Πρώτη εβδομάδα του Σεπτεμβρίου και η επιστροφή στην καθημερινότητα, απαιτεί μια βόλτα από τα θερινά σινεμά, για να γλυκάνει και τη μελαγχολία του επερχόμενου φθινοπώρου.

Τέσσερις νέες ταινίες και τέσσερις επανεκδόσεις γεμίζουν το πρόγραμμα της εβδομάδας. Ξεχωρίζουν το γαλλικό ψυχαγωγικό έπος εποχής «Ο Κόμης Μόντε Κρίστο», η επιστροφή, έπειτα από 35 χρόνια, του «Σκαθαροζούμη» διά χειρός Τιμ Μπάρτον και το γαλλικό πολιτικό δικαστικό δράμα «Υπόθεση Γκολντμάν», ενώ από τις επανεκδόσεις θα μοιράσουν απλόχερα οι Μόντι Πάιθον ξεκαρδιστικό γέλιο, με την ανελέητη σάτιρα «Το Αδελφάτο των Ιπποτών της Ελεεινής Τραπέζης» και συγκίνηση η «Μαγική Πόλη», εβδομήντα χρόνια από την πρώτη της προβολή, που σήμανε και το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Νίκου Κούνδουρου, αλλά και των Γιώργου Φούντα, Θανάση Βέγγου.

   O Kόμης Μόντε Κρίστο

   (“Le Comte de Monte-Cristo”) Περιπέτεια εποχής, γαλλικής παραγωγής του 2024, σε σκηνοθεσία Ματιέ Ντελαπόρ και Αλεξάντρ ντε λα Πατεγιέ, με τους Πιέρ Νινέ, Πιερφρανσέσκο Φαβίνο, Αναϊς Ντεμουστιέ, Άνα Μαρία Βαρτολομέι, Λοράν Λαφίτ κα.

   Για πολλοστή φορά το μυθιστόρημα του Αλέξανδρου Δουμά μεταφέρεται στη μεγάλη οθόνη, αυτή τη φορά ίσως πιο εντυπωσιακό από ποτέ, πληθωρικό, επικό, που δικαιώνει πλήρως τον όρο ψυχαγωγικό σινεμά και θα διασκεδάσει για τρεις ώρες το ευρύ κοινό στο οποίο και απευθύνεται. Το σκηνοθετικό δίδυμο Ματιέ Ντελαπόρ – Αλεξάντρ ντε λα Πατεγιέ αναλαμβάνουν ακόμη μία προσαρμογή λογοτεχνικού έργου, μία περιπέτεια εποχής, ένα ιστορικό δράμα, μια ιστορία εκδίκησης, έχοντας ως αποκλειστικό οδηγό το κείμενο του Δουμά, ένα ευπρόσωπο καστ, τη συμπαράσταση μίας παραγωγής που δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από το Χόλιγουντ – αντιθέτως σίγουρα θα προκαλέσει έναν φθόνο εκεί στους λόφους του Λος Άντζελες. Δηλαδή, όλα τα συστατικά που εξασφαλίζουν την εμπορική επιτυχία, παρότι η ταινία καταχειροκροτήθηκε και από το απαιτητικό κοινό του Φεστιβάλ Καννών, όπου προβλήθηκε εκτός συναγωνισμού.

   Ειδικά το κοινό, που δεν γνωρίζει την ιστορία του κλασικού μυθιστορήματος, θα το χαρεί ακόμη περισσότερο, καθώς οι δυο σκηνοθέτες, που μπορεί να σέβονται ως ιερό το κείμενο του Δουμά, αλλά δεν προσθέτουν κάτι ιδιαίτερο, αρκούνται στον ρομαντισμό και τη χορταστική περιπέτεια, τη σιγουριά της ακαδημαϊκής προσέγγισης, ενώ αποφεύγουν σαν το διάολο το λιβάνι τις σκοτεινές πτυχές της ιστορίας και των χαρακτήρων. Και ταυτόχρονα το επιβλητικό σκηνικό – πραγματικά ορισμένες φορές εντυπωσιάζει – που δείχνει να πέφτει βαρύ και να πλακώνει τη δραματουργική δύναμη.

