Η φετινή ετήσια σύνοδος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στη Σίντρα της Πορτογαλίας, προέβαλε τα διλήμματα με τα οποία ήταν αντιμέτωποι οι αξιωματούχοι της ΕΚΤ προσπαθώντας να ισορροπήσουν στη λεπτή γραμμή μεταξύ ύφεσης και ελέγχου του πληθωρισμού την περίοδο μετά το ξέσπασμα της COVID-19.
Παράλληλα – και το οποίο προκάλεσε τεράστια συζήτηση και αντιδράσεις – αποκάλυψε ένα «λάθος» της ΕΚΤ όσον αφορά τον εντοπισμό των αιτιών που προκάλεσαν τον πληθωρισμό, ενώ έστειλε και ένα σημαντικό μήνυμα προς τους κεντρικούς τραπεζίτες: το τελευταίο μίλι στη μείωση του πληθωρισμού θα είναι το ευκολότερο και τα επιτόκια πρέπει να συνεχίσουν να μειώνονται σταδιακά.
Παρουσιάζοντας στο πλαίσιο της συνόδου μια μελέτη για τους παράγοντες του πληθωρισμού μετά την πανδημία, ο οικονομολόγος Τζόρτζιο Πριμιτσέρι ξεκίνησε με το συμπέρασμα ότι η απότομη αύξηση των τιμών από τα τέλη του 2021 οφειλόταν κυρίως σε σοκ στην πλευρά της ζήτησης και όχι από την πλευρά της προσφοράς.
Την παρουσίαση παρακολούθησαν όλα τα μέλη του Δ.Σ της ΕΚΤ, πρώην και άλλοι νυν αξιωματούχοι, διεθνή ΜΜΕ και πολλά άλλα πρόσωπα του επιχειρηματικού κόσμου και της οικονομίας.
«Ο πληθωρισμός μετά την COVID-19 προκλήθηκε απροσδόκητα κυρίως από ισχυρές δυνάμεις από την πλευρά της ζήτησης, όχι μόνο στις Ηνωμένες Πολιτείες αλλά και στην Ευρωζώνη. Ο πληθωριστικός αντίκτυπος των κλυδωνισμών προσφοράς ήταν λιγότερο έντονος – παρόλο που αυτά τα σοκ έχουν περιορίσει σημαντικά την οικονομική δραστηριότητα», τόνισε ο Πριμιτσέρι.
Σημειώνεται πως η επικρατέστερη γραμμή της ΕΚΤ, που επανέλαβε και πρόσφατα ο Λέιν, είναι ότι η περιορισμένη προσφορά είναι υπεύθυνη για το μεγαλύτερο μέρος του υψηλού πληθωρισμού το 2021-2022.
Αυτή η θέση της μελέτης προκάλεσε έντονη διαφωνία από αξιωματούχους της ΕΚΤ, όπως ο επικεφαλής οικονομολόγος Φίλιπ Λέιν ο οποίος πήρε το μικρόφωνο να… σημειώσει τη διαφωνία του, και ο διοικητής της Τράπεζας της Γαλλίας Φρανσουά ντε Γκαλό.
Ο πρώην αντιπρόεδρος της ΕΚΤ Βίτορ Κονστάνσιο ανάρτησε μάλιστα στο X (πρώην Twitter) ένα μακροσκελές post αμυνόμενος των επίλογών της ΕΚΤ και τονίζοντας πως «το φόρουμ της ΕΚΤ στην Σίντρα φέτος είχε μια κακή αρχή με μια εργασία των Πριμιτσέρι και Τζιανόνε που χρησιμοποιεί ένα απλό ανεπαρκές μοντέλο για να καταλήξει στο (λανθασμένο) συμπέρασμα ότι οι επιδράσεις που βασίζονται στη ζήτηση είναι κυρίαρχες στην εξήγηση του πρόσφατου επεισοδίου πληθωρισμού, ιδιαίτερα στην ευρωζώνη».
Ο Πριμιτσέρι διεμήνυσε πως, σύμφωνα με τη μελέτη που έκανε μαζί με τον οικονομολόγο Ντομένικο Τζιανόνε και πυροδοτώντας και άλλο το λίμα, εάν η ΕΚΤ συνεχίσει να εφαρμόζει την περιοριστική πολιτική προκειμένου να επηρεάσει τη ζήτηση με στόχο το 2% για τον πληθωρισμό, θα χτυπήσει ακόμη περισσότερο την ήδη αδύναμη οικονομία της περιοχής. «Με την παραγωγή να έχει ήδη αποδυναμωθεί από αυτές τις δυσμενείς συνθήκες προσφοράς, οποιαδήποτε προσπάθεια της ΕΚΤ να μετριάσει περαιτέρω τις πληθωριστικές πιέσεις που οφείλονται στη ζήτηση –να διατηρήσει τον πληθωρισμό κοντά στον στόχο του 2%– θα παρεμπόδιζε σοβαρά μια ήδη αναιμική ανάκαμψη», όπως σημείωσε.
