Οι ελληνικές τράπεζες έχουν σίγουρα αλλάξει σελίδα σε σχέση με τα χρόνια της κρίσης αλλά και αυτά που ακολούθησαν, έχοντας επιστρέψει στην κερδοφορία, έχοντας βελτιώσει σημαντικά την ποιότητα ενεργητικού και έχοντας κτίσει κεφάλαια επιστρέφοντας στη διανομή μερισμάτων, ενώ οι δείκτες απόδοσης του κλάδου καταγράφουν ισχυρές επιδόσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Ωστόσο, αν και γενικά αναφέρεται πως οι επενδυτές τις έχουν βάλει ξανά στο ραντάρ τους, με την αποεπένδυση του ΤΧΣ να προσφέρει σημαντικές ανάσες και προοπτικές, ωστόσο οι μετοχές τους στο ταμπλό του χρηματιστηρίου κάθε άλλο παρά αντικατοπτρίζουν αυτή την πραγματικότητα, με τις τιμές στόχους που δίνουν οι διεθνείς οίκοι και που υποδηλώνουν ισχυρό ράλι, να μην μπορούν να «πιαστούν».
Μάλιστα από τις αρχές Αυγούστου οι μετοχές τους έχουν υποαποδώσει σημαντικά έναντι των μετοχών των ευρωπαϊκών τραπεζών, έχοντας υποχωρήσει κατά 7% έναντι κερδών 4% για τον πανευρωπαϊκό δείκτη Stoxx Banks.
Γιατί συμβαίνει αυτό;
Μέρος της εξήγησης έχει να κάνει με θέματα που αφορούν το Χ.Α γενικότερα. Η ισχυρή δυναμική κατά το πρώτο τρίμηνο του έτους διακόπηκε στη συνέχεια τόσο από τις κινήσεις αποεπένδυσης του ΤΧΣ από τις τράπεζες (Πειραιώς και ΕΤΕ) όσο από άλλα placements (Metlen, Jumbo). Αυτά τα γεγονότα ρευστότητας δημιούργησαν μια υπερχείλιση προσφοράς η οποία επιβάρυνε το X.A, σύμφωνα με εγχώριους αναλυτές. Ήταν επίσης αποτέλεσμα της απόφασης της MSCI να μην προχωρήσει στην τοποθέτηση της Ελλάδας σε λίστα παρακολούθησης για πιθανή αναβάθμιση, αφαιρώντας έτσι έναν βασικό καταλύτη για τη μείωση των ασφαλίστρων κινδύνου, ενώ περιόρισε τις καθαρές εισροές από το εξωτερικό.
Παράλληλα, σημαντικό μέρος της εξήγησης έχει να κάνει με το ότι οι επενδυτές γνωρίζουν πως οι προκλήσεις για τις ελληνικές τράπεζες κάθε άλλο παρά «λυμένες» είναι.
΄Όπως σημείωσε και η S&P, η πώληση του μεριδίου που είχε το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας στην Εθνική Τράπεζα αποτελεί ορόσημο στην αναδιάρθρωση και την εξυγίανση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, ωστόσο υπάρχει και άλλο ένα σημαντικό απομεινάρι της κρίσης, οι αναβαλλόμενες φορολογικές πιστώσεις (DTCs) και η επίλυσή τους θα είναι μια προσπάθεια πολλών ετών. Το υψηλό τους μερίδιο στο κεφάλαιο των τραπεζών επιβαρύνει την πιστοληπτική τους ικανότητα, επειδή η ενεργοποίησή τους θα οδηγούσε σε dilution των μετοχών, γεγονός που αποθαρρύνει τις τράπεζες από τη χρήση τους, όπως σημείωσε.
Ο οίκος Moody’s σε πρόσφατη έκθεσή του τόνισε πως οι αδυναμίες που αντιμετωπίζει ακόμα στο τραπεζικό σύστημα «βαραίνουν» το μακροοικονομικό προφίλ της Ελλάδας. Αν και ο οίκος έχει «επιβραβεύσει» τις ελληνικές συστημικές τράπεζες και μάλιστα με αρκετά γρήγορους ρυθμούς το τελευταίο διάστημα, αποδίδοντας πλέον επενδυτική βαθμίδα, επισημαίνει πως οι πιστωτικές συνθήκες στην Ελλάδα είναι ακόμη αδύναμες. Και αυτό οφείλεται σε δύο κυρίως λόγους: 1) στο ότι τα NPEs αν και έχουν βγει σε μεγάλο βαθμό από τους ισολογισμούς τους, συνεχίζουν να υπάρχουν στην οικονομία και συνεπώς επηρεάζουν τις πιστωτικές συνθήκες της χώρας, και 2) τα νέα δάνεια που χορηγούνται είναι άγνωστο σε ποιον βαθμό καταλήξουν να γίνουν… NPEs.