   Η ιστορία ακολουθεί τον Έντμοντ Νταντές, έναν νεαρό ναυτικό, που βλέπει να όνειρά του να γίνονται πραγματικότητα, αλλά την ημέρα του γάμου του, εξαιτίας μίας συνωμοσίας, που οργανώνεται από δήθεν φίλους του, φυλακίζεται άδικα. Μετά από 14 χρόνια, σε ένα σκοτεινό κελί ενός κάστρου, δραπετεύει με τη βοήθεια ενός άλλου κρατούμενου που του αποκαλύπτει την τοποθεσία ενός κρυμμένου θησαυρού. Πλούσιος πια, αλλά απογοητευμένος και οργισμένος από τους ανθρώπους, ο Νταντές επανεμφανίζεται στην παρισινή κοινωνία ως μυστηριώδης και μεγαλοπρεπής κόμης Μόντε Κρίστο, με μοναδικό σκοπό της ζωής του, να πάρει εκδίκηση από εκείνους που κατέστρεψαν τα καλύτερα χρόνια της ζωής του και του κλέψαν το νεανικό του έρωτα.

   Η στιβαρή αφήγηση, που τονώνει συνεχώς το ενδιαφέρον, οι ρυθμοί που σπανίως κάνουν κοιλιά, παρά την τρίωρη σχεδόν διάρκεια της ταινίας, αλλά και η πιστή προσαρμογή του σεναρίου στο αρχικό κείμενο, θα παρασύρουν το ευρύ κοινό σε μία ρομαντική περιπέτεια εποχής, που μπορεί να είναι συμβατική, αλλά θα χαρίσει ένα απολαυστικό βράδυ, τιμώντας ένα είδος, το οποίο, τα τελευταία χρόνια βρίσκεται σε παρακμή. Σε αυτό θα συνδράμουν και τα άψογα κοστούμια, οι παραμυθένιες εικόνες, η δουλειά που έχει γίνει σε πολλούς χαρακτήρες, αναδεικνύοντας τους φόβους, το μίσος και φυσικά τη δίψα για την εξουσία. Ίσως γι’ αυτό, όλες οι ατέλειες και αδυναμίες της ταινίας να περνούν στο περιθώριο, καθώς είναι φανερό ότι το κοινό έχει ανάγκη να ξεδώσει με ένα αν μη τι άλλο αξιοπρεπέστατο ψυχαγωγικό φιλμ.

   Ο γοητευτικός Πιέρ Νινέ, μπορεί να έχει αφήσει έξω από τα κινηματογραφικά πλατό τη φλόγα των νιάτων του, αλλά δείχνει επαρκής για τον κεντρικό ρόλο, εν αντιθέσει με τη γυναικεία παρουσία, Αναϊς Ντεμουστιέ, Άνα Μαρία Βαρτολομέι, που κλέβει την παράσταση, ενώ εξαιρετικοί είναι και οι περισσότεροι δεύτεροι ρόλοι.

   ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Μασσαλία, 1815. Τα όνειρα του Έντμοντ Νταντές υλοποιούνται το ένα μετά το άλλο και είναι έτοιμος να παντρευτεί την αγαπημένη του Μερσέντες. Όμως, η επιτυχία του προκαλεί ζήλια. Προδομένος από αντιπάλους αλλά και από αυτούς που θεωρούσε φίλους και καταγγελθείς ως μέλος συνωμοσίας, φυλακίζεται χωρίς δίκη και χωρίς ελπίδα επιστροφής.

   Σκαθαροζούμης Σκαθαροζούμης

   (“Beetlejuice Beetlejuice”) Κωμωδία φαντασίας, αμερικάνικης παραγωγής του 2024, σε σκηνοθεσία Τιμ Μπάρτον, με τους Μάικλ Κίτον, Γουινόνα Ράιντερ, Τζένα Ορτέγκα, Τζάστιν Θερού, Μόνικα Μπελούτσι, Γουίλεμ Νταφόε κα.

   Η επανεμφάνιση έπειτα από πέντε χρόνια του Τιμ Μπάρτον και από το συμπαθές αλλά κατώτερο των προσδοκιών «Ντάμπο», αποτελεί σίγουρα ένα γεγονός για τους σινεφίλ και ειδικά για τους λάτρεις του ιδιόρρυθμου σκηνοθέτη. Έτσι, μετά από 35 χρόνια ο Μπάρτον, αφού εξασφάλισε τη συμμετοχή του Μάικλ Κίτον, πήρε την απόφαση να παρουσιάσει το πολυαναμενόμενο σίκουελ του «Σκαθαροζούμη», κάτι που οι φαν της ταινίας περιμένουν πολλά χρόνια.

