Αν εξαιρεθεί η περίοδος της πανδημίας Covid-19 το 2020 και το 2021, το χάσμα μεταξύ της ανάπτυξης των ΗΠΑ και της ευρωζώνης το 2023 ήταν το μεγαλύτερο από την εποχή της κρίσης κρατικού χρέους, και το 2024 αυτή η τάση δεν θα αλλάξει, εκτιμούν οι αναλυτές.

Η ανάπτυξη στις ΗΠΑ διαμορφώθηκε στο 2,5% το 2023 από 1,9% το 2022, ενώ στην ευρωζώνη επιβραδύνθηκε στο 0,5% από 3,4% το 2022. Για το 2024 η Ευρωζώνη αναμένεται να αναπτυχθεί με ρυθμούς μόλις 0,6%, ενώ για τις ΗΠΑ προβλέπεται ένα ποσοστό άνω του 2%.

Το χάσμα ανάπτυξης, ανταγωνιστικότητας και οικονομικών επιδόσεων μεταξύ ΗΠΑ και Ευρώπης έχει ενταθεί το τελευταίο διάστημα, και ειδικά μετά την πανδημία, με την ανθεκτικότητα στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού να εντυπωσιάζει, ενώ οι προκλήσεις που έχουν να αντιμετωπίσουν οι ευρωπαϊκοί θεσμοί και οι κυβερνήσεις είναι τεράστιες. Το τεράστιο εμπορικό σοκ λόγω του πολέμου στην Ουκρανία και η αδύναμη παραγωγικότητα στην Ευρώπη μηδένισαν το αναπτυξιακό κοντέρ, με την περιοχή να χάνει τη μάχη της ανάκαμψης.

Αυτό το χάσμα πάει αρκετά χρόνια πίσω, δύο δεκαετίες σχεδόν, ενώ άρχισε να διογκώνεται από το ξέσπασμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης και ενισχύθηκε μετά την Covid-19. Είναι χαρακτηριστικό πως το 2008, οι οικονομίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των ΗΠΑ είχαν περίπου το ίδιο μέγεθος. Αλλά από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση και μετά, έχουν αποκλίνει δραματικά. Ειδικότερα, το 2008 η οικονομία της ΕΕ ήταν μεγαλύτερη από την αμερικανική: 16,3 τρις δολ. έναντι 14,8 τρις δολ. Μέχρι το 2022, η οικονομία των ΗΠΑ είχε αυξηθεί στα 25 τρις δολάρια, ενώ η ΕΕ (συμπεριλαμβανομένου του Ηνωμένου Βασιλείου) είχε φτάσει μόλις τα 19,8 τρις δολάρια.

Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου το αμερικάνικο ΑΕΠ διαμορφώνεται στα 27,97 τρις δολ. ενώ το ΑΕΠ της ΕΕ είναι στα 19,3 τρις δολ. Συνεπώς, η οικονομία των ΗΠΑ είναι σχεδόν 50% μεγαλύτερη από την ΕΕ (χωρίς το Ηνωμένο Βασίλειο). Αναφερόμενο στην αδυναμία της Ευρωζώνης, το Ταμείο είχε επισημάνει σε έκθεσή του πριν μερικούς μήνες ότι η οικονομία της ζώνης του ευρώ αναπτύχθηκε περίπου 6% τα τελευταία 15 χρόνια, σε όρους δολαρίου, σε σύγκριση με 82% για τις ΗΠΑ. Η ανταγωνιστικότητα της Ευρώπης σημείωσε μάλιστα υποχώρηση κατά 1,2% σ το δ΄ τρίμηνο του περασμένου έτους σε σύγκριση με 12 μήνες νωρίτερα. Στο ίδιο χρονικό διάστημα, η ανταγωνιστικότητα της αμερικανικής οικονομίας αυξήθηκε κατά 2,6%, διευρύνοντας περαιτέρω το χάσμα που χωρίζει τις δύο πλευρές του Ατλαντικού.

Βαθιά δομικά προβλήματα όπως το δημογραφικό με τη συνεχή μείωση του πληθυσμού σε ηλικία εργασίας, οι ανεπαρκείς επενδύσεις και η χαμηλή ανταγωνιστικότητα, οδήγησαν σε χρόνια ασθενούς οικονομικής ανάπτυξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση και αδύναμης αύξησης της παραγωγικότητας. Στη συνέχεια ήρθε το διπλό χτύπημα της πανδημίας και του παρατεταμένου πολέμου της Ρωσίας στην Ουκρανία, με την ανατροπή των παγκόσμιων αλυσίδων εφοδιασμού και την εκτόξευση των τιμών της ενέργειας και των τροφίμων, να επιδεινώσει την κατάσταση. Στο παρελθόν, η ισχυρή εξαγωγική βιομηχανία της ηπείρου μπορεί να είχε «σώσει» τα πράγματα. Αλλά η αργή ανάκαμψη στην Κίνα, μια κρίσιμη αγορά για την Ευρώπη, υπονόμευσε αυτόν τον «αναπτυξιακό πυλώνα».

Η ανησυχία και ο προβληματισμός μεταξύ Ευρωπαίων αξιωματούχων είναι ορατός στις δηλώσεις τους. Τον Φεβρουάριο η Ιζαμπέλ Σνάμπελ, μέλος του Δ.Σ. της ΕΚΤ, χαρακτήρισε «πιο επιτακτική από ποτέ την ανάγκη να κλείσει το χάσμα παραγωγικότητας με τις ΗΠΑ». Μίλησε μάλιστα για «κρίση ανταγωνιστικότητας» οφειλόμενη στις υψηλές τιμές ενέργειας που αντιμετωπίζει ο μεταποιητικός τομέας της Ε.Ε. και στις ελλείψεις κατάλληλου εργατικού δυναμικού. Το χάσμα ανταγωνιστικότητας ανησυχεί και την ΕΚΤ, καθώς μπορεί να εξωθεί ανοδικά το κόστος της εργασίας και έτσι να εγκυμονεί τον κίνδυνο παγίωσης του υψηλού πληθωρισμού.

