Η γαλλική πολιτική κρίση έχει οδηγήσει σε άνοδο τις αποδόσεις και τα spreads πολλών χωρών της ευρωζώνης, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας. Το ελληνικό spread στη 10ετία διαμορφώνεται πλέον στις 125 μ.β, όταν πριν ένα μήνα ήταν στις 100 μ.β, έχοντας επιστρέψει, συνεπώς, στα επίπεδα του Οκτωβρίου του 2023.

Μάλιστα η άνοδος του spread της Ελλάδας ήταν η μεγαλύτερη στην ευρωζώνη και ίδια με αυτή των γαλλικών spreads. Το spread στη Γαλλία διαμορφώνεται στις 74 μ.β. από 48 μ.β πριν τις ευρωεκλογές, για την Ιταλία η αύξηση του spread ήταν μικρότερη, στις 20 μ.β (έφτασε τις 152 μ.β), για την Ισπανία κινήθηκε στις 17 μ.β., ενώ για την Πορτογαλία στις 13 μ.β.

Η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, η υπεραπόδοση της ελληνικής οικονομίας, η βελτίωση στα δημοσιονομικά και το γεγονός ότι η Ελλάδα έχει ήδη καλύψει πάνω από το 80% των δανειακών της αναγκών για το έτος, «λογικά» σημαίνουν που οι αγορές δεν θα έπρεπε να ανησυχούν ή να δείχνουν προβληματισμό και νευρικότητα για τη χώρα. Τουλάχιστον όχι μεγαλύτερη από ότι σε άλλες χώρες οι οποίες μάλιστα είναι αντιμέτωπες με δημοσιονομικά προβλήματα και «ποινές» από την Ε.Ε.

Συνεπώς, αν και η ελληνική οικονομία έχει γίνει πολύ πιο ανθεκτική στα εξωτερικά σοκ σε σχέση με το παρελθόν, η εικόνα στην αγορά ομολόγων αποδεικνύει πως παραμένει ευάλωτη και πως η… τάση για προβληματισμό από τους επενδυτές προς τη χώρα μας, παραμένει. Όπως σημείωσε και ο ESM στην ετήσια έκθεσή του, σε πιο μακροπρόθεσμο επίπεδο η Ελλάδα αντιμετωπίζει προκλήσεις σε ό,τι αφορά τη βιωσιμότητα και την ικανότητα αποπληρωμής του δημόσιου χρέους της και αυτό προκύπτει «από το υψηλό εξωτερικό δημόσιο χρέος, τα μεγάλα εξωτερικά ελλείμματα, την αδύναμη αύξηση της παραγωγικότητας και διάφορες ευπάθειες του τραπεζικού κλάδου», όπως σημείωσε σχετικά.

«Καμπανάκια» χτύπησε και η Κομισιόν την περασμένη εβδομάδα, εφιστώντας την προσοχή της ελληνικής κυβέρνησης στην έγκαιρη υλοποίηση των έργων και μεταρρυθμίσεων του Ταμείου Ανάκαμψης, καλώντας την να βελτιώσει τη λειτουργία της δημόσιας διοίκησης προς αυτή την κατεύθυνση, ώστε να αξιοποιηθεί σωστά η μεγάλη αυτή επενδυτική ευκαιρία για τη χώρα. Επιπλέον πηγές προβληματισμού, κατά την Κομισιόν, είναι και η αύξηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών του κράτους στους ιδιώτες, η έλλειψη εργατικού δυναμικού, το υψηλό έλλειμμα ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και η αργή διαδικασία εκκαθάρισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων από τους servicers.

Επομένως, είναι περισσότερο από σαφές πως αν και η επενδυτική βαθμίδα είναι ένα σημαντικό ορόσημο, ωστόσο δεν αποτελεί και το τέλος του δρόμου για τη χώρα και αυτό είναι κάτι που το βλέπουν και οι αγορές.

Ωστόσο, στα θετικά, σύμφωνα με τους οίκους, η αύξηση των ελληνικών spreads είναι προσωρινή και σύντομα θα επιστρέψουν στην «κανονικότητα».

Η JP Morgan επανέλαβε την περασμένη εβδομάδα πως συνεχίζει να διατηρεί την long στάση της για τα ελληνικά 10ετή ομόλογα έναντι των ιταλικών λόγω του ότι η Ελλάδα έχει καλύψει ήδη το μεγαλύτερο μέρος των δανειακών της αναγκών για φέτος οπότε οι πιέσεις από το μέτωπο τη προσφοράς θα είναι περιορισμένες, τη στιγμή που οι ελληνικοί τίτλοι συνεχίζουν να αποτελούν ένα χρήσιμο «εργαλείο» hedging έναντι του ρίσκου στις αγορές, κατά την άποψή της.

