Τα τελευταία χρόνια είμαστε μάρτυρες φαινομένων εγκληματικότητας με ανήλικους δράστες. Η αφετηρία τέθηκε με περιστατικά οπαδικής βίας, συνέχισε με την ενδοσχολική βία και κορυφώθηκε με περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας με θύτες ανήλικα μέλη της, τα παιδιά.
Η εγκληματικότητα των εφήβων και γενικότερα των ανηλίκων αποτελεί ένα θέμα που διαχρονικά απασχόλησε την επιστήμη, και ιδίως την τελευταία δεκαετία, όπως διαπιστώνεται από την βιβλιογραφική αναδρομή.
Ωστόσο, αυτά τα τελευταία χρόνια μετά την πανδημική κρίση το θέμα εισχώρησε στην κοινωνία μετά την εκρηκτική αύξηση των φαινομένων. Πλέον η παραβατικότητα των ανηλίκων δεν αναγνωρίζει κάστες, δεν κοιτά κοινωνικο οικονομικό στάτους, εντοπίζεται άκριτα, και αυτή της η καθολικότητα την καθιστά ζήτημα πρώτης γραμμής για την ευρύτερη κοινωνία. Αυτή η σύγκρουση της παιδικής αθωότητας και των ειδήσεων εγκληματικότητας με πρωταγωνιστές παιδιά κι εφήβους είναι εξαιρετικά δυσφορική, κι αναπόφευκτα μας απασχολεί σε συλλογικό επίπεδο.
Στα πλαίσια αυτής της ανησυχίας, το παρόν άρθρο φιλοδοξεί να ερμηνεύσει το φαινόμενο της παραβατικότητας κι εγκληματικότητας ανηλίκων εξετάζοντας την ευθύνη των τριών βασικών κοινωνικών φορέων, ξεκινώντας από τον ευρύτερο, την κοινωνίας, συνεχίζοντας στο σχολείο, και καταλήγοντας στον επιδραστικότερο, δηλαδή την οικογένεια.
Μακροσύστημα-Κοινωνία
Η σύγχρονη ελληνική κοινωνία εντοπίζεται ως ανήκουσα στο μακροσύστημα, καθώς αποτελεί τον ευρύτερο κύκλο στο περιβάλλον επίδρασης ενός παιδιού. Ως κοινωνία εδώ εννοούνται ενδεικτικά: οι αξίες και πώς αυτές προάγονται, τα πρότυπα, οι ειδήσεις και οι πληροφορίες, το διαδίκτυο, οι τέχνες, η γλώσσα.
Πιο συγκεκριμένα, τα παιδιά στη σύγχρονη εποχή εκτίθενται σε τεράστιο όγκο πληροφοριών. Οι συνεχείς πληροφορίες από μόνες τους δημιουργούν στρες, καθώς καθιστούν όποιον τις δέχεται σε συνεχή επαγρύπνηση. Τα τελευταία χρόνια, μάλιστα, τα παιδιά έρχονται συνεχώς αντιμέτωπα με την πληροφόρηση αρνητικών κι απειλητικών ειδήσεων. Οι αλλεπάλληλες κρίσεις, από την ανασφάλεια της οικονομικής, στην καθήλωση της πανδημικής, την επιβολή της κλιματικής, και τελικά της κοινωνικής κρίσης, τα παιδιά έρχονται αντιμέτωπα με τουλάχιστον δύο άμεσες επιπτώσεις στον ψυχισμό τους.
Αφενός, μαθαίνουν να εξοικειώνονται στο άκουσμα του θανάτου, ο οποίος παύει να είναι συνταρακτικό γεγονός λόγω της σπανιότητας της αναφοράς του, αλλά γίνεται καθημερινότητα. Θυμόμαστε τις περιόδους καθημερινής καταμέτρησης των νεκρών από Covid-19.
Αφετέρου, αυτή η απειλητική καθημερινότητα των αλλεπάλληλων κρίσεων, δημιουργεί στα παιδιά έντονη κι επίμονη ανασφάλεια, η οποία απαντάται είτε με θυμό κι επιθετικότητα, είτε με κατατονία και παθητικότητα, δημιουργώντας συνθήκες θυτών και θυμάτων.
Επιπλέον, παρατηρείται ότι η κοινωνία ολοένα και χάνει από τον πρωταρχικό σκοπό της για σύνδεση και συνοχή. Ο σύγχρονος δυτικός κόσμος έχει εξελιχθεί σε έναν χώρο ανταγωνισμού και κοινωνικής σύγκρισης. Σε αυτή την στρέβλωση μπορούμε εύκολα να διακρίνουμε την επίδραση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Η συνεχής αξιολόγηση που επιβάλλουν τα social media κάθε άλλο παρά εξυπηρετούν την επικοινωνιακή εγγύτητα.
Ταυτοχρόνως, αποτελούν το επιδραστικότερο μέσο για τους νέους προωθώντας πρότυπα, τα οποία επαυξάνουν τον ατομικισμό, την διεκδικητικότητα άνευ όρων και την επιθετικότητα.