   Το μελαγχολικό «τερατώδες» και γεμάτο εφιάλτες και όνειρα σινεμά του Τιμ Μπάρτον, έχει τη δική του ιστορία, καθώς τα σκοτεινά πλοκάμια του μυαλού, η δίκαιη και μεγάλη καρδιά του, η ενήλικη παιδικότητα τού ιδιοφυούς σκηνοθέτη έχουν περισσότερο ενδιαφέρον από το σύνολο του έργου του. Κι εδώ, στο σίκουελ της μακάβριας κωμωδίας επανέρχεται με την καρδιά του, μετά την τελματωμένη συνεργασία του με την Disney, ενώ εξαντλεί και την έβδομη δεκαετία της ζωής του. Αυτή, άλλωστε η νοσταλγία – εντάξει είναι και το βαρύ όνομα του Μπάρτον – έστειλε την ταινία στη Βενετία, με την οποία άνοιξε το φεστιβάλ.

   Αρχίζοντας να ξετυλίγει το κουβάρι της ιστορίας του από εκεί που το άφησε, ο Μπάρτον μας επανασυστήνει τους ήρωές του. Η Λίντια, μεσήλικη πια, έχει τη δική της εκπομπή εξορκισμού φαντασμάτων στην τηλεόραση. Όταν ο πατέρας της σκοτωθεί επιστρέφοντας από ένα ταξίδι, η Λίντια και ο νεαρός και καιροσκόπος αρραβωνιαστικός της, η επαναστατημένη έφηβη κόρη της και η μητριά της Ντίλια θα επιστρέψουν στο πατρικό σπίτι για την κηδεία. Όταν η κόρη της, θα ανοίξει στη σοφίτα την πύλη του άλλου κόσμου, η Λίντια θα πρέπει να αντιμετωπίσει τους δαίμονες και να προστατεύσει την οικογένειά της.

   Η νοσταλγική διάθεση του Μπάρτον, η αγάπη του για τον ήρωά του και τις εποχές, που ακόμη το σινεμά ήταν του δημιουργού και αποτέλεσμα ομαδικής συνεργασίας, κάτι που χάρισε πρωτόγνωρη φήμη στο αρχικό φιλμ, έχουν περάσει ανεπιστρεπτί, παρά τις προσδοκίες του σκηνοθέτη. Το φιλμ, διαθέτοντας κάτι από την άχλη της γοτθικής κωμωδίας τρόμου του 1988, τον κόσμο των πνευμάτων και τα υποβλητικά σκηνικά, είναι ιδιαίτερα φιλικό, παρά την πληθώρα και τη φαντασμαγορία των σκουληκιών που πετάγονται από παντού, του λείπει όμως η απαραίτητη αναζωογόνηση, το ξέφρενο αναρχικό χιούμορ, η δύναμη που θα πάει ένα βήμα παραπέρα τον μύθο. Η όποια φρεσκάδα οφείλεται στην παρουσία της επαναστατημένης κόρης της Λίντια, Αστρίντ (Τζένα Ορτέγκα), η οποία λαχταρά να επανασυνδεθεί με τον νεκρό πατέρα της, αλλά και στην παρουσία της Μόνικα Μπελούτσι, στον ρόλο της πρώην γυναίκας του Σκαθαροζούμη, μια δαιμονική, γεμάτη συνδετήρες, απέθαντη γυναίκα, που ρουφάει ψυχές.

   Αντιθέτως, ένα από τα βασικά ατού της πρώτης ταινίας, ο Μάικλ Κίτον – Σκαθαροζούμης, στον οποίο στηρίζονται οι αναμενόμενες ευφάνταστες ανατροπές, που αποτελεί το χειροποίητο εφέ της ιστορίας, φαίνεται ότι έχει εγκλωβιστεί σε ένα κοστούμι που μυρίζει ακόμη ναφθαλίνη, χάνοντας σημαντικό μέρος της συγκίνησης και της διασκέδασης.

