Τα βλέμματα της αγοράς είναι στραμμένα στην συνεδρίαση της ΕΚΤ η οποία για πρώτη φορά από το 2008 θα διεξαχθεί στην Αθήνα την Πέμπτη 26 Οκτωβρίου.
Οι νέες εντάσεις στη Μέση Ανατολή σε συνδυασμό με το πρόσφατο ισχυρό sell-off στην αγορά ομολόγων και την κορύφωση των ανησυχιών για τα δημοσιονομικά της Ιταλίας, αλλάζουν τα δεδομένα για την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, τόσο σε ότι αφορά τις αποφάσεις για τα επιτόκια όσο και την «τύχη» των επανεπενδύσεων του έκτακτου προγράμματος PEPP, με το πρόωρο τέλος τους να έχει τεθεί στο «τραπέζι» από τα «γεράκια» του Διοικητικού Συμβουλίου. Αυτό κάνει τη συνεδρίαση αυτού του μήνα κρίσιμη και εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, καθώς είναι αυτή όπου η ΕΚΤ αναμένεται να πραγματοποιήσει «στροφή» στην πολιτική της έπειτα από 10 συνεχείς αυξήσεις επιτοκίων.
Τα διλήμματα με τα οποία είναι πλέον αντιμέτωπη η ΕΚΤ τα έκανε σαφή ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας κ. Γιάννης Στουρνάρας, σε πρόσφατη συνέντευξή του στους Financial Times λίγο πριν το διάστημα «σιγής», που πρέπει να τηρήσουν οι αξιωματούχοι ενόψει της συνεδρίασης. Όπως τόνισε «Με μία νέα πηγή αβεβαιότητας στη Μέση Ανατολή, όπου είναι εντελώς άγνωστο τι πρόκειται να συμβεί – είμαστε στο σκοτάδι – είναι καλύτερα να κρατήσουμε όλες τις επιλογές μας ανοιχτές και να προσέξουμε να διατηρήσουμε την ανθεκτικότητα της ευρωπαϊκής οικονομίας». Η οικονομία της ευρωζώνης βρίσκεται ήδη σε «ένα κρίσιμο σημείο όπου αν συνεχίσουμε να αυξάνουμε τα επιτόκια διατρέχουμε τον κίνδυνο να σπάσει κάτι», υπογράμμισε χαρακτηριστικά.
Τα πρακτικά της τελευταία συνεδρίασης της ΕΚΤ, η οποία και διεξήχθη πριν το ξέσπασμα των συγκρούσεων στο Ισραήλ, έδειξαν πως η συζήτηση για το εάν θα έπρεπε να ακολουθηθεί μια παύση των αυξήσεων ή όχι ήταν ιδιαίτερα έντονη. Η Κριστίν Λαγκάρντ είχε άλλωστε σχολιάσει κατά την συνέντευξη Τύπου ότι η απόφαση για την αύξηση των επιτοκίων κατά 25 μ.β δεν ήταν ομόφωνη αλλά στηρίχθηκε από «ισχυρή πλειοψηφία» του Δ.Σ, και έπειτα από διαβουλεύσεις αρκετών ωρών, με κάποια μέλη να δηλώνουν την προτίμησή τους για μία «στάση» τώρα στις αυξήσεις, λόγω της επιδείνωσης του σκηνικού της οικονομίας.
Όπως έδειξαν τα πρακτικά, ορισμένοι αξιωματούχοι επέκριναν την απόφαση για τη νέα αύξηση στα επιτόκια τον περασμένο μήνα, προειδοποιώντας ότι η ΕΚΤ κινδύνευε να επαναλάβει το λάθος του 2011 όταν αύξησε το κόστος δανεισμού μόνο για να το μειώσει μήνες αργότερα μετά το ξέσπασμα της κρίσης δημόσιου χρέους. Οι αντιρρήσεις από τα «περιστέρια» του Δ.Σ δεν ήταν αρκετές για να αποτρέψουν τη «ισχυρή πλειοψηφία» να συμφωνήσει στην 10η συνεχή αύξηση των επιτοκίων. Ωστόσο, η απόφαση μεταξύ της αύξησης των επιτοκίων και της παύσης ήταν δύσκολη και οριακή. Συγκεκριμένα, ήταν η πιο δύσκολη απόφαση που αντιμετώπισε το Δ.Σ από τότε που άρχισε να αυξάνει το κόστος δανεισμού το καλοκαίρι του 2022.
Σύμφωνα με αναλυτές, οι εξελίξεις στη Μέση Ανατολή κάνουν πλέον την απόφαση για παύση στις αυξήσεις των επιτοκίων κατά τη συνεδρίαση αυτού του μήνα στην Αθήνα απόλυτα βέβαιη. «Όσο κι αν η ΕΚΤ προσπάθησε να κρατήσει ανοιχτή την πόρτα για περαιτέρω αυξήσεις επιτοκίων μετά την απόφαση του Σεπτεμβρίου, οι πρόσφατες εξελίξεις σαφώς περιέπλεξαν τη θέση της», όπως σημειώνει ο επικεφαλής οικονομολόγος της ING, Κάρστεν Μπρζέσκι.
Ενώ η άνοδος των τιμών του πετρελαίου θα ασκήσει νέα ανοδική πίεση στον πληθωρισμό και θα μπορούσε να καταστήσει πιο απίθανη την επίτευξη του στόχου του 2% στο τέλος του 2025, η σύγκρουση στο Ισραήλ και στη Μέση Ανατολή καθώς και το ράλι των αποδόσεων των ομολόγων θα περιορίσουν περαιτέρω τις προοπτικές ανάπτυξης της ευρωζώνης. «Οι πρόσφατες εξελίξεις σημαίνουν ότι η παύση στην επόμενη συνεδρίαση της ΕΚΤ έχει γίνει πιο βέβαιη. Ωστόσο, για τη συνεδρίαση του Δεκεμβρίου, μια αύξηση των επιτοκίων εξακολουθεί να είναι στο τραπέζι εάν επιμείνει η αύξηση των τιμών του πετρελαίου», προσθέτει ο οικονομολόγος.