Σε ένα τέτοιο περιβάλλον τα ευγενή συναισθήματα θεωρούνται αδυναμία κι απορρίπτονται. Έτσι, τα παιδιά αναπτύσσονται ψυχοσυναισθηματικά σε μια εποχή συναισθηματικού αποστραγγισμού, με το συλλογικό ασυνείδητο της νεολαίας να διαμορφώνεται με εικόνες και μουσικές που προάγουν κι εξυμνούν τη βία και την παραβατικότητα.
Μικροσύστημα-Σχολείο
Ένα από τα φίλτρα των παιδιών έναντι της χαώδους κατάστασης που τα επιβαρύνει
η κοινωνία είναι το σχολείο.
Το σχολείο ως χώρος πλησιέστερος στα παιδιά, αλλά και μακρύτερα από τον άμεσο κύκλο της οικογένειας, λειτουργεί ως ένα περιβάλλον δοκιμασίας κι εφαρμογής όσων ένα παιδί έχει μάθει κατά την ανατροφή του.
Επιπλέον, το σχολείο αποτελεί τον δεύτερο σημαντικότερο φορέα κοινωνικοποίησης μετά την οικογένεια. Έχοντας αυτά τα δεδομένα, διακρίνεται η επιτακτική ανάγκη του επιπολασμού και της ανάπτυξης της κριτικής σκέψης εντός του σχολείου, καθώς φαίνεται ως ο πλέον καταλληλότερος φορέας τόσο από πλευράς λειτουργίας όσο και
από πλευράς ανθρώπων.
Ωστόσο, το σύστημα παιδείας αλλά και οι συνθήκες λειτουργίας του σύγχρονου ελληνικού σχολείου φαίνεται να μην ανταποκρίνονται σε αυτή την ανάγκη. Αρχικά, ο στόχος της στείρας αποστήθισης για την επιτυχία στις εξετάσεις, κάθε άλλο παρά προάγει την κριτική σκέψη.
Επιπλέον, ο παραγκωνισμός της ανθρωπιστικής παιδείας, επίσης στερεί από την πνευματική ανάπτυξη, την εξοικείωση με τις αφηρημένες έννοιες και την σφαιρική συλλογιστική προσέγγιση.
Το σημαντικότερο, ωστόσο, που επιτρέπει στην επιθετικότητα να αναπτυχθεί είναι η επένδυση στον άκρατο ανταγωνισμό έναντι της θεμιτής εργατικότητας. Έτσι, διαπιστώνεται ότι το σύγχρονο ελληνικό σχολείο συνήθως δεν καταφέρνει να δημιουργήσει στη μαθήτρια και τον μαθητή τις απαραίτητες γνωστικές άμυνες έναντι των δυσλειτουργικών ερεθισμάτων που δέχεται από την κοινωνία.
Από την άλλη μεριά, το σχολείο είναι ο πρώτος χώρος συνάντησης κι αλληλεπίδρασης του παιδιού με συνομηλίκους του. Αποτελεί την πρώτη σταθερή αφορμή ομαλής κοινωνικοποίησης. Ωστόσο, τι συμβαίνει όταν αυτό το παιδί προσπαθεί να επιβιώσει ψυχικά λόγω της ανασφάλειας που του επιβάλλεται από την οικογένεια ή/και από την κοινωνία;
Σε αυτήν την περίπτωση τα παιδιά εξαιρετικά ευάλωτα αναζητούν μια ομάδα να νιώσουν ότι ανήκουν, ώστε να βιώσουν την πληρότητα της ασφάλειας και της αποδοχής που τους έχει στερηθεί.
Έτσι, παιδιά απομονωμένα, που μεγαλώνουν με αποστροφή και φόβο για την κοινωνία, εμπλέκονται σε “συμμορίες ανηλίκων” με παραβατική δράση. Τέτοιες ομάδες διαθέτουν τα πλέον κατάλληλα στοιχεία για να προσελκύσουν παιδιά σε αυτήν την ευάλωτη θέση, καθώς έχουν ξεκάθαρο κοινό στόχο που τα μέλη συνδέονται στενά μεταξύ τους για να τον επιτύχουν. Για χάρη, λοιπόν, αυτής της ζωτικής σημασίας ανάγκης της ασφάλειας, του ανήκειν και της αποδοχής, τα παιδιά ενδέχεται ακόμη αι να εμπλακούν με την παραβατικότητα για να τη βιώσουν.
Μικροσύστημα-Οικογένεια
Τέλος, ο πλέον σημαντικός προγνωστικός παράγοντας για την εγκληματικότητα των ανηλίκων είναι η οικογένεια. Καθώς τα παιδιά βρίσκονται ακόμη στη διαδικασία ψυχοσεξουαλικής ανάπτυξης, η οικογένεια αποτελεί τον βασικό και πιο επιδραστικό παράγοντα διαμόρφωσης προσωπικότητας και ψυχισμού.
