Μία νέα ματιά στο σκηνικό της οικονομίας και της αγοράς στην Ελλάδα ρίχνει η UBS και αναλύει τέσσερα βασικά θέματα. Τα τέσσερα κλειδιά για υπεραπόδοση οικονομίας και τραπεζών στην Ελλάδα.

Πρώτον, πιστεύει ότι το ΑΕΠ παραμένει σε καλό δρόμο για την επίτευξη της πρόβλεψής της για ανάπτυξη 2,5% φέτος, παρά την πρόσφατη αδυναμία των δεικτών της Ευρωζώνης (PMI, Ifo). Δεύτερον, πιστεύει ότι το 2024 διαμορφώνεται ως ένα ακόμη έτος δημοσιονομικής υπεραπόδοσης δεδομένης της καλύτερης είσπραξης φόρων.

Αυτό αντανακλάται επίσης στην πρόσφατη αναθεώρηση του στοχευόμενου πρωτογενούς πλεονάσματος του προϋπολογισμού για το 2024 και το 2025 έναντι του στόχου του 2,1% του ΑΕΠ στο Πρόγραμμα Σταθερότητας. Τρίτον, βλέπει περιθώρια περαιτέρω μείωσης των αποδόσεων ων ελληνικών κρατικών ομολόγων. Και τέταρτον, επαναλαμβάνει τη θετική της στάση για τις ελληνικές τράπεζες μετά τα αποτελέσματα του β’ τριμήνου.

Φέτος, ωστόσο, η UBS πιστεύει ότι τα εισερχόμενα στοιχεία παραμένουν συνεπή με την πρόβλεψή της για ανάπτυξη 2,5%, που είναι 60 μονάδες βάσης πάνω από τη συναίνεση και 30 μονάδες βάσης πάνω από την τελευταία (και προς τα κάτω αναθεωρημένη) επίσημη εκτίμηση της κυβέρνησης για 2,2%.

Πρώτον, μετά την ισχυρή αύξηση του ΑΕΠ κατά 1,1% στο β’ τρίμηνο, η μεταφορά ανάπτυξης έφτασε τις 210 μονάδες βάσης για φέτος. Η σταθερή δύναμη των καταναλωτών (0,6% στο τρίμηνο) και η ανάκαμψη των επενδύσεων (μηχανήματα και εξοπλισμός) και η συμβολή των αποθεμάτων αύξησαν το ΑΕΠ.

Δεύτερον, η κατανάλωση υποστηρίζεται από την έντονη αύξηση των πραγματικών μισθών (5% ετησίως το α’ εξάμηνο) και το γεγονός ότι ο πληθωρισμός των τροφίμων επιβραδύνθηκε σημαντικά στο 2,8% ετησίως τον Σεπτέμβριο του 2024 έναντι 8,2% ετησίως πριν από ένα χρόνο. Επιπλέον, οι θέσεις εργασίας συνέχισαν αν αυξάνονται και το ποσοστό ανεργίας μειώθηκε στο 9,5% τον Αύγουστο – το χαμηλότερο από το καλοκαίρι του 2009.

Τρίτον, οι επενδύσεις θα επωφεληθούν από την τρίτη εκταμίευση κεφαλαίων RRF (2,3 δισ. ευρώ), ανεβάζοντας τη συνολική απορρόφηση στα 17,2 δισ. ευρώ από το σύνολο των 36 δισ. ευρώ. Επιπλέον, ο ρυθμός αύξησης των εταιρικών δανείων επιταχύνθηκε και έφτασε στο 11,4% ετησίως τον Αύγουστο.

Τέταρτον, τα έσοδα από τον τουρισμό αναμένεται να φτάσουν τα 22 δισ. ευρώ φέτος, ή κατά 7% πάνω από αυτά του περασμένου έτους. Σημειώνεται ότι οι πρόσφατες αλλαγές που ανακοινώθηκαν (απαγόρευση νέων βραχυχρόνιων μισθώσεων, αύξηση φόρων για βραχυχρόνιες ενοικιάσεις και νέα επιβάρυνση στους επισκέπτες κρουαζιερόπλοιων σε ορισμένα ελληνικά νησιά) ενδέχεται να επιβαρύνουν την απόδοση του κλάδου το 2025.