   Το αποτέλεσμα τελικά, παρά την αξιοπρόσεκτη νοσταλγική και σινεφιλική προσπάθεια του Μπάρτον, είναι απλώς μία καλοστεκούμενη ταινία του είδους, χωρίς καμία ριζοσπαστική νέα κατεύθυνση, χωρίς τελικώς το ζουμί, που πρέπει να διαθέτει μια ταινία και μάλιστα ενός δημιουργού απαιτήσεων.

   ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Μετά από μια αναπάντεχη οικογενειακή τραγωδία, τρεις γενιές της οικογένειας Ντιτζ επιστρέφουν στο Γουίντερ Ρίβερ. Ακόμα στοιχειωμένη από τον Σκαθαροζούμη, η ζωή της Λίντια ανατρέπεται όταν η επαναστάτρια έφηβη κόρη της, η Άστριντ, ανοίγει κατά λάθος στη σοφίτα την πύλη για τον άλλο κόσμο.

   Υπόθεση Γκολντμάν

   (“Le Proces Goldman”) Δικαστικό δράμα, γαλλικής παραγωγής του 2023, σε σκηνοθεσία Σεντρίκ Καν, με τους Άριε Βορτχάλτερ, Αρτούρ Χαράρι, Πατρίκ Πινό, Νικολά Μπριανκόν κα.

   Εξαιρετικού ενδιαφέροντος γαλλικό δικαστικό δράμα, που βασίζεται σε αληθινά γεγονότα και στην προσωπικότητα του Πιέρ Γκολντμάν, ενός αριστερού διανοούμενου ακτιβιστή, ο οποίος τη δεκαετία του ’70 καταδικάστηκε για πολλές ληστείες, ενώ κατηγορήθηκε και για το φόνο δύο ανθρώπων και δολοφονήθηκε μυστηριωδώς, πιθανότατα από παρακρατικές οργανώσεις.

   Ο Σεντρίκ Καν («The Prayer», «Μια Καλύτερη Ζωή») τοποθετεί το στόρι του μέσα σε μια πολύβουη δικαστική αίθουσα, καταφέρνοντας εν πολλοίς να βάλει και τον θεατή μέσα σε αυτή, με το ντοκιμανταρίστικο ύφος του. Ομολογουμένως, η παρακολούθησή της μοιάζει εξαντλητική, καθώς το πυκνογραμμένο σενάριο και οι ιστορικές αναφορές απαιτούν την πλήρη αφοσίωση του θεατή, που και πάλι είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα του ξεφύγουν αρκετές προεκτάσεις του θέματος.

   Τον Απρίλιο του 1976, ξεκινά η δεύτερη δίκη του ακροαριστερού ακτιβιστή Πιέρ Γκολντμάν, που είχε καταδικαστεί σε πρώτο βαθμό με ισόβια κάθειρξη, για τέσσερις ένοπλες ληστείες, μία από τις οποίες είχε ως αποτέλεσμα τη δολοφονία δυο φαρμακοποιών. Ο ίδιος υποστηρίζει την αθωότητά του, δίχως να θέλει την υπεράσπιση για τον χαρακτήρα του ή άλλα δευτερεύουσας σημασίας γεγονότα και στέκεται στα περιστατικά, διαφωνώντας με τον νεαρό δικηγόρο του. Ο Γκολντμάν, που έχει γίνει είδωλο της διανοούμενης αριστεράς, προσωπικότητες της τέχνης και των γραμμάτων βρίσκονται στην αίθουσα για να του συμπαρασταθούν, επιμένει στην αθωότητά του, περιφρονώντας τους κατήγορους και τους δικαστές, σε μία δίκη γεμάτη εντάσεις και συγκινησιακή φόρτιση.

   Σε μια δικαστική αίθουσα, που μοιάζει περισσότερο με θεατρική σκηνή, ο Καν ακολουθώντας εν πολλοίς τη φόρμα μίας δραματοποιημένης ταινίας τεκμηρίωσης, δεν περιορίζεται στα γεγονότα, τις μαρτυρίες ή τα νομικά επιχειρήματα και τις φιοριτούρες, αλλά αντιθέτως δείχνει να βάζει στο επίκεντρο τις ιδέες, τις πολιτικές, τα ιστορικά γεγονότα της εποχής. Τελικά αυτές είναι που «δικάζονται» – κρίνονται από το κοινό, μέσα από ένα υπερπληθωρικό σενάριο, απ’ το οποίο λείπουν οι απαραίτητες ανάσες. Οι παρατηρήσεις για μία εποχή – από την απαξίωση του Μάη του ’68 μέχρι τις αυθαίρετες τακτικές των αρχών, της αστυνομίας και του καθεστώτος, αρκετά διεισδυτικές αν και ορισμένες φορές δείχνουν να πνίγονται από τους καταιγιστικούς διαλόγους.