Εκτός από την πορεία των επιτοκίων, το θέμα του πρόωρου τερματισμού του προγράμματος των επανεπενδύσεων του PEPP είναι επίσης ένα ζήτημα που επηρεάζεται από τις πρόσφατες εξελίξεις στη Μέση Ανατολή και το sell-off στην αγορά ομολόγων. Μετά τη συνεδρίαση του Σεπτεμβρίου, οι «φωνές» από τα γεράκια του Δ.Σ για το τέλος των επανεπενδύσεων πολύ νωρίτερα από τα τέλη του 2024 που έχει προγραμματιστεί, δυνάμωσαν, πιέζοντας για άμεση περαιτέρω μείωση του ισολογισμού της ΕΚΤ ο οποίος από 9 τρις ευρώ περίπου το 2022 έχει μειωθεί στα 7,07 τρις ευρώ πλέον και στα χαμηλότερα επίπεδα από τον Δεκέμβριο του 2020.
Ωστόσο, η πρόσφατη αναταραχή στις αγορές ομολόγων και η σημαντική αύξηση των αποδόσεων των κρατικών τίτλων της ευρωζώνης μπορεί να περιπλέξει τις συζητήσεις για το ενδεχόμενο του πρόωρου τερματισμού των επανεπενδύσεων, οι οποίες αναμενόταν να ξεκινήσουν σύντομα.
Επιπλέον, στην «εικόνα» έχει προστεθεί και η Ιταλία, με την απόδοση του 10ετους της ομολόγου να σκαρφαλώνει πάνω από το 5% για πρώτη φορά από το 2012, υπογραμμίζοντας τις ανησυχίες της αγοράς για την επιδείνωση των δημοσιονομικών της προοπτικών, που εκτιμάται ότι θα έχουν αντίκτυπο στην βαθμολογία της χώρας από του οίκους αξιολόγησης, με την απώλεια της επενδυτικής βαθμίδας από ένα τουλάχιστον οίκο το αμέσως επόμενο διάστημα να θεωρείται πολύ πιθανή. Η ιταλική κυβέρνηση ανακοίνωσε μέτρα ύψους 24 δισ. ευρώ το 2024 σε μειώσεις φόρων και αυξήσεις δαπανών, ενώ έχει ήδη τοποθετήσει το στόχο για το έλλειμμα του προϋπολογισμού στο 5,3% φέτος και στο 4,3%, διαμηνύοντας ότι δεν θα υποχωρήσει στο όριο του 3% που θέτει η Ε.Ε πριν το 2026.
Η Κριστίν Λαγκάρντ έχει επανειλημμένως δηλώσει πως οι επανεπενδύσεις του PEPP αποτελούν την «πρώτη γραμμή άμυνας» της Τράπεζας για τη διατήρηση της μετάδοσης της πολιτικής. Σύμφωνα με αναλυτές, εάν επικοινωνηθεί το πρόωρο τέλος του προγράμματος, θα οδηγήσει σε νέα αναταραχή στην αγορά ομολόγων – και ειδικά στην πιο «ευαίσθητη» ευρωπεριφέρεια – η οποία έχει ήδη βιώσει έντονους κραδασμούς το τελευταίο διάστημα.
Παράλληλα θα αυξήσει τις ανάγκες δανεισμού σε χώρες που έλαβαν στήριξη και «πόνταραν» στη συνέχισή της έως τα τέλη του επόμενου έτους, τη στιγμή που σύμφωνα με την Barclays, το 2024 οι ακαθάριστες εκδόσεις ομολόγων από τις χώρες της ευρωζώνης θα αγγίξουν το 1,26 τρις ευρώ.
«Η άνοδος των αποδόσεων των ομολόγων, σε συνδυασμό με νέες ανησυχίες για τη βιωσιμότητα του χρέους στην ευρωζώνη, θα δυσκολέψει την ΕΚΤ να συμφωνήσει τελικά στο τέλος της επανεπένδυσης των αγορών ομολόγων στο πλαίσιο του PEPP νωρίτερα από ότι έχει προγραμματιστεί», επισημαίνει ο Μπρζέσκι της ING.
Πάντως, όπως ανέφεραν πήγες του Reuters, η ΕΚΤ μπορεί άνετα να κρατήσει στον «πάγο» την έναρξη της συζήτησης για το PEPP τουλάχιστον έως την επόμενη άνοιξη, όταν θα είναι πιο ξεκάθαρο προς τα πού οδεύει ο πληθωρισμός και αν οι αυξήσεις επιτοκίων είχαν το επιθυμητό αποτέλεσμα. Κάποια μέλη του Δ.Σ υποστηρίζουν ότι οι επανεπενδύσεις στο πλαίσιο του PEPP πρέπει να τερματιστούν πριν γίνει οποιαδήποτε συζήτηση για μείωση των επιτοκίων, ενώ άλλα θεωρούν ότι η αλλαγή στην καταληκτική προθεσμία (τέλος του 2024) θα οδηγούσε σε παράβαση της καθοδήγησης της τράπεζας και επομένως πρέπει να εξεταστεί αν το πλήγμα στην αξιοπιστία της ΕΚΤ μπορεί να είναι μεγαλύτερο από το όφελος.
Facebook Comments