Πέμπτο, τα δεδομένα υψηλής συχνότητας για τη δραστηριότητα του τρίτου τριμήνου (IP, κύκλος εργασιών των επιχειρήσεων) δείχνουν περαιτέρω κέρδη στη δραστηριότητα. Ως τελευταίο σημείο, η UB τονίζει ότι ενώ η οικονομική απόδοση της Ελλάδας είναι πιθανό να παραμείνει εξαρτημένη από την πορεία της Ευρωζώνης, οι προηγούμενες ευαισθησίες ανάπτυξης (1-1,2% πιο αργή αύξηση του ελληνικού ΑΕΠ για κάθε 1% βραδύτερη ανάπτυξη στην Ευρωζώνη) ενδέχεται να υπερτονίσουν αυτή τη σχέση, δεδομένων των κονδυλίων της ΕΕ και το δραματικά καλύτερο υπόβαθρο του τρέχοντος δημοσιονομικού σκηνικού και του τραπεζικού συστήματος. Σε αυτό το πλαίσιο η UBS αναμένει αύξηση του ΑΕΠ το 2025 στο 3%, που είναι 100 μονάδες βάσης πάνω από τη συναίνεση.

Η UBS πιστεύει ότι η κυβέρνηση βρίσκεται σε καλό δρόμο για να επιτύχει τους ανοδικά αναθεωρημένους στόχους πρωτογενούς πλεονάσματος 2,4% και 2,5% του ΑΕΠ για το 2024 και το 2025 αντίστοιχα (έναντι των προβλέψεων για πρωτογενές πλεόνασμα 2,1% στο Πρόγραμμα Σταθερότητας του 2024). Τον Ιανουάριο-Αύγουστο 2024, το σωρευμένο πρωτογενές πλεόνασμα του προϋπολογισμού έφτασε τα 7,5 δισ. ευρώ, ξεπερνώντας τόσο τον στόχο των 3,3 δισ. ευρώ και το πρωτογενές πλεόνασμα 5,6 δισ. ευρώ του περασμένου έτους για την αντίστοιχη περίοδο. Η προσαρμοσμένη υπεραπόδοση έναντι του στόχου Ιανουαρίου-Αυγούστου είναι 1,1 δισ. ευρώ ή 0,5% του ΑΕΠ.

Αυτό το αποτέλεσμα οφείλεται κυρίως στην καλύτερη είσπραξη φόρων (υπέρβαση του στόχου κατά 2 δισ. ευρώ), αντανακλώντας τις ισχυρότερες εισπράξεις φόρων εισοδήματος επιχειρήσεων και φυσικών προσώπων λόγω της ισχυρής οικονομικής ανάκαμψης και των μέτρων κατά της φοροδιαφυγής.

Δεδομένης της απόφασης για επέκταση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων πριν από το τέλος του 2024, δεν υπάρχει χώρος για πρόσθετες δαπάνες. Όσον αφορά τον Προϋπολογισμό του 2025, υπάρχουν δύο σημαντικοί στόχοι για την Ελλάδα – που προέρχονται από τους κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας: α) το πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα να φτάσει το 2,1% και β) η αύξηση των πρωτογενών δαπανών δεν μπορεί να υπερβαίνει το 3%.

Η κυβέρνηση στοχεύει σε νέες δαπάνες 3,5 δισ. ευρώ ή 1,4% του ΑΕΠ το 2025. Η UBS προβλέπει ότι ο δείκτης του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ θα μειωθεί περαιτέρω και με ταχύτητα: εκτιμά ότι θα κινηθεί στο 152% του ΑΕΠ και 144% του ΑΕΠ μέχρι το τέλος του 2024 και του 2025, αντίστοιχα. Οι εκτιμήσεις της κυβέρνησης είναι κάπως πιο συντηρητικές στο 149% για το τέλος του 2025, αλλά ακόμη και στις δικές της προβλέψεις έως το 2028 θα μειωθεί στο 133% του ΑΕΠ έως το 2028.

Η επιστροφή της Ελλάδας στην κατηγορία της επενδυτικής βαθμίδας στις αρχές του έτους, μαζί με τις ακολουθούμενες αναβαθμίσεις των προοπτικών από σταθερές σε θετικές από S&P και Moody’s (αν και διατήρησε την αξιολόγηση της Ελλάδας μία βαθμίδα κάτω από την επενδυτική βαθμίδα), άνοιξαν το δρόμο για περαιτέρω συμπίεση των ελληνικών spreads, τονίζει η UBS. Επί του παρόντος, τα spreads διαπραγματεύονται σε περίπου 100 μονάδες βάσης, σχεδόν επιστρέφοντας στα προ της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης επίπεδα.