Αυτό ήταν ένα ξεκάθαρο μήνυμα για τον λάθος δρόμο που επιμένει να ακολουθεί η ΕΚΤ και ο οποίος μπορεί να εξελιχθεί σε εξαιρετικά επικίνδυνος για την οικονομία. Για αυτό άλλωστε αντέδρασαν οι αξιωματούχοι της που… είτε τους έπνιγε το δίκιο είτε ήθελαν να σκεπάσουν το άδικο…
Στη συνέχεια ο οικονομολόγος παρουσίασε τρία σενάρια για τον δρόμο που θα μπορούσε να είχε επιλέξει η ΕΚΤ αντί για αυτόν που ακολούθησε, αυξάνοντας δηλαδή τα επιτόκια κατά 450 μονάδες βάσης το 2022-2023, με τον πληθωρισμό να κορυφώνεται στο μεσοδιάστημα λίγο πάνω από το 10%. Και όπως φάνηκε, υπήρχε καλύτερος από αυτόν που ακολούθησε…
Στο πρώτο σενάριο εξετάστηκε τι θα είχε συμβεί αν η ΕΚΤ είχε αυξήσει τα επιτόκια κατά το ίδιο ποσό, αλλά ξεκινούσε τη σύσφιγξη της πολιτικής της περίπου ένα χρόνο νωρίτερα. «Ως αποτέλεσμα, ο πληθωρισμός θα είχε κορυφωθεί στο 6% αλλά το ΑΕΠ θα ήταν χαμηλότερο κατά μόνο 1%». Με λίγα λόγια, το τίμημα της ελαφρώς ταχύτερης ανάκαμψης της οικονομίας ήταν περίπου 4 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερος πληθωρισμός.
Ακολούθως εξετάστηκε ποιο θα ήταν το αποτέλεσμα εάν η νομισματική πολιτική είχε επικεντρωθεί στο μέτωπο της ζήτησης. Σύμφωνα με τη θεωρία, όπως αναφέρει η μελέτη, οι κεντρικές τράπεζες θα πρέπει να εξουδετερώσουν τα σοκ από την πλευρά της ζήτησης, για να εγγυηθούν τη σταθερότητα τόσο των τιμών όσο και της παραγωγής. «Για να το πετύχει αυτό, η ΕΚΤ θα έπρεπε να έχει καταστείλει τον αντίκτυπο όλων των σοκ της ζήτησης –νομισματικών και μη– στον πληθωρισμό», σημείωσε ο Πριμιτσέρι. Σε αυτή την περίπτωση ο πληθωρισμός θα είχε κορυφωθεί στο μόλις 3%, ωστόσο το ΑΕΠ θα κατέγραφε ισχυρή βουτιά και θα ήταν 5% χαμηλότερο από αυτό που καταγράφηκε το 2023. Σε αυτό το σενάριο τα επιτόκια θα είχαν αυξηθεί στο 6% περίπου, έναντι του 4% που κορυφώθηκαν στον κύκλο του 2022-2023.
Τέλος, εξετάστηκε ποιος θα ήταν ο αντίκτυπος εάν η ΕΚΤ ακολουθούσε την αυστηρή στόχευση στον πληθωρισμό, αυξάνοντας τα επιτόκια νωρίτερα. Σε αυτή την περίπτωση θα είχε διατηρήσει τον πληθωρισμό κοντά στο 2% κατά την περίοδο μετά την πανδημία, τα επιτόκια θα είχαν κορυφωθεί επίσης πάνω από το 6%, ενώ η οικονομία θα ήταν αντιμέτωπη με επίσης βαθιά ύφεση, με το ΑΕΠ το 2023 να είναι 5%-6% χαμηλότερο.
Η μελέτη άφησε τους αναγνώστες και το κοινό να κρίνουν εάν ο δρόμος που ακολούθησε η ΕΚΤ «άξιζε, με βάση τους συμβιβασμούς που έγιναν». Όπως κατέληξε ο Πριμιτσέρι, η τρέχουσα άσκηση νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ έχει αντιμετωπίσει τις πληθωριστικές πιέσεις μετά την COVID-19. Το ερώτημα είναι ποια πρέπει να είναι η πολιτική για το μέλλον. Δεδομένου ότι ο πληθωρισμός φτάνει το 2% αλλά το ΑΕΠ είναι απίθανο να επιστρέψει στην προ κορωνοϊού τάση του τα επόμενα δύο χρόνια, τα επιτόκια πρέπει να συνεχίσουν να μειώνονται σταδιακά.
Facebook Comments