Το «θερμό» καλοκαίρι για τις αγορές που αρκετοί αναλυτές είχαν προβλέψει έπειτα από το ισχυρό ράλι που κατέγραφαν οι μετοχές διεθνώς εδώ και πολλούς μήνες, επιβεβαιώθηκε και μάλιστα με «θόρυβο», και φυσικά, το ελληνικό χρηματιστήριο λόγω της ρηχότητάς του παρασύρθηκε και αυτό στη δίνη του διεθνούς sell-off.
Αν και παραμένει ακόμα ανοιχτό εάν το διεθνές sell-off έχει κάνει τον κύκλο του ή… σιγοκαίει πριν κάνει και πάλι την εμφάνισή του, το Χ.Α και οι αποτιμήσεις των ελληνικών μετοχών έχουν έναν πολύ σημαντικό σύμμαχο στο πλάι τους, όταν το κλίμα ομαλοποιεί. Ένα από τα μεγαλύτερα «όπλα» που διαθέτει το Χ.Α είναι η σημαντική στήριξη από την αγορά ομολόγων, με την πτώση των αποδόσεων και άρα του κόστους δανεισμού, να λειτουργεί θετικά για τις αποτιμήσεις των ελληνικών εισηγμένων, ενώ οι τοποθετήσεις από funds που στο παρελθόν δεν μπορούσαν να επενδύσουν στα ελληνικά assets λόγω καταστατικού, μεγαλώνουν το κοινό και τις εισροές και για το Χ.Α.
Παρά το ότι το 2024 υπήρξε αρκετά ασταθές για τα ομόλογα της ευρωζώνης έως τώρα, το spread των ελληνικών 10ετών κινείται γύρω από τις 100 μονάδες βάσης, σταθερά χαμηλότερα από το ιταλικό spread (140 μ.β) και πολύ κοντά στο ισπανικό spread (85 μ.β). Το μεγάλο game changer δεν ήταν άλλο από την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας.
Όπως σημειώθηκε και στο πρόσφατο Οικονομικό Δελτίο της Τράπεζα της Ελλάδος οι αναβαθμίσεις των πιστοληπτικών αξιολογήσεων της ελληνικής οικονομίας και, κυρίως, η προοπτική για την αναβάθμιση στην επενδυτική κατηγορία οδήγησαν σε σημαντική αύξηση των τοποθετήσεων των επενδυτικών κεφαλαίων σε ελληνικά κρατικά ομόλογα. Συγκεκριμένα από το δ΄ τρίμηνο του 2022 έως το γ΄ τρίμηνο του 2023 η αύξηση αυτή υπολογίζεται σε 5 δισ. ευρώ, εκ των οποίων 2,9 δισ. ευρώ αφορούν θέσεις σε μετοχές και 2,1 δισ. ευρώ θέσεις σε ομόλογα.
H μελέτη της ΤτΕ, εξέτασε κατά πόσον οι αυξήσεις στις τοποθετήσεις των επενδυτικών κεφαλαίων σε ελληνικά ομόλογα ξεπέρασαν τη γενικότερη τάση στην αγορά και εκτίμησε την επίδραση της αυξημένης ζήτησης στις αποδόσεις των ελληνικών κρατικών ομολόγων. Τα ευρήματα υποδεικνύουν ότι η μεταβολή των προοπτικών της κρατικής πιστοληπτικής αξιολόγησης της ελληνικής οικονομίας σε θετικές από τον οίκο S&P τον Απρίλιο του 2023 οδήγησε σε σημαντική αύξηση των θέσεων των επενδυτικών κεφαλαίων σε ελληνικά κρατικά ομόλογα, σε σχέση με άλλα κρατικά ομόλογα της ζώνης του ευρώ. Η εξέλιξη αυτή εκτιμάται ότι οδήγησε σε μείωση στις αποδόσεις των ελληνικών κρατικών ομολόγων που αντιστοιχεί σε περίπου 80% της πτώσης των διαφορών αποδόσεών τους έναντι των γερμανικών ομολόγων αναφοράς.
Τα αποτελέσματα αυτά είναι αξιοσημείωτα για δύο λόγους. Αφενός, η αύξηση της ζήτησης ελληνικών αξιογράφων παρατηρήθηκε σε μια περίοδο κατά την οποία τα επενδυτικά κεφάλαια μείωναν τις θέσεις τους σε ομόλογα με χαμηλές πιστοληπτικές αξιολογήσεις. Αφετέρου, η μείωση στις αποδόσεις των ελληνικών κρατικών ομολόγων, που εξηγείται σε μεγάλο βαθμό από την αύξηση των θέσεων των διεθνών επενδυτικών κεφαλαίων, υπερκέρασε τις αυξητικές πιέσεις που παρατηρήθηκαν στα ομόλογα διεθνώς λόγω των αυξήσεων των επιτοκίων. Κατά συνέπεια, τα ευρήματα της μελέτης υπογραμμίζουν τη σημασία της αναβάθμισης της κρατικής πιστοληπτικής αξιολόγησης της ελληνικής οικονομίας στην επενδυτική κατηγορία, καθώς, εκτός των άλλων, επιφέρει αύξηση της ζήτησης για ελληνικά κρατικά ομόλογα και, ως εκ τούτου, σημαντική βελτίωση στο κόστος δανεισμού του Ελληνικού Δημοσίου.