   Η στιβαρή ερμηνεία του Άριε Βορτχάλτερ στον ρόλο του Γκολντμάν, ενός ακατάβλητου επαναστάτη, που δεν κάνει πίσω σε τίποτα και δεν ζητά τη συμπάθεια κανενός, ένα από τα ατού της ταινίας, που κλιμακώνει και κορυφώνει την αγωνία στο φινάλε.

   ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Το 1976 ξεκινάει η δεύτερη δίκη του Πιερ Γκολντμάν, ακροαριστερού ακτιβιστή που είχε καταδικαστεί σε ισόβια κάθειρξη για τέσσερις ένοπλες ληστείες και τον θάνατο δύο φαρμακοποιών. Στην τελευταία δίκη υποστηρίζει την αθωότητά του και μέσα σε λίγες εβδομάδες γίνεται είδωλο της διανοούμενης αριστεράς.

   Strange Darling

   (“Strange Darling”) Θρίλερ, αμερικάνικης παραγωγής του 2023, σε σκηνοθεσία Τζ. Τ. Μόλνερ, με τους Γουίλα Φιντζέραλντ, Κάιλ Γκάλνερ, Μπάρμπαρα Χέρσεϊ, Έντ Μπέγκλεϊ Τζ., Μπιάνκα Σάντος κα.

   Άγριο θρίλερ, στηριζόμενο κυρίως στην ανατροπή του πυρήνα του κινηματογραφικού είδους που εκπροσωπεί, καθώς φλερτάρει ιδιαίτερα με το slasher horror και αντιστρέφοντας τους ρόλους στο αιματηρό κυνήγι «η γάτα με το ποντίκι», δημιουργώντας μία έξαψη, μια περίεργη γοητεία στο κοινό και ειδικά στο νεανικό.

   Ο σεναριογράφος, ηθοποιός και σκηνοθέτης Τζ. Τ. Μόλνερ, σε αυτή τη δεύτερη ταινία του, που έχει πολυδιαφημιστεί στο διαδίκτυο και έχει αποσπάσει τον έπαινο από τον εμβληματικό συγγραφέα Στίβεν Κινγκ, αποπροσανατολίζει τον θεατή, για να τον ρίξει στα βαθιά, με τη μη γραμμική αφήγησή του, που τονώνει ακόμη περισσότερο το ενδιαφέρον και τις ανατριχίλες.

   Το στόρι, που παραπέμπει σε αληθινά περιστατικά, αλλά είναι επινόηση του Μόλνερ, θέλει μια νεαρή γυναίκα να έχει μία ερωτική συνεύρεση με έναν αστυνομικό, τον οποίο κατηγορεί για σίριαλ κίλερ, ενώ η ίδια αφού παίζει μαζί του, προσπαθεί να τον μαχαιρώσει, αλλά δεν τα καταφέρνει, καθώς αυτός θα την πυροβολήσει στο αυτί.

   Η πρώτη ώρα της ταινίας, από τα 90 λεπτά συνολικής διάρκειας – περιλαμβάνει τα κεφάλαια 3, 5, 1, 4 και 2, με αυτή τη σειρά – καταλήγοντας στη μεγάλη αποκάλυψη ότι αυτή είναι στην πραγματικότητα η καταζητούμενη δολοφόνος, μία επικίνδυνη φυγάς, γνωστή με το παρατσούκλι «Ηλεκτρική Κυρία».

   Ο Μόλντερ, ακολουθώντας μία αντισυμβατική αφήγηση και δίνοντας ένα ελκυστικό ιριδίζον στυλ στα νυχτερινά γυρίσματα, τα οποία συνδυάζει καθοριστικά με έναν εκτυφλωτικό ρεαλισμό την ημέρα, έχοντας ως διευθυντή φωτογραφίας τον γνωστό ηθοποιό Τζοβάνι Ριμπίζι, σίγουρα θα κάνει αίσθηση, έχοντας ταυτόχρονα στη διάθεσή του ένα δυνατό καστ, του οποίου ηγείται η αφηνιασμένη Γουίλα Φιντζέραλντ.

