Ότι χώρες όπως η Γερμανία και η Γαλλία θα φτάσουν να αποτελούν τους αδύναμους κρίκους της ευρωζώνης για τους αναλυτές, και η Ελλάδα θα κατατάσσεται στην κορυφή των προτιμήσεων των διεθνών οίκων, είναι κάτι που στο όχι και τόσο μακρινό παρελθόν μόνο… ανέκδοτο θα αποτελούσε.
Και όμως. Tο ασταθές πολιτικό περιβάλλον και η αδυναμία της οικονομίας και των δημοσιονομικών στις δύο μεγαλύτερες οικονομίες του ευρώ έχει ωθήσει τους αναλυτές να «ποντάρουν» στις μικρότερες που ξεχωρίζουν σε αυτά τα μέτωπα.
Ο «μεγάλος ασθενής» στο μέτωπο της ανάπτυξης είναι αυτή τη στιγμή η Γερμανία, η οποία ξεκάθαρα φλερτάρει με την ύφεση φέτος, με τον βιομηχανικό τομέα της να έχει γονατίσει και τους καταναλωτές να διστάζουν να ξοδέψουν. Όπως πολύ χαρακτηριστικά τόνισε πρόσφατα το Ινστιτούτο Οικονομικών Ερευνών Ifo του Μονάχου, «η γερμανική οικονομία μαραζώνει στην ύφεση», προσθέτοντας πως η χώρα βιώνει δομική αλλά και οικονομική κρίση.
Παράλληλα, οι πρόσφατες περιφερειακές εκλογές έδειξαν την αποδυνάμωση του κυβερνητικού συνασπισμού καθώς και τον αυξανόμενο κατακερματισμό του πολιτικού σκηνικού, άλλος ένας αντίθετος άνεμος για την κυβέρνηση όσον αφορά την ψήφιση της αναγκαίας οικονομικής μεταρρύθμισης για την αντιμετώπιση των οικονομικών προκλήσεων της χώρας. Για τις αγορές, το σημαντικό σημείο είναι ο κανόνας του χρέους. Αυτό γίνεται όλο και πιο κεντρικός διάλογος ενόψει των γενικών εκλογών, οι οποίες πραγματοποιηθούν το αργότερο έως τον Σεπτέμβριο του 2025.
Στη Γαλλία, η οποία επίσης παρουσιάζει πολιτικό κατακερματισμό μετά τις ευρωεκλογές, η διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων και ο διορισμός του νέου πρωθυπουργού δεν κατάφεραν να μειώσουν την αβεβαιότητα.
Έτσι, η Société Générale δηλώνει με απόλυτη σαφήνεια ότι πλέον προτιμά την περιφέρεια και ειδικότερα τα γνωστά PIIGS το παρελθόντος έναντι του «πυρήνα» της ευρωζώνης. «Χώρες της περιφέρειας όπως η Πορτογαλία, η Ιταλία, η Ιρλανδία η Ελλάδα και η Ισπανία, έχουν υψηλότερη ανάπτυξη και μεγαλύτερη πολιτική σταθερότητα από τη Γερμανία και τη Γαλλία και επομένως αναμένουμε πως τα ομόλογα και οι μετοχές τους θα υπεραποδώσουν», όπως σημειώνει χαρακτηριστικά.
Αυτό που λέει η Société είναι κάτι που το αντιλαμβάνονται απόλυτα οι επενδυτές. Η αγορά ομολόγων ειδικότερα, δείχνει ξεκάθαρα το πόσο έχουν αλλάξει πλέον οι ισορροπίες, με τους επενδυτές να αντιμετωπίζουν τη Γαλλία ως χώρα αυξημένου κινδύνου, θυμίζοντας την αντιμετώπιση που είχε στο παρελθόν η περιφέρεια. Ως αποτέλεσμα, το spread στα 10ετή της ομόλογα συνεχίζει να κινείται κοντά στα επίπεδα που είχε εκτοξευθεί έπειτα από την προκήρυξη πρόωρων εκλογών τον Ιούνιο, να διατηρείται πολύ υψηλότερα από το spread της Πορτογαλίας, να… απειλείται με ισοφάριση από το spread της Ισπανίας και να διαμορφώνεται στα επίπεδα προ κρίσης χρέους έναντι της Ιταλίας.
Παράλληλα, χαρακτηριστική είναι η φυγή των μεγάλων ξένων επενδυτών από τους γαλλικούς κρατικούς τίτλους, καθώς και η στροφή των funds σε ομόλογα χωρών που μέχρι πρόσφατα θεωρούνταν «επικίνδυνα», όπως το αποδεικνύει και η ζήτηση-ρεκόρ που είδε η Ιταλία κατά την πρόσφατη έκδοση του νέου 30ετούς ομολόγου.