Ένας άλλος πολύ σημαντικός παράγοντας που διατηρεί το αναπτυξιακό χάσμα μεταξύ Ευρώπης και ΗΠΑ είναι και ο τεχνολογικός κλάδος. Το ευρωπαϊκό τεχνολογικό τοπίο κυριαρχείται από αμερικανικές εταιρείες. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει εκτιμήσει ότι η Ευρώπη θα χρειάζεται 620 δισ. ευρώ σε ιδιωτικές κυρίως επενδύσεις κάθε χρόνο έως το 2030 και περαιτέρω 125 δισ. ευρώ δισ. ευρώ ετησίως στη συνέχεια έως το 2040 ώστε να κλείσει το τεχνολογικό χάσμα με τις ΗΠΑ και να γίνει η Ευρώπη πιο «αυτοδύναμη».

Παράλληλα, αντί να δημιουργούνται νέες επενδύσεις στην Ευρώπη, η περιοχή πάσχει από «αιμορραγία κεφαλαίων», περίπου 330 δισ. ευρώ ετησίως το 2023, όπως ανέφερε το Reuters – καθώς οι ευρωπαίοι διαθέτουν τις αποταμιεύσεις τους εκτός των συνόρων της ηπείρου, όπως για παράδειγμα στην αμερικάνικη χρηματιστηριακή αγορά.

Οι ανώτερες οικονομικές επιδόσεις των ΗΠΑ, ειδικά από το ξέσπασμα της πανδημίας και μετά, μπορούν να εξηγηθούν από τέσσερις κύριους παράγοντες, επισημαίνει η Άριαν Κέρτις, οικονομολόγος της Capital Economics.

Πρώτον, η κρατική υποστήριξη κατά τη διάρκεια της πανδημίας ήταν μεγαλύτερη στις ΗΠΑ από ό,τι σε άλλες οικονομίες. Σύμφωνα με το ΔΝΤ, τα δημοσιονομικά μέτρα ανήλθαν σε περίπου 25% του ΑΕΠ στις ΗΠΑ, σε σύγκριση με 19% στο Ηνωμένο Βασίλειο και 11% κατά μέσο όρο στις μεγάλες οικονομίες της ευρωζώνης. Ο συνδυασμός της επιτάχυνσης της κρατικής στήριξης και της μείωσης των δαπανών για υπηρεσίες κατά τη διάρκεια του lockdown επέτρεψε στα νοικοκυριά να συγκεντρώσουν ένα μεγάλο απόθεμα «υπερβάλλουσας αποταμίευσης» κατά τη διάρκεια της πανδημίας.

Όχι μόνο η κρατική στήριξη ήταν αρχικά μεγαλύτερη στις ΗΠΑ, αλλά τα νοικοκυριά στις ΗΠΑ ήταν πιο πρόθυμα από εκείνα στην Ευρώπη να μειώσουν αυτές τις «υπερβολικές αποταμιεύσεις». Πράγματι, τα νοικοκυριά στις ΗΠΑ χρησιμοποιούν αυτές τις αποταμιεύσεις τα τελευταία δύο χρόνια, όπως αποδεικνύεται από την πτώση του καθαρού επιτοκίου δανεισμού -που μετρά τις αποταμιεύσεις των νοικοκυριών μετά τις συνολικές δαπάνες- κάτω από τον μέσο όρο πριν από την πανδημία. Αλλά στην ευρωζώνη τα καθαρά επιτόκια δανεισμού μετά βίας έπεσαν κάτω από τα προ πανδημίας επίπεδα.

Οι ευρωπαϊκές οικονομίες γνώρισαν επίσης ένα σημαντικό εμπορικό σοκ μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία στις αρχές του 2022. Σε αντίθεση με τις ΗΠΑ, η ευρωζώνη είναι καθαρός εισαγωγέας ενέργειας. Η τιμή του ευρωπαϊκού φυσικού αερίου αυξήθηκε σε ιστορικά υψηλά επίπεδα, πάνω από 18 φορές το μέσο όρο του 2018-19, σε σύγκριση με μια περίπου τριπλάσια αύξηση της τιμής του αμερικανικού φυσικού αερίου. Αυτό οδήγησε σε απότομη άνοδο του πληθωρισμού των τιμών καταναλωτή και παραγωγού, επιβαρύνοντας σε μεγάλο βαθμό τα ευρωπαϊκά νοικοκυριά και επιχειρήσεις.

Τα παραπάνω εξηγηθούν γιατί τα πραγματικά εισοδήματα των νοικοκυριών διατηρήθηκαν καλύτερα στις ΗΠΑ, δίνοντας τη θέση τους σε ισχυρότερες καταναλωτικές δαπάνες από ό,τι σε άλλες προηγμένες οικονομίες.

Ωστόσο, και η πλευρά της προσφοράς της οικονομίας ήταν επίσης ιδιαίτερα αδύναμη σε άλλες προηγμένες οικονομίες και ειδικά τις ευρωπαϊκές. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα στη Γαλλία και τη Γερμανία, για παράδειγμα, όπου η αύξηση της παραγωγικότητας ήταν κατά μέσο όρο αρνητική τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Αντίθετα, η αύξηση της παραγωγικότητας παρέμεινε ισχυρή στις ΗΠΑ και μάλιστα επιταχύνθηκε προς τα τέλη του 2023.

Facebook Comments