   Το φιλμ, φαίνεται ότι έχει στόχο να αμφισβητήσει τις προκαταλήψεις των θεατών σχετικά με τους ρόλους των φύλων, κάτι που καταφέρνει ως ένα βαθμό, αλλά μάλλον κυρίως με τον εντυπωσιασμό και μια δόση αμετροέπειας του σκηνοθέτη, που βάζει πάνω απ’ όλα το «εγώ» του. Και αυτό έχει ως αποτέλεσμα ένα διφορούμενο νόημα για τη στάση της γυναίκας στο σεξ, την πίστη και την απιστία, ενώ τις περισσότερες φορές το παράξενα γοητευτικό φιλμ παραμένει στην επιφάνεια, στην ματωμένη επιδερμίδα.

   ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται σε ένα one-night stand που σύντομα θα εξελιχθεί σε ένα αιματηρό κυνηγητό…

   Προβάλλονται ακόμη οι ταινίες:

   Το Αδελφάτο των Ιπποτών της Ελεεινής Τραπέζης

   (“Monty Python and the Holy Grail”) Η κλασική ανεπανάληπτη κωμωδία των ιδιοφυών Μόντι Πάιθον επιστρέφει σε επανέκδοση για να μας θυμίσει τις εποχές που ο κινηματογράφος μπορούσε να αφυπνίσει μέσα από ξεκαρδιστικές ιστορίες, ένα ανελέητο αναρχικό χιούμορ. Το 1975, στην πρώτη ουσιαστικά, τούτη δω, ταινία τους, η αθάνατη παρέα των Τέρι Γκίλιαμ, Τζον Κλιζ, Γκράχαμ Τσάπμαν, Έρικ Άιντλ, Μάικλ Πάλιν και Τέρι Τζόουνς, θα κατακρεουργήσει τον θρύλο του Βασιλιά Αρθούρου και των Ιπποτών της Στρογγυλής Τραπέζης, στην αναζήτησή τους για το Άγιο Δισκοπότηρο και ταυτόχρονα θα κατεδαφίσουν την πραγματικότητα της δεκαετίας του ’70, αποδεικνύοντας ότι τα πράγματα θα πηγαίνουν όλο και χειρότερα. Προφητεύοντας και προειδοποιώντας για την έλευση της Θάτσερ και του Θατσερισμού, οι Μόντι Πάιθον δεν αφήνουν τίποτα όρθιο και με ένα δαιμονιώδες κέφι, αλλεπάλληλα γκανγκς και απίστευτες ιδέες θα μας προσφέρουν μία κινηματογραφική εμπειρία και γέλια μέχρι δακρύων.

   Μαγική Πόλη

   Στο σκηνοθετικό του ντεμπούτο, ο Νίκος Κούνδουρος, επηρεασμένος σφόδρα από τον ιταλικό νεορεαλισμό, θα κάνει την καλύτερη ταινία του, παρότι ο «Δράκος» θεωρείται η εμβληματική του δημιουργία. Πριν από 70 χρόνια, ο νεαρός σκηνοθέτης, μόλις έχει επιστρέψει από τη Μακρόνησο και αποφασίζει να γυρίσει την πρώτη του ταινία, γύρω από τις περιπέτειες μίας παρέας βιοπαλαιστών, που ζει σε μία παραγκούπολη της Αθήνας, με φυσικό σκηνικό το περιβόητο Δουργούτι.

   Ο Κούνδουρος αναδεικνύει μία Ελλάδα της μιζέριας και της απόγνωσης, του περιθωρίου, που έμενε – και κατ’ εντολήν – εκτός κινηματογράφου, καθώς προβαλλόταν μόνο η στρεβλή οικονομική ανάπτυξη και η δημιουργία της αστικής τάξης. Εξαιρετική προσπάθεια, που ορισμένες φορές μοιάζει πιστό αντίγραφο ιταλικών ταινιών της εποχής, ακόμη και οι δυτικές επιβολές στη λαϊκή διασκέδαση, που τονίζει η μουσική του Μάνου Χατζιδάκι, ενώ σημαντική είναι και η συμβολή της ασπρόμαυρης φωτογραφίας του Κώστα Θεοδωρίδη.

