Την προηγούμενη εβδομάδα, έγινε πολύ συζήτηση για την πρόταση της εισαγγελέως στην υπόθεση της 12χρονης από τον Κολωνό να απαλλαγεί ο βασικός κατηγορούμενος για βιασμό και μαστροπεία λόγω αμφιβολιών, και αντ’ αυτού να κριθεί ένοχος για τέσσερα άλλα αδικήματα.
Στην πρόταση της εισαγγελέως υπήρξαν έντονες αντιδράσεις από ακτιβιστικές ομάδες και πολιτικά κόμματα επειδή δεν υιοθετήθηκε η κατηγορία του βιασμού.
Το πρώτο ερώτημα που τίθεται είναι γιατί έγινε τόσος θόρυβος για την κατηγορία του βιασμού; Υπάρχει περίπτωση αθώωσης του κατηγορουμένου εξ αυτού του λόγου, όπως αφέθηκε να εννοηθεί;
Στον Ποινικό μας Κώδικα ο βιασμός με άσκηση (οποιασδήποτε μορφής) βίας τιμωρείται με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα (10) ετών (ενώ «χωρίς τη συναίνεση του παθόντος» µε κάθειρξη έως δέκα [10] έτη») (άρ. 336 ΠΚ).
Η διακεκριμένη περίπτωση κατάχρησης ανήλικου ηλικίας κάτω των 14 ετών (342 [1] ΠΚ), που πρότεινε η εισαγγελέας, από πρόσωπο στο οποίο τον είχαν εμπιστευτεί οι οικείοι του, τιμωρείται με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών, δηλαδή με ποινή όπως του βιασμού με άσκηση βίας.
Το δεύτερο αδίκημα για το οποίο ζητήθηκε η ενοχή του κατηγορουμένου αφορά τη διευκόλυνση της ανήλικης να εκδίδεται. Γι’ αυτό το αδίκημα, το άρ. 348 ΠΚ (Διευκόλυνση προσβολών της ανηλικότητας) προβλέπει ότι «Όποιος κατ’ επάγγελμα ή από κερδοσκοπία επιχειρεί να διευκολύνει, έστω και συγκαλυμμένα,…. τη γενετήσια πράξη με ανήλικο, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών ετών (η ανώτερη ποινή είναι πέντε έτη) και χρηματική ποινή.
Το τρίτο αδίκημα, η κατοχή πορνογραφικού υλικού με ανήλικο κάτω των 12 ετών (άρ. 348Α ΠΚ.) τιμωρείται με κάθειρξη τουλάχιστον 10 ετών και χρηματική ποινή. Και σ’ αυτή την περίπτωση η ποινή είναι μεγάλη και ανάλογη με του βιασμού.
Το τέταρτο αδίκημα, η παράνομη οπλοκατοχή τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον 6 μηνών και χρηματική ποινή (Ν. 2168/1993, άρ. 7 [8]).
Η πρόταση της εισαγγελέως, λέγεται πως εάν γίνει δεκτή, θα έχει αποτέλεσμα ποινή, η οποία κατά συγχώνευση μπορεί να φτάσει ή και να ξεπεράσει τα 20 έτη.
Οι δικαζόμενοι, παραπέμφθηκαν με συγκεκριμένες κατηγορίες, δηλαδή για την τέλεση συγκεκριμένων πράξεων. Το δικαστήριο δεν δεσμεύεται να τους τιμωρήσει ακριβώς γι’ αυτές τις κατηγορίες με τις οποίες παραπέμφθηκαν. Μπορεί να τους καταδικάσει γι’ αυτές ή και για περισσότερες, ή να τους απαλλάξει από ορισμένες κατηγορίες, εάν στη διάρκεια της διαδικασίας αποδειχτεί ότι αυτές δεν στοιχειοθετούνται και να προσθέσει άλλες.
Το δικαστήριο στις αποφάσεις του για τη στοιχειοθέτηση μιας εγκληματικής πράξης λαμβάνει υπόψιν του αποδεικτικά στοιχεία και γεγονότα και όχι τα συναισθήματα του «κοινού». Η ποινή είναι εκείνη που θα εκφράσει την αποδοκιμασία της παράνομης πράξης από το δίκαιο και κατ’ επέκταση από την κοινωνία, και ο νόμος αφήνει στον δικαστή την διακριτική ευχέρεια να επιβάλει την αρμόζουσα ποινή εντός των ορίων που αυτός υποδεικνύει. Η ποινή είναι εκείνη που θα ανταποκρίνεται κατά την κρίση του δικαστηρίου στην βαρύτητα της παράνομης πράξης και στο μέγεθος της ενοχής του κατηγορουμένου (π.χ. δόλος, κερδοσκοπία κλπ.).
Για την έκφραση του λαϊκού αισθήματος δικαίου σε σοβαρά εγκλήματα, το δικαϊικό μας σύστημα προβλέπει τη συμμετοχή απλών πολιτών στη σύνθεση των ποινικών δικαστηρίων.
