Αυτές τις μέρες κορυφώνονται οι κινητοποιήσεις των αγροτών σε όλη την Ελλάδα, με αναμφίβολα μαζική συμμετοχή, και χωρίς πραγματικό κομματικό πρόσημο.

Παρά το γεγονός οτι κάποιες ατυχείς δηλώσεις κυβερνητικών αξιωματούχων υπεστήριξαν το αντίθετο, ρίχνοντας λάδι στη φωτιά. Και δεν θα μπορούσαν να είναι κομματικά υποκινούμενες διότι η πλειονότητα τους είτε είναι με τη ΝΔ, την οποίαν έχει ψηφίσει το 48% των αγροτών είτε επειδή τα κόμματα της αντιπολίτευσης έχουν πολύ περιορισμένη έως ασήμαντη επιρροή επάνω τους (ίσως κάπως μεγαλύτερη να έχει το ΚΚΕ, αλλά και πάλι όχι καθοριστική). Το βέβαιο είναι ότι μετά από μια πενταετία περίπου που είχαν ατονήσει η ανά χειμώνα αγροτικές κινητοποιήσεις, επανήλθαν και προκαλούν μοιραία «πονοκέφαλο» και στην κυβέρνηση αλλά και στην κοινωνία.

Ειδικά φέτος υπάρχουν τέσσερις καινοφανείς ειδικοί λόγοι που δεν υπήρχαν στο παρελθόν κι ενισχύουν την αγωνιστικότητα και την αποφασιστικότητα των αγροτών να επιμείνουν στις κινητοποιήσεις τους, μολονότι οι παροχές της κυβέρνησης Μητσοτάκη είναι όσον το δυνατόν γενναιόδωρες σε σχέση με τα δημοσιονομικά δεδομένα της χώρας.

Ο πρώτος λόγος έχει να κάνει με το γενικότερο κλίμα που επικρατεί πανευρωπαϊκά μετά την προώθηση της πράσινης μετάβασης προς την κοινή αγροτική πολιτική (ΚΑΠ) που αποφάσισε η Ευρωπαϊκή Ένωση. Μια πολιτική η οποία εκ των πραγμάτων έχει να κάνει και με λανθασμένες επιλογές της ευρωπαϊκής γραφειοκρατίας, με την υποχρεωτική αγρανάπαυση γαιών, και την διευκόλυνση εισαγωγών από τρίτες χώρες που παράγουν σε χαμηλότερο κόστος από ότι οι ευρωπαίοι αγρότες, δεδομένου οτι εκεί δεν τηρούν τους περιβαλλοντικούς όρους, που ισχύουν στην ΕΕ. Γι’ αυτό και οι αγροτικές κινητοποιήσεις έπληξαν όλες τις γεωργικές χώρες της Ευρώπης, μεταξύ των οποίων ακόμα και την ίδια τη Γερμανία. Αυτό γίνεται πλέον αντιληπτό στις Βρυξέλλες, που αναζητούν εναλλακτικές λύσεις. 

Ο δεύτερος λόγος αφορά τις μεγάλες καταστροφές στην Θεσσαλία, όπου πράγματι η κατάσταση παραμένει και θα παραμείνει για αρκετό καιρό εφιαλτική για όλους τους κατοίκους της αλλά κυρίως για τους αγρότες οι οποίοι δεν μπορούν να καλλιεργήσουν τα χωράφια που έχουν καλυφθεί από νερά κι έχουν γίνει λασπότοποι, ιδίως στην περιοχή της λίμνης Κάρλας, που ξανά δημιουργήθηκε εξαιτίας του τυφώνα Ντάνιελ.

Ο τρίτος λόγος έχει να κάνει με την μείωση της αγροτικής παραγωγής σε αρκετά είδη και προϊόντα όπως είναι το στάρι το οποίο παίρνει χαμηλότερη τιμή από πέρσι και το ελαιόλαδο που ναι μεν αυξήθηκε όσο αφορά την τιμή του αλλά έχει πολύ χαμηλή παραγωγή. Είναι η πρώτη φορά μετά την πανδημία που οι τιμές των αγροτικών προϊόντων παρουσιάζουν κάμψη. Και αυτό σε συνδυασμό με τις αυξημένες τιμές στο ράφι για τον καταναλωτή επιβαρύνει ακόμα περισσότερο τους έλληνες αγρότες.

Ο τέταρτος λόγος αφορά φυσικά το αυξημένο κόστος του πετρελαίου κίνησης και του ηλεκτρικού ρεύματος που είναι καθοριστική σημασίας για την αγροτική παραγωγή. Εκεί κυβέρνηση έκανε γενναίες παρεμβάσεις με την επιστροφή του ειδικού φόρου κατανάλωσης στο πετρέλαιο και την επιδότηση του ηλεκτρικού ρεύματος. Αλλά και τη δυνατότητα να παράγουν οι ίδιοι το δικό τους ρεύμα, με το πρόγραμμα Απόλλων. Παρά τις αποφάσεις όμως αυτές, οι αγρότες δηλώνουν ότι παραμένουν ανικανοποίητοι, κατά τη γνώμη μας, κακώς.

Η κυβέρνηση σε καμία περίπτωση δεν θέλει να έρθει σε σύγκρουση με τους αγρότες ούτε να προκαλέσει καταλήψεις των εθνικών οδών από τα τρακτέρ τους. Με σεβασμό στα προβλήματά τους αλλά και στις δημοσιονομικές δυνατότητες της χώρας, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης εξαντλεί όλα τα δεδομένα για να κρατήσει ικανοποιημένες και τις δυο πλευρές. Αυτό θα καταστεί δυνατόν μόνον με μια αμοιβαία υποχώρηση και με μια ρεαλιστική προσέγγιση της πραγματικότητας και από τους ίδιους τους αγρότες, οι οποίοι για την κυβέρνηση δεν είναι αντίπαλοι αλλά συνεργάτες. Οι οριστικές αποφάσεις που ελπίζω πως θα καταλήξουν σε εκτόνωση της κρίσης θα ληφθούν την προσεχή Τρίτη στη συνάντηση που θα έχουν οι εκπρόσωποι των αγροτών με τον πρωθυπουργό.

Facebook Comments