Τα ελληνικά ομόλογα έχουν κάνει ένα σημαντικό turnaround ανατροπή, τονίζει η UBS, ενισχυμένα από τις ισχυρές οικονομικές επιδόσεις της χώρας, τα θετικά πρωτογενή ισοζύγια και τα μειούμενα επίπεδα χρέους/ΑΕΠ. Καθώς οι οικονομολόγοι της αναμένουν ότι η Ελλάδα θα υπερβεί ακόμη και τον στόχο του Προγράμματος Σταθερότητας του 2024 για πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα 2,1% του ΑΕΠ τόσο το 2024 όσο και το 2025, η θετική δυναμική για τα ελληνικά ομόλογα πρόκειται να συνεχιστεί.

Επιπλέον, η οικονομική υπεραπόδοση της Ελλάδας σε σχέση με άλλες χώρες της Ευρωζώνης αναμένεται να διατηρηθεί το επόμενο έτος. Πρόσθετη χαλάρωση πολιτικής από την ΕΚΤ και αυξανόμενες προσδοκίες για επιτάχυνση των μειώσεων των επιτοκίων, αναμένεται να στηρίξουν τα ευρωπαϊκά ομόλογα γενικότερα, τονίζει η UBS. Όπως εκτιμά, η απόδοση του ελληνικού 10ετούς στο τέλος του 2024 θα κινηθεί στο 3% και στο 2,7% έως το τέλος του 2025.

Έχοντας ξεκινήσει την κάλυψη τον Ιούλιο στις συστημικές ελληνικές τράπεζες με αξιολογήσεις Buy, η UBS παραμένει bullish για τρεις βασικούς λόγους:

Πρώτον, οι τράπεζες έχουν βγει δυναμικά από την κρατική κρίση καθώς τα NPEs εξομαλύνθηκαν και με ισχυρή κερδοφορία που οδηγεί σε αύξηση της NAV και συσσώρευση κεφαλαίου. Με τις τράπεζες να ξεκινούν φέτος και μετά από πολλά χρόνια τη διανομή μερίσματος, η UBS βλέπει σημαντικές δυνατότητες για διανομές, πιθανότατα πέρα από τα συντηρητικά σχέδια πληρωμών τους. Τα διαθέσιμα κεφάλαια για διανομή πάνω από τους εσωτερικούς στόχους κεφαλαίου τους τα επόμενα τρία χρόνια θα μπορούσαν να ανέλθουν σε δύο 60% της κεφαλαιοποίησης του κλάδου.

Δεύτερον, οι τράπεζες είναι μεγάλοι επωφελούμενοι από έναν ισχυρό εταιρικό πιστωτικό κύκλο, καθώς η UBS προβλέπει ότι η απόδοση των εταιρικών πιστώσεων θα αυξηθεί κατά 8,7% ετησίως, καθώς τα αποτελέσματα του δεύτερου τριμήνου αποκάλυψαν ισχυρή εταιρική πίστωση (+3,5% σε τριμηνιαία βάση, +10,2% ετησίως). Αυτό σε συνδυασμό με το ότι τα καθαρά επιτοκιακά περιθώρια NIM θα διατηρηθούν καλύτερα από το αναμενόμενο, θα οδηγήσει σε πιο ανθεκτική παραγωγή καθαρών επιτοκιακών εσόδων NII από ό,τι αναμενόταν από την αγορά.

Τρίτον, οι τράπεζες είναι από τις φθηνότερες τόσο σε σχέση με τις ευρωπαϊκές τράπεζες όσο και σε σχέση με τις τράπεζες στις αναδυόμενες αγορές ειδικά σε όρους P/TNAV και ROTE. Η UBS υπολογίζει ένα κόστος ιδίων κεφαλαίων που κυμαίνεται από 17,2% έως 21,4% για τις τέσσερις τράπεζες, το οποίο θα πρέπει να εξεταστεί στο πλαίσιο μιας απόδοσης δεκαετούς ομολόγου στο 3,1%, ενώ βλέπει την απόδοση του ομολόγου να μειώνεται περαιτέρω στη συνέχεια.

Εκτιμά πως τα επιχειρηματικά σχέδια είναι συντηρητικά και βλέπει πιθανές αναβαθμίσεις με την πάροδο του χρόνου, αποτελώντας καταλύτη για το re-rating των μετοχών τους. Αν και δίνει σύσταση Buy και για τις τέσσερις συστημικές, προτιμά την Εθνική και την Πειραιώς.

Κούρταλη Ελευθερία

Facebook Comments