Τι είναι όμως το αίσθημα δικαίου; Είναι α) η ικανότητα του να αντιλαμβάνεται κανείς διαισθητικά και να εφαρμόζει σωστά το ισχύον δίκαιο (δικαστικό αίσθημα δικαίου), β) η αίσθηση για το τι πρέπει να είναι το δίκαιο (στοιχειώδες αίσθημα δικαίου) και γ) είναι η ικανοποίηση για την επικράτηση του δικαίου και την εφαρμογή του νόμου και η δυσαρέσκεια ή η αγανάκτηση για την αδικία (αυτοαναφορικό αίσθημα δικαίου).
Το δεύτερο ερώτημα που τίθεται, είναι αν οι ακραία αυστηρές ποινές που πιθανολογείται ότι θα έχει η καταδίκη του κατηγορουμένου για βιασμό, ικανοποιούν (δικαιολογημένα) αισθήματα εκδίκησης του θύματος ή εξυπηρετούν ατζέντες των ομάδων που διαμαρτύρονται;
Πολλές μελέτες έχουν διαπιστώσει ότι αρκετά χρόνια μετά τη δίκη η αυστηρότητα της τιμωρίας δεν ανταποκρίνεται στα συναισθήματα εκδίκησης των θυμάτων. Ενώ διαχρονικές έρευνες παρατήρησαν, ότι η αυστηρότητα της τιμωρίας μειώνει την εκδικητικότητα των θυμάτων μόνο για το χρονικό διάστημα λίγων εβδομάδων πριν από τη δίκη, έως λίγες εβδομάδες μετά τη δίκη. Και σ’ αυτές τις περιπτώσεις, ωστόσο, υπήρχαν έντονες διακυμάνσεις στα συναισθήματα των ίδιων ατόμων σε διαφορετικές χρονικές στιγμές και έντονες διαφορές μεταξύ διαφορετικών ατόμων. Επομένως, η ικανοποίηση του πόνου των θυμάτων, δεν μπορεί να αιτιολογήσει την επιβολή μιας υπέρμετρα αυστηρής ποινής στους δράστες.
Όσον αφορά τις ακτιβιστικές ομάδες που βλέπουμε να έχουν έντονη παρουσία, τους σύγχρονους «εργολάβους της ηθικής», οι επιστημονικές έρευνες έδειξαν ότι δεν καθοδηγούνται τόσο από την ανάγκη να προστατεύσουν τα άτομα στα οποία αναφέρονται, αλλά από τη δική τους «ηθική» και συμφέροντα (R. Posner 1999), όπως ακριβώς έχει δείξει πλήθος ερευνών στο παρελθόν (H. Becker 1963, J.R. Gusfield 1963, K. Erikson 1966).
Στόχος των εργολάβων ηθικής είναι να συσπειρώσουν την κοινωνία πίσω από κάποιο «κοινωνικό κακό» που την απειλεί, μέσω του επαναπροσδιορισμού συμπεριφορών (και ομάδων) ως αποκλινουσών ή προβληματικών. Οι εργολάβοι της ηθικής δεν χρησιμοποιούν ορθολογικά επιχειρήματα, αλλά αναμειγνύουν εκκλήσεις στο προσωπικό συμφέρον των άμεσα ενδιαφερομένων με συναισθηματικές εκκλήσεις στο κοινό. Μας διδάσκουν να αγαπάμε ή να μισούμε εκείνους που οι ίδιοι αγαπούν ή μισούν και μας ωθούν να κατανοήσουμε ένα πρόβλημα από μια συγκεκριμένη, τη δική τους, οπτική γωνία.
Οι εργολάβοι έχουν επιτύχει τον στόχο τους όταν μπορέσουν να ταυτίσουν μια ολόκληρη ομάδα με μια συγκεκριμένη συμπεριφορά και να δημιουργήσουν φόβο ή ανησυχία ότι αυτή αποτελεί κίνδυνο για όλη την κοινωνία. Έτσι προωθούν όχι μόνο τα συμφέροντά τους (ιδεολογικά, πολιτικά, επαγγελματικά, οικονομικά), αλλά επηρεάζουν την κοινωνία στην κατανόηση του «κινδύνου».
Οι κινητοποιήσεις των διαφόρων ομάδων στην περίπτωση της 12χρονης είναι επιδοκιμαστέες στον βαθμό που δεν ασκείται ψυχολογική πίεση και εκφοβισμός των δικαστών και είναι αποδοκιμαστέες, όπως ακριβώς και οι πολιτικές παρεμβάσεις στη δικαιοσύνη.
Δεν μπορώ να γνωρίζω πόσο ένοχοι (ή αθώοι) είναι οι κύριοι που δικάζονται. Δεν πρέπει όμως ως δημοκρατικό κράτος δικαίου να πάψουμε να υπερασπιζόμαστε το δικαίωμα κάθε υπόπτου να έχει μια δίκαιη δίκη και ότι οι νόμοι εφαρμόζονται ομοιόμορφα και προστατεύουν θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα.
Σύμφωνα με το ποινικό μας σύστημα, όλοι οι κατηγορούμενοι πρέπει να αντιμετωπίζονται με σεβασμό, όσο δύσκολο κι αν είναι. Και να μην μας διαφεύγει ότι αρκετές φορές τόσο στην Ελλάδα όσο και σε άλλες χώρες, διάφορα κατηγορητήρια αποδείχθηκαν διάτρητα και κατέρρευσαν στη διάρκεια της δίκης ή δυστυχώς πολλά χρόνια αργότερα.
Facebook Comments