλος της Fast Finance. «Μετά από 13 χρόνια η ελληνική οικονομία πήρε την πολυπόθητη επενδυτική βαθμίδα και οι περισσότεροι θα περίμεναν ένα πάρτι στην αγορά, παρόλα αυτά η εικόνα ήταν σαφώς αποκαρδιωτική», όπως προσθέτει.

Ωστόσο, τονίζει, τα κεφάλαια που θα εισέλθουν στην αγορά θα το πράξουν σταδιακά και όχι σε μία συνεδρίαση. Άλλωστε πολλά ήταν τα funds και οι επενδυτές που ήδη έχουν τοποθετηθεί στην αγορά το προηγούμενο μεγάλο διάστημα έχοντας σημαντικά κέρδη. Κάποια από αυτά θα θέλουν, και θέλησαν προφανώς, να τα αποκομίσουν. «Μην ξεχνάμε ότι η κίνηση του Γενικού Δείκτη έχει ξεκινήσει ουσιαστικά από την ζώνη των 750 μονάδων τον περσινό Σεπτέμβριο και σήμερα μετά από διόρθωση καταγράφει 1.250 μονάδες». Σε υπερβολές της αγοράς πάντα δίνονται ευκαιρίες τοποθετήσεων, όπως σημειώνει. «Αν σκεφτεί κάποιος χάσαμε την επενδυτική βαθμίδα πριν 13 χρόνια θα καταλάβει πολύ καλά ότι δεν είναι απλά ένα νέο πυροτέχνημα και της μίας συνεδρίασης ή μιας εβδομάδας», καταλήγει ο κ. Ζαχαράκης.

Πάντως, τα «πρακτικά» οφέλη που έχει η αναβάθμιση της Ελλάδας σε επενδυτική βαθμίδα από τον οίκο DBRS, είναι σημαντικά μεν, περιορισμένα δε. Τα ουσιαστικά οφέλη θα έρθουν όταν πι περισσότεροι από τους υπόλοιπους τρεις μεγάλους οίκους – S&P, Fitch (θεωρητικά πιο σύντομα) και (αργότερα) Moody’s – αποφασίσουν να δώσουν στη χώρα το «ορόσημο» καθώς η αξιολόγηση αυτών των τριών παίζει ρόλο για τις αγορές.

Ειδικότερα, η DBRS είναι ένας από τους τέσσερις οίκους αξιολόγησης τους οποίους αναγνωρίζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στο πλαίσιο των πράξεων του Ευρωσυστήματος (της αρκεί μία μόνο αξιολόγηση επενδυτικής βαθμίδας). Οπότε, αυτή η αναβάθμιση, στην πράξη, είναι σημαντική κυρίως για τις ελληνικές τράπεζες καθώς σημαίνει πως η αξία των ελληνικών ομολόγων τα οποία «καταθέτουν» ως εγγυήσεις για τις πράξεις αναχρηματοδότησης, δεν θα δέχονται μεγαλύτερο κούρεμα από ότι ισχύει για τα ομόλογα όλων των υπόλοιπων χωρών. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, τα «haircuts» στα ελληνικά ομόλογα θα μειωθούν κατά 40% σε μέσο όρο. Αυτό σημαίνει ότι οι ελληνικές τράπεζες με την ίδια ποσότητα ομολόγων (ενεχύρων) θα αντλούν περισσότερα κεφάλαια από την ΕΚΤ.

Τα ελληνικά ομόλογα επίσης θα δεχθούν στήριξη, έστω και αν σε επίπεδο αποδόσεων η αναβάθμιση είχε αποτιμηθεί σε μεγάλο βαθμό, καθώς στο εξής θα είναι επιλέξιμα για όποιες μελλοντικές πράξεις/προγράμματα της ΕΚΤ, χωρίς να εξαρτώνται από την παροχή «εξαίρεσης» (waiver). Η αναβάθμιση δίνει παράλληλα την ευκαιρία σε έναν αυξημένο αριθμό funds να εξετάσουν το ενδεχόμενο να επενδύσουν στην Ελλάδα, επιτρέποντάς τους να αξιοποιήσουν τις ευνοϊκές μακροοικονομικές τάσεις της χώρας, έστω και αν η μέση αξιολόγηση της Ελλάδας ακόμα δεν είναι σε επίπεδο επενδυτικής βαθμίδας (για να γίνει αυτό χρειαστεί και άλλη αναβάθμιση από κάποιον οίκο).

Η αξιολόγηση της DBRS δεν σημαίνει ωστόσο πολλά σε ότι αφορά την ένταξη των ελληνικών ομολόγων στους βασικούς διεθνείς δείκτες καθώς αυτοί λαμβάνουν υπόψη την αξιολόγηση που δίνουν οι S&P, Moody’s, Fitch. Οπότε θα χρειαστεί κάποιος χρόνος ακόμη πριν αλλάξουν στην πράξη «πίστα» οι ελληνικοί κρατικοί τίτλοι. Για παράδειγμα, για την ένταξη των ελληνικών ομολόγων στον δείκτη Bloomberg Barclays, χρειάζονται δύο investment grade βαθμολογίες από τις Moody’s, S&P και Fitch, για τον δείκτη iBoxx χρειάζεται βαθμολογία επενδυτικής βαθμίδας σε μέσο όρο από τους τρεις οίκους και για τον FTSE Russell χρειάζεται βαθμολογία στην κατηγορία “Α-” και από την S&P και από την Moody’s. Σύμφωνα με την Citigroup, η ένταξη των ελληνικών ομολόγων σε βασικό διεθνή δείκτη αναμένεται τον Ιανουάριο του 2024 το νωρίτερο, και κατά την αναδιάρθρωση του δείκτη Bloomberg Barclays.

Πάντως αρκετοί οίκοι είχαν προειδοποιήσει πως το ράλι στα ελληνικά ομόλογα έχει ολοκληρωθεί καθώς εδώ και κάποιους μήνες οι επενδυτές αποτιμούσαν την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας.   Η DZ Bank για παράδειγμα, τόνισε πως έπειτα από την υπεραπόδοση των ελληνικών ομολόγων των τελευταίων μηνών, θεωρεί πως το ράλι έχει εξαντληθεί και σύστησε στους πελάτες της να μην αυξήσουν τις θέσεις τους. Η Rabobank επίσης δεν εκτιμά πως υπάρχει προοπτική σημαντικής μείωσης των ελληνικών spreads έπειτα από την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας από την DBRS. Όπως εξήγησε, η κίνηση αυτή είχε αποτιμηθεί καθώς οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων εδώ και καιρό κινούνται χαμηλότερα από τις ιταλικές.

Επίσης, επεσήμανε αυτό που σημειώσαμε παραπάνω, ότι οι αξιολογήσεις του καναδικού οίκου δεν χρησιμοποιούνται για τον προσδιορισμό της συμπερίληψης των ομολόγων σε δείκτη αναφοράς, ενώ τα ελληνικά ομόλογα είχαν ήδη «εξαίρεση» (waiver) και ήταν αποδεκτά από την ΕΚΤ ως collaterals, έως τα τέλη του 2024.

Facebook Comments