Αρκετά μακριά από τις προβλέψεις της ελληνικής κυβέρνησης για την ανάπτυξη κινούνται οι διεθνείς οίκοι, τη στιγμή που τα «σύννεφα» γύρω από τις προοπτικές έχουν αρχίσει να αυξάνονται λόγω των εντάσεων στη Μέση Ανατολή οι οποίες μπορεί να ανατρέψουν το σκηνικό για τον πληθωρισμό, και άρα τα επιτόκια και τα δημοσιονομικά.

Η κυβέρνηση ακόμα διατηρεί την πρόβλεψη για 2,9% ανάπτυξη φέτος, αν και αναμένεται να την αναθεωρήσει προς το 2,5%. Ακόμα και έτσι, η εκτίμηση είναι εξαιρετικά φιλόδοξη και τείνει να χαρακτηριστεί και μη ρεαλιστική. Το ΔΝΤ την περασμένη εβδομάδα έβαλε στο 2% τον πήχη για την ανάπτυξη φέτος στην Ελλάδα, ενώ οι διεθνείς αναλυτές και οι οίκοι αξιολόγησης τον τοποθετούν στο 1%-2%.

Εκτός λοιπόν των εγχώριων προκλήσεων που συνεχίζουν να σκιάζουν τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, όπως το δημογραφικό, η κλιματική αλλαγή και το ακόμα μεγάλο επενδυτικό χάσμα με την Ευρώπη, η ενίσχυση των γεωπολιτικών εντάσεων στο «εξωτερικό» δημιουργούν ένα νέο σκηνικό αβεβαιότητας. Η ήδη αδύναμη ανάπτυξη των μεγάλων οικονομιών της Ευρώπης, στις οποίες και η Ελλάδα βασίζεται για επενδύσεις, εξαγωγές και τουρισμό, σε συνδυασμό με τον υπαρκτό κίνδυνο νέων ανοδικών πιέσεων στον πληθωρισμό, αποτελούν πρόσθετη πρόκληση.

Σίγουρα η Ελλάδα γνώρισε μια εντυπωσιακή ανάκαμψη μετά την πανδημία και αποδείχθηκε ανθεκτική καθ’ όλη τη διάρκεια της ενεργειακής κρίσης, με το ΑΕΠ πλέον να υπερβαίνει κατά 6% τα επίπεδα του 2019 (έναντι 3,5% κατά μέσο όρο για την Ευρωζώνη). Ο ρυθμός ανάκαμψης έχει αμβλυνθεί τα τελευταία τρίμηνα, παρά το γεγονός ότι η συνολική ανάπτυξη το 2023 ήταν ισχυρή στο 2%. Οι παγκόσμιες προκλήσεις, όπως η σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής και οι γεωπολιτικές εντάσεις, καθώς και τα εγχώρια γεγονότα (η αγροτική δραστηριότητα μειώθηκε λόγω σοβαρών πλημμυρών) έχουν ξεκάθαρα επηρεάσει την οικονομική δραστηριότητα.

Τα παραπάνω τα υπογραμμίζουν και οι διεθνείς οίκοι. Σύμφωνα με την DBRS, το εξωτερικό μακροοικονομικό περιβάλλον παραμένει γεμάτο προκλήσεις, με αυξημένες αβεβαιότητες ασφάλεια. Ο οίκος τοποθετεί, προς το παρόν, την ανάπτυξη της Ελλάδα φέτος στο 2%, έναντι κάτω του 1% για την Ευρωζώνη. Υπάρχει ο κίνδυνος κλιμάκωσης των γεωπολιτικών εντάσεων (Ουκρανία, Μέση Ανατολή) που θα οδηγούσε σε άνοδο των τιμών των εμπορευμάτων και θα ασκούσε ανοδικές πιέσεις στις τιμές. Αυτό θα καθυστερούσε τις αποφάσεις των κεντρικών τραπεζών για μειώσεις επιτοκίων και θα μπορούσε να οδηγήσει σε πρόσθετη ανάγκη για δημοσιονομικά μέτρα, όπως σημειώνει.

Οι κύριοι εμπορικοί εταίροι της Ελλάδας είναι ευρωπαϊκές χώρες, με το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γερμανία, τη Βουλγαρία και τη Γαλλία να αποτελούν τις κύριες τουριστικές αγορές. Οι δυσμενείς εξελίξεις στις κύριες αγορές της Ελλάδας θα έχουν ως αποτέλεσμα χαμηλότερα έσοδα από τον τουρισμό και τις εξαγωγές υπηρεσιών, όπως προσθέτει. Και όλα αυτά τη στιγμή που τα επιτόκια παραμένουν υψηλά, συμπιέζοντας ήδη τα εισοδήματα των νοικοκυριών και επηρεάζοντας την επιχειρηματική δραστηριότητα.