Έτσι, διαπιστώνεται ότι ακόμη και τα ισχυρότερα ερεθίσματα της κοινωνίας, ακόμη και του σχολείου, βρίσκουν αντίσταση σε όσα η οικογένεια έχει εμφυσήσει στο παιδί με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο.
Συγκεκριμένα για το θέμα της εγκληματικότητας των ανηλίκων, εντοπίζονται δύο ισχυρές διαστάσεις που μπορούν ευθέως να τους αποδοθούν ευθύνες. Έτσι, η οικογένεια αφενός μπορεί άμεσα να προωθήσει πρότυπα βίας, και δεύτερον εντοπίζεται ότι αφήνει το παιδί εκτεθειμένο στις αρνητικές επιδράσεις της κοινωνίας ή/και του σχολείου λόγω της ελλιπούς ασφάλειας.
Πιο αναλυτικά, καταγράφεται ότι μόλις το 24% των ανήλικων παραβατών ισχυρίστηκε ότι δεν είχε καταδικαστεί κάποιο μέλος της οικογένειας του. Είναι προφανές, λοιπόν, ότι κατά την ψυχική ανάπτυξη και μέσω της μίμησης και της ταύτισης, τα παιδιά επηρεάζονται άμεσα από παραβατικούς γονείς.
Παρατηρώντας τα δεδομένα που μας δίνει η ελληνική κοινωνία, διακρίνουμε αναλογική αύξηση της ενδοοικογενειακής βίας εναντίον των γυναικών και της παιδικής εγκληματικότητας, ιδιαιτέρως μετά τη στρεσογόνο περίοδο του εγκλεισμού. Μάλιστα, ακόμη και στην περίπτωση που τα παιδιά αποστρέφονται συνειδητά τις εικόνες βίας που τους προωθούνται από την οικογένεια, αυτές ασυνείδητα καταγράφονται και εκδηλώνονται σε στιγμές μειωμένης άμυνας, όπως είναι μια έντονα αγχωτική εμπειρία. Επίσης, το παιδί μπορεί να καταφύγει στην υιοθέτηση της βίας ως μέσο προσέγγισης του αποφευκτικού γονέα.
Με άλλο λόγια, στην ανάγκη του παιδιού για εγγύτητα και αποδοχή από τον παραβατικό γονέα, χρησιμοποιεί αυτή του την παραβατικότητα -ως ένα έντονο προσωπικό στοιχείο του γονέα- ώστε να έρθει κοντά του, ως ένα στοιχείο ταύτισης.
Από την άλλη μεριά, όταν η οικογένεια δεν ανταποκρίνεται στο βασικό της σκοπό, την πρακτική και συναισθηματική ασφάλεια και πληρότητα, τα παιδιά είναι ψυχοσυναισθηματικά ευάλωτα σε κάθε μορφής επίδραση που τους υπόσχεται ότι θα βιώσουν ότι ανήκουν κάπου και τα αποδέχονται. Εκτός αυτής της απάντησης στο έλλειμμα ασφάλειας, η επιθετικότητα καλλιεργείται κι εκδηλώνεται στα παιδιά ως αντίδραση στην δυσφορική ανασφάλεια του άγχους.
Έτσι, τα παιδιά που μεγαλώνουν σε οικογένειες που δεν τους παρέχουν πληρότητα, αποδοχή κι ασφάλεια, βρίσκονται εκτεθειμένα στις στρεσογόνες και αρνητικές επιδράσεις της κοινωνίας, όπως ενδεικτικά αναφέρονται ως άνω. Αυτή η αίσθηση του εκτεθειμένου μπροστά στα δυσφορικά ερεθίσματα οδηγούν τα παιδιά είτε στην αντιδραστική επιθετικότητα, είτε στην παθητική κατατονία.
Επιλογικά
Αναγνωρίζουμε την αρνητική επίδραση της κοινωνίας, αλλά δεν αρκεί. Το σχολείο και ιδίως η οικογένεια αποτελούν τους βασικούς πυλώνες προστασίας του παιδιού έναντι των όποιων επιδράσεων της κοινωνίας, και σε αυτούς του δύο αξίζει να γίνεται η επένδυση.
Η πιο δυνατή κι αποτελεσματική απάντηση στην εγκληματικότητα των ανηλίκων είναι η παροχή του αισθήματος του ανήκειν. Αυτά τα παιδιά χρειάζονται αποδοχή και ασφάλεια, και γι αυτό δε θα έπρεπε να αντιμετωπίζονται στείρα τιμωρητικά, διότι απλώς επιβεβαιώνεται η πεποίθηση της μοναξιάς τους, επαυξάνωντας τον φαύλο κύκλο της επιθετικής απαντητικότητάς τους.
Σε μια προσέγγιση επιβολής του καλού, υιοθετείται αυτό που ο Αργύρης Χιόνης είχε πει: “Όσο υπάρχουν άνθρωποι που συγκινούνται, αγαπούν και συμπάσχουν,
υπάρχει ελπίδα”
Facebook Comments