Όταν πριν από δύο εβδομάδες περίπου, ένας εντελώς άγνωστος στο ευρύ κοινό νέος πολιτικός, ο Στέφανος Κασσελάκης, αποφάσισε να διεκδικήσει την ηγεσία του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, του ΣυΡιζΑ, θεώρησα ότι η υποψηφιότητα θα ανακατέψει την πολιτική τράπουλα και ότι είναι πολύ πιθανόν, αν όχι βέβαιο, πως θα εκλεγεί πρόεδρος του κόμματος του.
Δεν διαθέτω κάποιο κληρονομικό χάρισμα, που μου επιτρέπει να προβλέπω τις εξελίξεις. Εδώ και 40 χρόνια που ασχολούμαι επαγγελματικά με την δημοσιογραφία, έχω μάθει να κάνω ψύχραιμες πολιτικές αναλύσεις, χωρίς να βάζω το συναίσθημα πάνω από την λογική.
Έκρινα ότι σε ένα κόμμα που είχε υποστεί συντριβή στις διαδοχικές εκλογές του Μαΐου και Ιουνίου, το μεγάλο διακύβευμα για τα μέλη και τους ψηφοφόρους του ήταν ποιος θα μπορούσε να επαναφέρει τον ΣυΡιζΑ στην τροχιά εξουσίας, που είναι το διακύβευμα για κάθε πολιτικό κόμμα στην χώρα μας και παγκοσμίως. Κανένας από τους τέσσερις άλλους υποψηφίους που είχαν εκδηλώσει, μετά την παραίτηση του Αλέξη Τσίπρα, την πρόθεσή τους να διεκδικήσουν την ηγεσία του ΣυΡιζΑ δεν διέθετε τα χαρακτηριστικά εκείνα που θα επέτρεπαν στο κόμμα αυτό να επανέλθει στην εξουσία.
Όλοι τους, ουδενός εξαιρουμένου, ακόμα και της κυρίας Έφης Αχτσιόγλου, που μπορεί να είναι μια νέα γυναίκα αλλά δεν κομίζει τίποτα το φρέσκο και καινούργιο στο πολιτικό της λόγο, δεν θα μπορούσε να διαδραματίσει αυτόν τον σπουδαίο ρόλο. Γι’ αυτό και επί σειρά ημερών, η κούρσα διαδοχής του κύριου Τσίπρα στην ηγεσία του ΣυΡιζΑ ήταν υποτονική και μάλλον βαρετή. Μόλις εμφανίστηκε η υποψηφιότητά του κυρίου Κασσελάκη, τότε διαπιστώσαμε ότι, έστω και επικοινωνιακά υπήρχε κάποιο αυξανόμενο ενδιαφέρον για την εκλογική αυτή μάχη. Ο νέος υποψήφιος, που έκανε δυναμικό «μπάσιμο» στην κούρσα διαδοχής μέσω των σόσιαλ μήντια και της τηλεόρασης, είχε τα στοιχεία ενός σταρ της πολιτικής.
Πολλοί δικαίως αναρωτήθηκαν, μα καλά είναι δυνατόν να κάνουμε πολιτική με όλους πασαρέλας ή κινηματογραφικούς Stardome. Εύλογο το ερώτημα. Αλλά δεν ζούμε πια στη δεκαετία του 1970. Οι συνθήκες στην πολιτική παγκοσμίως έχουν αλλάξει και η εικόνα είναι κυρίαρχη, είτε μας αρέσει είτε όχι. Ο Κασσελάκης κέρδισε από τα αποδυτήρια τη μάχη της διαδοχής, όταν είπε μια φράση, που όμως είχε τεράστια απήχηση στους ψηφοφόρους του κόμματος του. «Εγώ μπορώ να κερδίσω τον Μητσοτάκη». Και αυτό επέδρασε καταλυτικά σε σύγκριση με τους συνυποψηφίους του, οι οποίοι, κακά τα ψέματα, κανείς (ούτε καν οι ίδιοι) δεν πίστευε ότι είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν τον σημερινό πρωθυπουργό στα ίσια και να τον εξαναγκάσουν σε μια εκλογική ήττα. Όλοι τους όλοι οι άλλοι ήταν και προβλέψιμοι και παρωχημένοι και, κατά την γνώμη μου, βαρετοί. Και το αποτέλεσμα της περασμένης Κυριακής δικαίωσε την αρχική μου πρόβλεψη. Όπως εκτιμώ ότι θα συμβεί και αυτή την Κυριακή, που προβλέπω ότι ο κύριος Κασσελάκης θα κατορθώσει να κερδίσει την κυρία Αχτσιόγλου με ακόμα μεγαλύτερα ποσοστά από ότι το αρχικό αποτέλεσμα έδειχνε. Και τούτο διότι ανέπτυξε μια δυναμική νίκης, που στην πολιτική σπάνια ανατρέπεται. Κοντός ψαλμός αλληλουία.
Τηρουμένων των αναλογιών, θα συμβεί και στο ΣυΡιζΑ ότι συνέβη στη Νέα Δημοκρατία το 2016, όταν ο Κυριάκος Μητσοτάκης κόντρα σε όλους τους κομματικούς μηχανισμούς και τις προβλέψεις, που τον υποτιμούσαν, κατόρθωσε να εκλεγεί πρόεδρος του κυβερνώντος σήμερα κόμματος, διότι ήταν ο μόνος που εγγυάτο στην συνείδηση του απλού πολίτη ψηφοφόρους της Νέας Δημοκρατίας, την δυνατότητα ανατροπής του Αλέξη Τσίπρα, που τότε φαινόταν ανίκητος. Κι όσοι πίστεψαν στον κ. Μητσοτάκη, δικαιωθήκαμε εκ του αποτελέσματος.
Θα συμβεί άραγε το ίδιο και με τον κύριο Κασσελάκη; Αυτό δεν το γνωρίζω. Διότι ούτε εγώ ούτε κανείς άλλος γνωρίζει πως θα πολιτευτεί από τη Δευτέρα και μετά ο νέος αρχηγός του ΣυΡιζΑ. Τα δύσκολα για αυτόν τώρα αρχίζουν. Τα λάιφσταϊλ είναι καλό για να σε οδηγήσει στην ηγεσία κόντρα σε ανέμπνευστους αντιπάλους. Αλλά δεν αρκεί για να σε φέρει στην κυβερνητική εξουσία, κόντρα σε έναν εξαιρετικά ισχυρό αντίπαλο, όπως είναι ο Κυριάκος Μητσοτάκης που και επικοινωνιακά και πολιτικά χαρίσματα διαθέτει. Σπάνια για έναν πολιτικό αρχηγό, όπως είναι ο σημερινός πρωθυπουργός, που διαθέτει ισχυρά ερείσματα και στην ελληνική κοινωνία αλλά και διεθνώς.
Facebook Comments