Τον τελευταίο καιρό έρχονται στη δημοσιότητα παράνομες και βίαιες εγκληματικές ενέργειες καλλιτεχνών της τραπ μουσικής στη χώρα μας. Η τραπ μουσική φαίνεται να έχει μεγάλη απήχηση σε νέους και εφήβους, αν όχι όλων των κοινωνικών στρωμάτων, σίγουρα όμως των μεσαίων και των κατώτερων, πολύ μεγαλύτερη απήχηση από την χιπ-χοπ, και οποιοδήποτε άλλος είδος μουσικής τις δύο τελευταίες δεκαετίες.
Οι συμπεριφορές και το ποινικό παρελθόν καλλιτεχνών της τραπ έχει ως αποτέλεσμα τη συσχέτισή της με την εγκληματική δράση και τις βίαιες συμμορίες. Αυτό δεν αποτελεί ελληνική ιδιαιτερότητα˙ έχει συμβεί και συμβαίνει και σε άλλες χώρες, όπως οι ΗΠΑ και η Βρετανία σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό, όπου έχουν υπάρξει αρκετές καταδίκες γι’ αυτό τον λόγο, ιδιαίτερα των καλλιτεχνών της gangsta rap. Η απομόνωση των στίχων από τη μουσική και το γενικότερο νόημα, μπορούν εύκολα να παρερμηνευτούν ή να παρεξηγηθούν και να αποδοθούν λάθος κίνητρα.
Η τραπ (trap) είναι μουσικό υποείδος που δημιουργήθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1990, από την χιπ χοπ (rap – gangsta rap) στην Ατλάντα και τη Τζόρτζια των ΗΠΑ. Eξαπλώθηκε γρήγορα στις άλλες Πολιτείες, πέρασε στη Λατινική Αμερική και στη συνέχεια, μέσω της Ισπανίας το 2013, στην Ευρώπη, και παράλληλα την Αυστραλία και την Ασία. Χαρακτηρίζεται από τους απειλητικούς της στίχους και ήχο με βαριά μπάσα.
Ο όρος «trap» (παγίδα) αναφέρεται συνήθως στη χρήση των «trap houses», στις παράνομες αγορές ναρκωτικών. Ονομάζονται έτσι διότι στα trap houses υπάρχει μόνο μία είσοδος και μία έξοδος, είναι πολύ καλά προστατευμένα και παρέχουν καταφύγιο στους χρήστες ναρκωτικών, αλλά κυρίως έναν τόπο για την ευρύτερη διακίνηση ναρκωτικών. Είναι παρόμοια με τα «crack houses», τα οποία έγιναν γνωστά ως μέρος των αστικών δικτύων προμήθειας ναρκωτικών στις ΗΠΑ και στο Ηνωμένο Βασίλειο τη δεκαετία του 1990, καθώς η αστυνομία χρησιμοποιούσε έντονη καταστολή κατά της υπαίθριας διακίνησης ναρκωτικών. Οι όροι trap και trapping χρησιμοποιούνται γενικότερα για να περιγράψουν και την εμπλοκή στη διακίνηση ναρκωτικών ως «παγίδα» από την οποία είναι δύσκολο να ξεφύγει κανείς.
Αρχικά οι οπαδοί και οι κριτικοί της τραπ αναφέρονταν στους ράπερς των οποίων το κύριο στιχουργικό θέμα ήταν η διακίνηση ναρκωτικών, ως «ράπερς της trap». Τα τραγούδια της τραπ αντικατοπτρίζουν τη ζωή στον δρόμο, υμνώντας την σκληράδα, το αντριλίκι και το ξεπέρασμα των αντιξοοτήτων.
Είναι πάντως ενδιαφέρον ότι ενώ η μήτρα της τραπ, η χιπ-χοπ, γνωστή επίσης ως ραπ και παλαιότερα ως ντίσκο-ραπ, ξεκίνησε ως είδος με λόγο κατά των ναρκωτικών και της βίας και περιγράφηκε ως «τελετουργία που μετατρέπει την επιθετικότητα σε τέχνη», λειτουργώντας θεραπευτικά, δίνοντας όμως ταυτόχρονα τη δυνατότητα συστημικής κριτικής και κοινωνικού σχολιασμού, δεν συνέβη το ίδιο με την τραπ και την gangsta rap, και τελευταία με την drill μουσική. Ακόμη, ενώ η ραπ έχει προβληματισμούς, η τραπ είναι «απολίτικη» και απλοϊκή, ασχολείται με μονοεπίπεδα θέματα: Λεφτά, γυναίκες, καλοπέραση και παρανομία ως μέσον ταχείας απόκτησης χρημάτων.