Όπως εκτιμά η Capital Economics, η πολιτική αβεβαιότητα στη Γαλλία θα διατηρήσει υπό πίεση τα spreads των κρατικών ομολόγων βραχυπρόθεσμα, όχι μόνο στη Γαλλία αλλά και σε άλλες ευάλωτες χώρες της ευρωζώνης. Ωστόσο θεωρεί πως στη συνέχεια η πίεση θα υποχωρήσει σημαντικά στην Ελλάδα, την Πορτογαλία και την Ισπανία, λόγω της βελτίωσης της δημοσιονομικής δυναμικής των χωρών αυτών.

Όπως αναφέρει ο οίκος, το spread των γαλλικών 10ετών ομολόγων έναντι της Γερμανίας έχει αυξηθεί κατά περίπου 25 μονάδες βάσης και στις 75 μ.β από τότε που ο Γάλλος πρόεδρος αποφάσισε να προκηρύξει πρόωρες εκλογές. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι επενδυτές δεν βλέπουν κάποιο ρεαλιστικό αισιόδοξο σενάριο για τη χώρα.

Μια νίκη από το ακροδεξιό κόμμα «Εθνική Συσπείρωση» ή το αριστερό «Νέο Λαϊκό Μέτωπο» θα εγείρει ανησυχίες για τη βιωσιμότητα του χρέους, δεδομένης της δέσμευσής τους να αυξήσουν σημαντικά τις δημόσιες δαπάνες. Και τα δύο κόμματα εξετάζουν επίσης το ενδεχόμενο να πάρουν «πίσω» ορισμένες από τις βασικές μεταρρυθμίσεις του Μακρόν (π.χ. τη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος). Παράλληλα, υπάρχουν αμφιβολίες σχετικά με τη δέσμευση μιας ενδεχόμενης κυβέρνησης ενός εκ των δύο αυτών κομμάτων, στους δημοσιονομικούς κανόνες της ΕΕ. Εάν η Γαλλία δεν σεβαστεί το νέο πλαίσιο, οι επενδυτές μπορεί να ανησυχούν ότι και άλλες χώρες θα ακολουθήσουν το παράδειγμά της, αυξάνοντας τους κινδύνους βιωσιμότητας του χρέους όχι μόνο στη Γαλλία αλλά και σε άλλα μέρη της ΕΕ. Επιπλέον, ακόμη και αν τα κόμματα του κέντρου κατάφερναν να σχηματίσουν κυβέρνηση, θα ήταν πιθανώς ακόμη πιο αδύναμη από την τρέχουσα, και ακόμη λιγότερο ικανή να προωθήσει φιλικές προς την αγορά μεταρρυθμίσεις.

Όπως συμβαίνει πάντα στην ευρωζώνη, οι ανησυχίες για μια χώρα – ειδικά αν είναι μεγάλη – μεταδίδονται και σε άλλες χώρες, έτσι, οι αποδόσεις των ομολόγων έχουν αυξηθεί όχι μόνο στη Γαλλία αλλά και σε άλλες χώρες που θεωρούνται ευάλωτες.

Η Capital Economics αμφιβάλλει ότι αυτές οι ανησυχίες θα υποχωρήσουν μετά τις επερχόμενες εκλογές. Έτσι, τα spreads στο Βέλγιο, την Ελλάδα, την Ιταλία, την Πορτογαλία και την Ισπανία (που έχουν αυξηθεί σχεδόν όσο εκείνα της Γαλλίας) δεν θα μειωθούν βραχυπρόθεσμα.

Ωστόσο στη συνέχεια και όταν επικρατήσει «ψυχραιμία», τα spreads σε Ελλάδα, Πορτογαλία και Ισπανία, θα υποχωρήσουν και πάλι και στα επίπεδα που ήταν πριν ξεσπάσει η γαλλική πολιτική κρίση, όπως επισημαίνει. Και αυτό δεδομένων των προσπαθειών που έχουν κάνει για να βελτιώσουν την κατάσταση των δημόσιων οικονομικών τους και ειδικά η Ελλάδα και η Πορτογαλία οι οποίες έχουν πλέον μειώσει τον δείκτη χρέους προς ΑΕΠ  πολύ κάτω από το επίπεδο πριν την πανδημία.

Facebook Comments