Οι κυβερνήσεις της ζώνης του ευρώ οι οποίες δεν μπορούν να εφαρμόσουν συνεπή μεσοπρόθεσμα δημοσιονομικά σχέδια θα βρεθούν αντιμέτωπες με πιέσεις στην πιστοληπτική τους αξιολόγηση, προειδοποιεί ο οίκος αξιολόγησης Scope Ratings σε σημερινή του έκθεση, αντίθετα με χώρες όπως η Ελλάδα, που έχει εφαρμόσει σημαντικές μεταρρυθμίσεις.

“Ανησυχούμε για τις υπερχρεωμένες χώρες με μεγάλα πρωτογενή ελλείμματα και τις κυβερνήσεις που λειτουργούν σε εξαιρετικά κατακερματισμένα πολιτικά περιβάλλοντα και αγωνίζονται να εφαρμόσουν μεταρρυθμίσεις”, όπως τονίζει ειδικότερα ο Alvise Lennkh-Yunus, επικεφαλής κρατικών αξιολογήσεων της Scope.

Πρώην πληγείσες από την κρίση χώρες όπως η Ελλάδα, η Ιρλανδία, η Πορτογαλία, η Ισπανία και η Κύπρος έχουν εφαρμόσει σημαντικές μεταρρυθμίσεις στο πλαίσιο των προγραμμάτων οικονομικής βοήθειας της ΕΕ, με αποτέλεσμα να έχουν ευνοϊκότερες μακροοικονομικές τροχιές, τονίζει ο οίκος. Ωστόσο, δεν χρησιμοποίησαν όλες οι χώρες της ζώνης του ευρώ τόσο αποτελεσματικά τα τελευταία χρόνια της χαλαρής νομισματικής πολιτικής για να αντιμετωπίσουν τις δημοσιονομικές προκλήσεις που αντιμετωπίζουν.

“Το δύσκολο πλαίσιο για τις κυβερνήσεις της ζώνης του ευρώ πηγάζει από τρεις προκλήσεις: μέτρια ανάπτυξη, υψηλό δημόσιο χρέος και αυξανόμενες πληρωμές τόκων, που συμπίπτουν με πιέσεις για υψηλότερες δαπάνες και επενδύσεις που προορίζονται κυρίως για τους ηλικιωμένους, το περιβάλλον και την άμυνα”, τονίζει ο οίκος.

Μαζί, αυτές οι τάσεις θα επιβαρύνουν τους δημοσιονομικούς προϋπολογισμούς κατά περίπου 3%-4% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο τα επόμενα χρόνια. Αυτά περιλαμβάνουν σημαντικές επενδυτικές ανάγκες για την ουδετερότητα του άνθρακα έως το 2050, οι οποίες υπολογίζονται σε περίπου 0,5% έως 1,0% του ΑΕΠ ετησίως μόνο για τον δημόσιο τομέα, με βάση τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Η Ευρώπη αντιμετωπίζει επίσης μεγάλες επενδυτικές ανάγκες για την επίτευξη αμυντικών στόχων του ΝΑΤΟ, σε ορισμένες περιπτώσεις 0,5% έως 1,0% του ΑΕΠ, επιπλέον της χρηματοδοτικής στήριξης για την Ουκρανία. Επίσης, οι βιομηχανικές πολιτικές για την ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής για οικονομική αυτονομία και εθνική ασφάλεια θα συμπιέσουν επίσης τους ευρωπαϊκούς κρατικούς προϋπολογισμούς, μέσω χαμηλότερων φόρων ή/και πιο γενναιόδωρων επιδοτήσεων.

Συνολικά, τονίζει η Scope, οι προτεραιότητες πολιτικής της Ευρώπης συνεπάγονται υψηλότερες δαπάνες και επενδυτικές ανάγκες της τάξης του 3-4% περίπου του ΑΕΠ σε μια εποχή που η ανάπτυξη είναι μέτρια, στην καλύτερη περίπτωση.

Αντίθετα με χώρες όπως η Ελλάδα, πολλές χώρες είναι αντιμέτωπες με σημαντικούς κινδύνους, αναφέρει ο οίκος. Η Γαλλία και το Βέλγιο, για παράδειγμα, τις οποίες η Scope αξιολογεί με αρνητικές προοπτικές, κινδυνεύουν να μην αναγνωρίσουν πλήρως τους οικονομικούς περιορισμούς τους. Τα κυβερνητικά σχέδια που στοχεύουν μόνο στη σταθεροποίηση του δημόσιου χρέους στους τρέχοντες αυξημένους δείκτες, υποδηλώνουν ότι το χρέος θα συνεχίσει να αυξάνεται όποτε εμφανιστεί η επόμενη κρίση.

Η πρόσφατη ανοδική αναθεώρηση του δημοσιονομικού ελλείμματος της Γαλλίας στο 5,5% του ΑΕΠ για το 2023 θέτει σημαντικά περαιτέρω εμπόδια στο σχέδιο εξυγίανσης της κυβέρνησης, το οποίο, σύμφωνα με το Ελεγκτικό Συνέδριο, μπορεί τώρα να απαιτήσει πρόσθετες εξοικονομήσεις περίπου 50 δισ. ευρώ ή 2% του ΑΕΠ τα επόμενα χρόνια, ενόψει των προεδρικών εκλογών του 2027.

Ομοίως, ελλείψει αλλαγών πολιτικής στο Βέλγιο μετά τις ομοσπονδιακές και περιφερειακές εκλογές του Ιουνίου, η Scope αναμένει ότι η χώρα θα καταγράψει το μεγαλύτερο δημοσιονομικό έλλειμμα στην Ευρώπη, υπερβαίνοντας το 5% του ΑΕΠ τα επόμενα χρόνια. Αυτό θα οδηγήσει σε μια σταθερά αυξανόμενη τροχιά χρέους και στο τρίτο υψηλότερο επίπεδο δημόσιου χρέους στην Ευρώπη έως το 2028, μετά την Ελλάδα και την Ιταλία.

Κούρταλη Ελευθερία

Facebook Comments