   Ο Γιώργος Φούντας στον πρωταγωνιστικό ρόλο είναι μία αποκάλυψη, που θα του δώσει τον επόμενο χρόνο τον περίφημο ρόλο του Μίλτου στη «Στέλλα», ενώ ο Θανάσης Βέγγος, φίλος του Κούνδουρου από την Μακρόνησο, θα κάνει την πρώτη του εμφάνιση στο σινεμά. Ο μετέπειτα ζεν πρεμιέ Ανδρέας Ντούζος στο ντεμπούτο του και οι ψημένοι Μίμης Φωτόπουλος και Στέφανος Στρατηγός, μαζί με τις Μαργαρίτα Παπαγεωργίου και την Εύα Μπρίκα, αλλά και τον Μάνο Κατράκη, που εμφανίζεται στα πρώτα πλάνα και είναι ο αφηγητής της ταινίας, συνθέτουν ένα υπέροχο καστ, απ’ το οποίο δεν λείπουν οι λαϊκές φάτσες της εποχής. Φινάλε συγκινητικό, όπως και οι θύμησες που προσφέρει το χειροποίητο φιλμ του Κούνδουρου, το οποίο επαναπροβάλλεται σε ψηφιακές κόπιες.

   Μικρή Ιστορία για Έναν Έρωτα

   (“Krotki Film o Milosci”) Μία από τις ιστορίες του «Δεκαλόγου» του Κριστόφ Κισλόφκι, που έγινε αυτόνομη ταινία το 1988, σε επανέκδοση με αποκατεστημένες ψηφιακές κόπιες. Ο περίφημος Πολωνός σκηνοθέτης ισορροπεί αριστοτεχνικά μεταξύ του ηδονοβλεπτικού και του οικείου, του ψυχρά αποστασιοποιημένου και της συναισθηματικής φόρτισης, βυθίζοντας τους θεατές στον εσωτερικό κόσμο των πρωταγωνιστών. Ένα υποδόριο σχόλιο για τη φύση των ανθρώπων και το πρόβλημα των σχέσεων, που μπορεί να λυτρώσει μόνο η δύναμη της αγάπης.

   Ένας μοναχικός και εσωστρεφής νεαρός παρακολουθεί μέσα από το τηλεσκόπιό του την καθημερινότητα μίας όμορφης γειτόνισσάς του. Κάτι που εξελίσσεται σε εμμονή, η οποία όταν αποκαλύπτεται προκαλεί συναισθηματικές συγκρούσεις και ανατροπές.

   Εξαιρετικό δείγμα της γραφής του Κισλόφσκι, που έχει ως συμπαραστάτες τον Σμπίγκνιου Πράισνερ στη μουσική και τον Βίτολντ Άνταμεκ στη φωτογραφία, ενώ πρωταγωνιστούν έξοχα οι Γκραζίνα Ζαπολόφσκα και Όλαφ Λουμπαζένκο.

   Cure

   (“Kyua”) Η ταινία με την οποία συστήθηκε στη Δύση το 1997 ο Κιγιόσι Κουροσάβα, «ο μαύρος πρίγκιπας του γιαπωνέζικου νέου κύματος», είναι ένα υποβλητικό ψυχολογικό, σκληρό θρίλερ, που εστιάζει στην προσωπικότητα ενός ντετέκτιβ ο οποίος ερευνά μια σειρά αποτρόπαιων φόνων. Σαγηνευτική, καθηλωτική αφήγηση, άψογα κάδρα, υπέροχοι φωτισμοί και ένας θαυμαστός πρωταγωνιστής τοποθετούν τον θεατή σε ένα ζοφερό σύμπαν όπου το κακό έχει τη μορφή των απωθημένων επιθυμιών και ζητούν επιτακτικά ικανοποίηση. Στην καλύτερη ταινία τού Κουροσάβα, που δεν έχει καμία σχέση με τον αξέχαστο συνεπώνυμό του Ακίρα, πρωταγωνιστεί ο Κότζι Γιακούσο, που απολαύσαμε προσφάτως στην τελευταία ταινία του Βέντερς.

Πηγή: ΑΠΕ/ΜΠΕ

Facebook Comments