Σε πρόσφατη ανάλυση της Bernberg Bank για τα spreads των ομολόγων στην ευρωζώνη τόνισε πως αυτά των ελληνικών ομολόγων αντικατοπτρίζουν το ισχυρό story ανάπτυξης της Ελλάδας. Με τις σαρωτικές μεταρρυθμίσεις που επιδιώκει ο Κυριάκος Μητσοτάκης από το 2019, η Ελλάδα έχει γίνει η ταχύτερα αναπτυσσόμενη οικονομία εντός της Ευρωζώνης, όπως τόνισε. Οι πολιτικοί κίνδυνοι έχουν σε μεγάλο βαθμό μηδενιστεί, το δημοσιονομικό έλλειμμα βρίσκεται υπό αυστηρό έλεγχο (μόλις 1,6% του ΑΕΠ το 2023) και το δημόσιο χρέος έχει υποχωρήσει από το 207% του ΑΕΠ το 2020 σε 162% το 2023», όπως σημειώνει. Με στήριξη από το γεγονός ότι η Ελλάδα πληρώνει χαμηλά επιτόκια για το μεγαλύτερο μέρος του χρέους της που κατέχουν επίσημοι πιστωτές, το spread των ελληνικών ομολόγων έχει βυθιστεί πολύ κάτω από αυτό της Ιταλία , σημείωσε η Berenberg.
Η JP Morgan συνεχώς επαναλαμβάνει τη θετική της στάση για την πορεία των ελληνικών ομολόγων, διατηρώντας τις long θέσεις που έχει κτίσει εδώ και μήνες στους 10 ετείς ελληνικούς κρατικούς τίτλους έναντι των αντίστοιχων ιταλικών. Όπως επισημαίνει, τα ελληνικά ομόλογα συνεχίζουν να προσφέρουν «καταφύγιο» και μέσο αντιστάθμισης έναντι του κινδύνου αντίστροφης του κλίματος της αγοράς γενικότερα, ενώ εκτιμά πως η ανάπτυξη της Ελλάδας φέτος θα διαμορφωθεί στο 2,2% και ο δείκτης χρέους θα υποχωρήσει στο 154% του ΑΕΠ. Σημειώνεται πως η JP Morgan έχει τοποθετήσει τα ισπανικά και τα ελληνικά ομόλογα στις κορυφαίες της επιλογές από την περιφέρεια της ευρωζώνης.
Από την πλευρά της η UBS σημείωσε και αυτή πως παραμένει πολύ αισιόδοξη για την πορεία των ελληνικών ομολόγων και εκτιμά πως η απόδοση του 10ετούς θα υποχωρήσει στο 3% στα τέλη του 2024 και στο 2,7% έως τα τέλη του 2025. Αν και η αβεβαιότητα σχετικά με τη Γαλλία αναμένεται να ασκήσει πιέσεις στα ομόλογα της Ευρωζώνης βραχυπρόθεσμα, ωστόσο ανοίγει μια σημαντική επενδυτική ευκαιρία για τοποθετήσεις στα ελληνικά ομόλογα, λαμβάνοντας υπόψη τις οικονομικές και πιστωτικές προοπτικές της Ελλάδας και τη σταθερή κυβέρνηση, όπως τόνισε.
Και η Capital Economics ξεχωρίζει τα ελληνικά ομόλογα. Σε ανάλυσή της όπου αναφέρθηκε στη νέα κανονικότητα που δημιούργησαν στην αγορά ομολόγων της Ευρωζώνης οι πολιτικές εξελίξεις στη Γαλλία , επισημαίνει πως τα γαλλικά ομόλογα έχουν αποχωρήσει από το γκρουπ των τίτλων χαμηλού ρίσκου του πυρήνα της Ευρωζώνης και πλέον οι επενδυτές τα αντιμετωπίζουν σαν ομόλογα της περιφέρειας του παρελθόντος. Έτσι αναμένει ότι το spread μεταξύ του γαλλικού 10ετούς ομολόγου και του αντίστοιχου γερμανικού θα αυξηθεί βραχυπρόθεσμα και θα φτάσει τις 100 μ.β.
Αντίθετα, είναι αρκετά αισιόδοξη για τις προοπτικές των ομολόγων της Ελλάδας, της Ισπανίας και της Πορτογαλίας. Ο δείκτης χρέους προς ΑΕΠ στην Ελλάδα και την Πορτογαλία έχει υποχωρήσει πολύ κάτω από τα επίπεδα που βρισκόταν πριν από το ξέσπασμα της πανδημίας, ενώ αν και το ισπανικό χρέος δεν έχει μειωθεί πολύ, η συνεχιζόμενη ισχυρή οικονομική ανάπτυξη θα βοηθήσει στη βελτίωση των δημόσιων οικονομικών της χώρας, τονίζει.
Και οι οίκοι αξιολόγησης έχουν αναγνωρίσει την πρόοδο που σημείωσαν οι χώρες αυτές για τη βελτίωση των δημόσιων οικονομικών τους. Από την κρίση χρέους της Ευρωζώνης, οι S&P, Moody’s και Fitch έχουν αναβαθμίσει την Πορτογαλία κατά τέσσερις έως πέντε βαθμίδες, την Ισπανία κατά δύο έως τέσσερις βαθμίδες, ενώ η Ελλάδα αξιολογείται πλέον με «επενδυτική βαθμίδα» από δύο από τους τρεις μεγαλύτερους οίκους αξιολόγησης.
Facebook Comments