Ο τρόπος με τον οποίο βλέπουμε και αλληλεπιδρούμε με το επίσημο σύστημα εκπαίδευσης, έχει αλλάξει δραματικά τα τελευταία χρόνια, ιδιαίτερα μετά την πανδημία.
Οι διδασκαλίες μέσω ηλεκτρονικού υπολογιστή, η δυνατότητα μοιράσματος της ύλης και των μαθημάτων σε διαδικτυακά δωμάτια και μέσω μηνυμάτων, τα εξ αποστάσεως βοηθητικά μαθήματα αλλά και η συνειδητοποίηση ότι ο εγκλεισμός των προηγούμενων χρόνων έφερε στην επιφάνεια ένα πλήθος ψυχοκοινωνικών προβλημάτων και διαταραχών που βιώνει η οικογένεια, το ζευγάρι και οι αποδέκτες των μηνυμάτων αυτών, δηλαδή τα παιδιά, όλα τα παραπάνω, κατασκεύασαν μια νοοτροπία «μη υποχρεωτικότητας» στη φοίτηση στα σχολεία, ιδιαίτερα στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση.
Έτσι, οι απουσίες από τα σχολεία άρχισαν να αυξάνονται σε αριθμό από ένα πλήθος αφορμών, δημιουργώντας μια κατάσταση αδιαφορίας για την ουσία της φοίτησης καθαυτής, δημιουργώντας χρόνιους απόντες, πληθαίνοντας τις αναφορές για δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι μικροί μαθητές και οι γονείς τους και απομακρύνοντας τον σχολικό πληθυσμό από την σχολική κοινότητα, εκείνο το αρμονικό σύνολο ανθρώπων που είναι δεμένοι δημιουργικά μεταξύ τους σε μια αδιαπραγμάτευτη, εκπαιδευτική διαδρομή.
Με άλλα λόγια, οι δεσμοί χαλάρωσαν και το σχολείο σε όλες του τις βαθμίδες μπήκε σε τελευταία μοίρα, χάνοντας την αίγλη του στον τρόπο με τον οποίο ο γενικός πληθυσμός πιστεύει πια ότι αυτό παίζει κάποιο ουσιαστικό ρόλο στις ζωές μας, σε σχέση μάλιστα και με τους κάθε λογής εξωσχολικούς δασκάλους, καθηγητές, προπονητές, παράλληλους υποστηρικτές, κόουτς και θεραπευτές που βουλώνουν τις τρύπες του.
Στην Ελλάδα, το θέμα των σχολικών απουσιών αντιμετωπίζεται με τον ίδιο μπακαλίστικο τρόπο με τον οποίο διαχειριζόμαστε σχεδόν όλα τα προβλήματα, σαν να πρόκειται δηλαδή για ζήτημα αριθμητικής και δικαιολόγησης και όχι κενών στην καλλιέργεια κοινωνικών δεξιοτήτων ή στην γνωστική ανάπτυξη που δημιουργούνται επειδή η μαμά γέννησε άλλο ένα παιδάκι οπότε κρατάει και το νηπιαγωγάκι στο σπίτι για να μην κολλήσουμε ιώσεις ή επειδή πάμε συχνά στο χωριό να δούμε τους κουμπάρους ή – σε πιο δύσκολες καταστάσεις – επειδή το παιδί παρουσιάζει αδιάγνωστα προβλήματα στη συμπεριφορά και κανένας δεν το θέλει στην τάξη του, οπότε τηλεφωνούν στη μάνα να έρθει να το περιμαζέψει (τακτική που αρχίζει να παίρνει διαστάσεις επιδημίας). Στην πραγματικότητα, η απομάκρυνση από τις σχολικές αίθουσες ποτέ δεν έχει απασχολήσει σοβαρά, ως επίσημο, γενικευμένο πρόβλημα τους ιθύνοντες, ούτε αυτοί θα μπορούσαν βέβαια να κάνουν κάτι αποτελεσματικό για την διαχείριση του, κυρίως επειδή δεν φαίνεται να ενοχλεί κανέναν: δεν είμαι καν σίγουρη αν οι ίδιοι άνθρωποι που δουλεύουν στα σχολεία πιστεύουν ότι τα σχολεία μπορούν να αλλάξουν τις ζωές μας με τρόπο καθοριστικό, τέτοιο, ώστε η απομάκρυνση από αυτά να σε βάζει σε μειονεκτική θέση στη ζωή.