Η απόφαση του Εμανουέλ Μακρόν να διεξαγάγει πρόωρες εκλογές προκάλεσε έντονες ανησυχίες στις αγορές ότι η Γαλλία δεν θα μπορέσει να περιορίσει το έλλειμμά της φέτος. Το έλλειμμα διογκώθηκε στο 5,5% του ΑΕΠ το 2023, ωθώντας τη S&P να υποβαθμίσει την αξιολόγηση της χώρας και την Ευρωπαϊκή Ένωση να κινήσει τη διαδικασία για την επιβολή μεγαλύτερης δημοσιονομικής πειθαρχίας.
Αν και πλέον –έπειτα από δύο μήνες– διορίστηκε νέος πρωθυπουργός ο Μισέλ Μπαρνιέ, οι αναλυτές δεν θεωρούν πως η Γαλλία έχει ξεφύγει τον κίνδυνο. «Για να επιβιώσει, η κυβέρνηση θα πρέπει να βασιστεί στην Ακροδεξιά, η οποία έχει ήδη πει ότι θα κρίνει τον πρωθυπουργό Μπαρνιέ από τις πολιτικές του. Αυτό σημαίνει ότι δεν θα διστάσει να αποσύρει την υποστήριξη μόλις υπάρξει πολιτικό πλεονέκτημα. Επίσης, η νέα κυβέρνηση θα χρειαστεί να κάνει συμβιβασμούς για να ψηφιστεί το νομοσχέδιο για τον προϋπολογισμό. Έτσι, αναμένουμε ότι η νέα κυβέρνηση θα είναι αδύναμη και ασταθής», όπως σημειώνει η Société Generale, ενώ εκτιμά πως το έλλειμμα του προϋπολογισμού της Γαλλίας θα κινηθεί φέτος στο 5,5% έναντι 5,1% που αναμένει η κυβέρνηση.
Στο αποκορύφωμα της αναταραχής της αγοράς τον Ιούνιο, η διαφορά μεταξύ της απόδοσης του γαλλικού 10ετούς ομολόγου και του γερμανικού 10ετούς, το spread, έφτασε τις 82 μονάδες βάσης. Σήμερα κινείται στις 73 μ.β. πολύ υψηλότερα από ό,τι πριν από τις ευρωεκλογές και στα επίπεδα που κινούνταν το 2012-2013.
Συγκριτικά, το ισπανικό spread είναι στις 81 μ.β. και το πορτογαλικό στις 60, ενώ το spread μεταξύ της απόδοσης του γαλλικού 10ετούς ομολόγου και του αντίστοιχου ιταλικού είναι στις 66 μ.β., το χαμηλότερο επίπεδο πριν από την κρίση χρέους της Ευρωζώνης.
Σύμφωνα με οικονομολόγους, η Ιταλία ουσιαστικά επωφελείται από τα προβλήματα που βιώνει η Γαλλία. Κατά την πρόσφατη έξοδο στις αγορές με νέο 30ετές ομόλογο η Ιταλία συγκέντρωσε ζήτηση ρεκόρ πάνω από 130 δισ. ευρώ. «Το ιταλικό χρέος είναι το νέο αγαπημένο στοίχημα των επενδυτών έπειτα από τα συνεχιζόμενα προβλήματα της Γαλλίας», όπως σχολιάζουν οι στρατηγικοί αναλυτές του Bloomberg.
«Η αγορά θα διατηρήσει μια προσεκτική στάση έναντι της Γαλλίας και θα περιμένει σαφήνεια σχετικά με τον προϋπολογισμό. Εάν ο πρωθυπουργός Μπαρνιέ καταφέρει να επιβιώσει από την πρόταση μομφής και προσφέρει έναν δημοσιονομικά συνετό προϋπολογισμό, το spread μπορεί να πλησιάσει τις 60 μ.β. Ωστόσο, βραχυπρόθεσμα θα παραμείνει κοντά στις 70 μ.β.», όπως αναφέρει η JPMorgan. Σημειώνεται πως πριν από την πολιτική κρίση του καλοκαιριού, τo γαλλικό spread κινούνταν κοντά στις 45 μ.β.
Η Société Générale από την πλευρά της συστήνει long θέσεις στα 5ετή και 10ετή ιταλικά ομόλογα έναντι των αντίστοιχων γαλλικών.
Ένα άλλο σημάδι ότι αυτό που θεωρούνταν κάποτε ένα από τα πιο ασφαλή assets στην Ευρώπη, το γαλλικό χρέος, θεωρείται επισφαλές, είναι ότι ένας από τους μεγαλύτερους επενδυτές του, η Ιαπωνία, το «ξεφορτώθηκε» μαζικά αυτό το καλοκαίρι.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του ιαπωνικού υπουργείου Οικονομικών, τα ιαπωνικά funds πούλησαν γαλλικά κρατικά ομόλογα ύψους 9,2 δισ. ευρώ τον Ιούλιο, τη μεγαλύτερη μηνιαία πτώση σε περισσότερα από τέσσερα χρόνια, όπως αναφέρει το Bloomberg.
Facebook Comments