Όπως εκτιμά η Allianz, η ασθενής παγκόσμια ζήτηση θα δημιουργήσει νέες προκλήσεις για την ανάπτυξη στην Ελλάδα φέτος. Αναμένει ότι η αύξηση του ΑΕΠ θα αμβλυνθεί και θα φτάσει το 1%. Η Ελλάδα έχει επηρεαστεί από την επιβράδυνση των αγορών προορισμού των κορυφαίων εξαγωγών της, τη στιγμή που η χώρα εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις εξαγωγές υπηρεσιών όπως ο τουρισμός, όπως επισημαίνει. Πάντως, η βελτίωση της κατανάλωσης και των επενδύσεων θα πρέπει να αντισταθμίσουν εν μέρει ορισμένες αδυναμίες. Η ανάκαμψη της αγοραστικής δύναμης καθώς ο πληθωρισμός εξομαλύνεται και η αγορά εργασίας που παραμένει σταθερή (παρόλο που τα ποσοστά απασχόλησης είναι από τα χαμηλότερα στην Ευρωζώνη), αναμένεται να στηρίξουν την ιδιωτική κατανάλωση, επισημαίνει ο οίκος.

Αξίζει να σημειώσουμε πως η Bank of America βλέπει στο 1,1% την ανάπτυξη στην Ελλάδα φέτος, και η UniCredit στο 1,3%. Από την πλευρά της η HSBC τοποθετεί στο 1,5% την εκτίμηση για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας το 2024 και στο 1,7% το 2025, αρκετά χαμηλότερα από τις εκτιμήσεις της ελληνικής κυβέρνησης. Πάντως επισημαίνει πως η Ελλάδα, όπως και οι περισσότερες χώρες της περιφέρειας θα υπεραποδώσουν των χωρών του πυρήνα της ευρωζώνης φέτος, τη στιγμή που η Γερμανία θα αποτελέσει τον πιο αδύναμο κρίκο της περιοχής, με αρνητικούς ρυθμούς ανάπτυξης (-0,2%).

Αξίζει να σημειώσουμε πως σε πρόσφατη έκθεση της η Κομισιόν, στο Debt Monitor, τόνισε πως το διάστημα έως το 2034 είναι κρίσιμο για τα δημοσιονομικά της Ελλάδας. Ειδικότερα, όπως ανέφερε, η Ελλάδα και άλλες οκτώ χώρες –  Βέλγιο, Ισπανία, Γαλλία, Ιταλία, Πορτογαλία, Ρουμανία, Σλοβακία και Φινλανδία, εκτιμάται ότι αντιμετωπίζουν υψηλούς κινδύνους δημοσιονομικής βιωσιμότητας στο μεσοπρόθεσμο διάστημα, δηλαδή έως το 2034, για διαφορετικούς λόγους. Για παράδειγμα, για τις Βέλγιο, Ισπανία, Γαλλία και Ιταλία ο κίνδυνος οφείλεται στο ότι αναμένεται να καταγράψουν αύξηση των ήδη υψηλών δεικτών χρέους. Για τις Ρουμανία, Σλοβακία και Φινλανδία το χρέος αναμένεται να αυξηθεί πάνω από το 90% του ΑΕΠ. Και για την Ελλάδα, το χρέος, αν και μειώνεται, παραμένει υψηλό, ενώ η δημοσιονομική της θέση είναι φιλόδοξη. Όπως σημειώνει η Κομισιόν, οι προβλεπόμενες χρηματοδοτικές ανάγκες υποδηλώνουν ότι οι χώρες με τους υψηλότερους δείκτες χρέους είναι περισσότερο εκτεθειμένες σε πιθανές προκλήσεις ρευστότητας. Για την Ελλάδα αναμένεται να αυξηθούν μάλιστα στα «απαγορευτικά» επίπεδα του 15,8% του ΑΕΠ το 2033 (από 7,3% φέτος) όταν «ξεπαγώσουν» οι πληρωμές των τόκων του 2013 μετά από δύο δεκαετίες.

Πάντως, κατά τους οικονομολόγους, οι προκλήσεις για την Ελλάδα, ανεξαρτήτως του αντίκτυπου των γεωπολιτικών εξελίξεων και της αδύναμη ανάπτυξης σε άλλες χώρες της ευρωζώνης, παραμένουν αρκετές και σημαντικές. Η υπο-επενδυση στην οικονομία εξακολουθεί να είναι βαθιά και θα χρειαστούν χρόνια για να κλείσει το μεγάλο χάσμα με τις ευρωπαϊκές χώρες. Επίσης, το δημογραφικό είναι η μεγαλύτερη πρόκληση μακροπρόθεσμα, με τα ποσοστά γονιμότητας να είναι από τα χαμηλότερα στην ευρωζώνη και με έναν πληθυσμό σε ηλικία εργασίας να μειώνεται γρήγορα, τονίζει η Oxford Economics.  Επιπλέον, όπως επισημαίνει η  DBRS, ακραία γεγονότα που σχετίζονται με το κλίμα, παρόμοια με αυτά που είδαμε πέρυσι, θα μπορούσαν επίσης να αποδυναμώσουν την οικονομική ανάπτυξη και να αυξήσουν το δημοσιονομικό κόστος.

Facebook Comments