Σύμφωνα με τα τελευταία παγκόσμια δεδομένα, χρονιότητα στην απουσία από την σχολική φοίτηση δημιουργείται αν οι μαθητές οποιασδήποτε εκπαιδευτικής βαθμίδας απουσιάσουν στο 10% του σχολικού έτους τους, δηλαδή σε ένα σύνολο 18-20 ημερών, για οποιονδήποτε λόγο. Καταλαβαίνετε φυσικά ότι στη χώρα μας, έχουμε τερματίσει τις πίστες καθώς δεκαοχτώ ημέρες είναι μόνο αυτές που κολλάμε στα τριήμερα αργιών προκειμένου να παρατείνουμε μια άλλη, παράλληλη ζωή που ενδεχομένως να δίνει μεγαλύτερα ή καλύτερα ερεθίσματα για μάθηση στα παιδιά (στη φύση πχ, παρέα με τις κατσικούλες) αλλά, σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να τη συζητήσουμε σοβαρά: αν το σχολείο είναι τελευταίο στη λίστα των προτεραιοτήτων μας και είναι απλά ένα μέρος το οποίο δεν μπορούμε ολωσδιόλου να γλιτώσουμε (αν και θα το θέλαμε πολύ), τότε Χιούστον, γιατί ποτέ δεν ψελλίζουμε αυτή την ανικανότητα της εκπαίδευσης να μας ελκύσει, δυνατά και χωρίς φόβο;
Η τόσο παρατεταμένη αυτή απουσία από τα σχολεία μας, οδηγεί σε μια συσσώρευση θεμάτων προς επίλυση, από την δυσκολία στην προσαρμογή σε ένα κοινωνικό σύνολο, μέχρι τα κενά στην ύλη και την επιλεκτική μάθηση, την επιλογή δηλαδή να προσέχουμε μόνο τα μαθήματα εκείνα που ταιριάζουν στα γούστα και τις δυνατότητες μας, αφήνοντας στην άκρη τα υπόλοιπα αφού αυτά δεν βρίσκουν θέση στο μοντέλο ζωής που έχουμε φανταστεί για τον εαυτό μας. Κάπως έτσι βέβαια οδηγούμαστε σε μελλοντικά σχεσιακά αδιέξοδα ή σε οικονομικό αναλφαβητισμό και άλλωστε ποιος θέλει να καταπιεστεί στις μέρες μας να μάθει ορθογραφία; Μήπως δεν έχουμε κολλήσει μια new age θεωρία δίπλα σε κάθε έλλειμμα, με τρόπο που αυτή να τεκμηριώνει την άρνηση μας για ολόπλευρη μόρφωση και καλλιέργεια και όχι για τσιμπολόγημα;
Πάντως η απάντηση στην παρατεταμένη απουσία επουδενί είναι οι δικαιολογημένες/αδικαιολόγητες απουσίες στο χαρτί. Η απουσία γεννήθηκε και γιγαντώθηκε μέσα μας, πρωτίστως εξαιτίας της αδυναμίας του ίδιου του συστήματος να προσαρμοστεί στα σύγχρονα δεδομένα, να πείσει και να αποτελέσει ελκυστική επιλογή για εκπαιδευτικό προσωπικό, μαθητές και γονείς ταυτόχρονα. Μια γενναία, τολμηρή συζήτηση για την εκπαίδευση είναι αναγκαία, αν ποτέ φυσικά βρούμε το χρόνο να συναντηθούμε, έξω από τα ιδεολογικά μαγαζιά μας, σε τόπο κοινό.
* Η Δέσποινα Λιμνιωτάκη είναι Κοινωνική Ψυχολόγος και Εντεταλμένη Σύμβουλος στον τομέα Δημόσιας Υγείας και Δημοτικών Ιατρείων, με ευθύνη την εποπτεία και των συντονισμό των δράσεων του Τμήματος Προληπτικής Ιατρικής και Προαγωγής της Υγείας, για τον Δήμο Αθηναίων.
Facebook Comments