Για ποιους λόγους η τραπ έγινε τόσο δημοφιλής; Η επιτυχία της σχετίζεται σε μεγάλο βαθμό με την ανάπτυξη και την προσβασιμότητα στην τεχνολογία και στα κοινωνικά δίκτυα, πρωτίστως των δημιουργών της. Είναι το πρώτο μουσικό είδος όπου άνθρωποι χωρίς την υποστήριξη κάποιας δισκογραφικής εταιρείας ή χρήματα για να πληρώσουν για ένα demo, μπόρεσαν να δημιουργήσουν μουσική από τους υπολογιστές τους, κάνοντας αναρτήσεις σε κοινωνικές πλατφόρμες.
Η επιτυχία της σχετίζεται, ακόμη, με το γεγονός ότι αυτό το είδος μουσικής απευθύνεται σε άτομα από χαμηλά κοινωνικά στρώματα που πλήττονται από την οικονομική κρίση, την ανεργία κλπ., ανεξάρτητα από τον τόπο προέλευσής τους. Νέοι από όλο τον κόσμο, που θεωρούν ότι δεν έχουν μέλλον λόγω των κοινωνικών ανισοτήτων, νιώθουν αυτή τη μουσική να τους δείχνει τον δρόμο που πρέπει να ακολουθήσουν, και εδώ είναι ίσως το πιο ευαίσθητο σημείο.
Οι καλλιτέχνες της τραπ πωλούν την ιδέα του να γίνει κάποιος γρήγορα πλούσιος. Πολλοί trap performers είναι όντως πολύ νέοι και πολύ πλούσιοι. Ως εκ τούτου, είναι φυσικό γι’ αυτούς να τραπάρουν για όσα συμβαίνουν στη δική τους ζωή, επηρεάζοντας τους νέους να πιστέψουν ότι αυτός είναι ο τρόπος να το επιτύχουν, κάτι που δεν ισχύει, αφού το να γίνεις γρήγορα πλούσιος και διάσημος δεν συμβαίνει συχνά και δεν διαρκεί. Επιπλέον, ο κύριος λόγος για τον οποίο η ιδέα του να γίνεις γρήγορα πλούσιος λειτουργεί, είναι επειδή ο σύγχρονος κόσμος επικεντρώνεται σε δύο βασικά πράγματα – να βγάζεις πολλά χρήματα και να γίνεις διάσημος.
Υπάρχει η άποψη ότι άτομα που αναζητούν τη βία ή σκέφτονται να προβούν σε πράξεις βίας χρησιμοποιούν ως υποκατάστατο την κατανάλωση βίας – για παράδειγμα, μέσω της μουσικής. Εντούτοις, πρόσφατες έρευνες, οι οποίες πολλαπλασιάζονται τα τελευταία χρόνια, δείχνουν ότι αυτό δεν αντικατοπτρίζει τη συμπεριφορά του ευρύτερου κοινού.
Η σχέση μεταξύ μουσικής και παραβατικής συμπεριφοράς είναι πολύ πιο σύνθετη. Oι μουσικές τάσεις που βρίσκονται υπόλογες για εγκληματική συμπεριφορά όσων τις ακούν, θα ήταν καλύτερο θεωρηθούν ως μορφές μουσικής που αντικατοπτρίζουν τις ζωές και τους κώδικες του δρόμου, υπερτονίζοντας τα «γκανγκστερικά» και βίαια στοιχεία τους, παρά αιτίες εγκληματικής συμπεριφοράς.
Μεμονωμένοι καλλιτέχνες έχουν διαπράξει σοβαρά ποινικά αδικήματα και το περιεχόμενο των τραγουδιών τους έχει χρησιμοποιηθεί ως αποδεικτικό στοιχείο. Ωστόσο, είναι δύσκολο να οδηγήσει η μουσική κάποιον στο έγκλημα, μπορεί το έγκλημα να είναι τρόπος ζωής για ένα άτομο, μια ομάδα και να εκφράζεται έτσι μέσα από τη μουσική. Μην ξεχνάμε και τους δικούς μας ρεμπέτες˙ δεν ήταν η μουσική και οι στίχοι αιτία συμπεριφοράς, αλλά οι στίχοι εξέφραζαν τις εμπειρίες τους.
Facebook Comments