Αυτές ωστόσο είναι μόνο δύο από τις βασικές τις προκλήσεις του κλάδου, κατά τον οίκο. Και η Moody’s τονίζει πως σημαντική πρόκληση είναι η χαμηλή ποιότητα του κεφαλαίου, καθώς θα χρειαστούν πολλά ακόμη χρόνια για την πλήρη απόσβεση των αναβαλλόμενων φόρων (DTCs), που εξακολουθούν να αποτελούν σημαντικό μέρος της κεφαλαιακής τους δομής. Επιπλέον, η πιστωτική ανάπτυξη στο μέτωπο της λιανικής εξακολουθεί να είναι περιορισμένη, με τη ζήτηση για νέα στεγαστικά δάνεια να παραμένει υποτονική. Και τέλος, υπάρχει ανάγκη περαιτέρω διαφοροποίησης των κερδών των τραπεζών, κυρίως με τη μορφή προμηθειών και χρεώσεων
Η DBRS διαμήνυσε επίσης ότι αρκετά τρωτά σημεία παραμένουν στον κλάδο. Αυτά σχετίζονται κυρίως με την πολύ «στενή» διασύνδεση που έχει ακόμη με το κράτος και του ακόμη υψηλού ποσοστού αναβαλλόμενων φορολογικών πιστώσεων στο κεφάλαιό τους. Επίσης, κατά τον οίκο, η βελτίωση των εσόδων και των δομών χρηματοδότησης, σε συνδυασμό με την αύξηση των δανειακών χαρτοφυλακίων, ιδίως των στεγαστικών δανείων, αντιπροσωπεύουν περαιτέρω σημαντικές προκλήσεις για τον ελληνικό τραπεζικό τομέα. Απαιτούνται επίσης περισσότερες επενδύσεις για την ψηφιοποίηση προκειμένου να επιτευχθεί η διατήρηση επαρκών επιπέδων λειτουργικής απόδοσης σε διαρκή βάση, καθώς και περαιτέρω βελτίωση του προφίλ κινδύνου ειδικά για τις μικρότερες τράπεζες.
Και η Fitch από την πλευρά της εντοπίζει «κενά» στο μέτωπο της ψηφιοποίησης τα οποία θα πρέπει να καλυφθούν ώστε να «πιάσουν» τα επίπεδα της ευρωπαϊκής κανονικότητας. «Εκτός από τις αναβαλλόμενες φορολογικές πιστώσεις και κάποια προβλήματα που απομένουν από την «κληρονομία» της κρίσης, στις προκλήσεις για τις ελληνικές τράπεζες τοποθετούμε την ικανότητά τους να προσφέρουν ψηφιακές υπηρεσίες και να προσαρμοστούν σε νέα επιχειρηματικά μοντέλα», όπως σημειώνει. Οι ελληνικές τράπεζες έχουν αρχίσει και κάνουν βήματα στο μέτωπο των επενδύσεων σε πληροφορική και τεχνολογία και σε νέες επιχειρηματικές ευκαιρίες, ενώ αναπτύσσουν επίσης τα τμήματα wealth management και ασφάλισης για να ενισχύσουν τη διαφοροποίηση των εσόδων τους. Ωστόσο έχουν αρκετό περιθώριο βελτίωσης ώστε να φτάσουν σε παρόμοια επίπεδα με αυτά άλλων ευρωπαϊκών χωρών, επισημαίνει ο οίκος. Αυτό θα εξαρτηθεί επίσης από το εάν η οικονομική ανάπτυξη οδηγήσει σε βελτίωση του διαθέσιμου εισοδήματος και του χρηματοοικονομικού πλούτου για το μεγαλύτερο μέρος των νοικοκυριών. Μια άλλη πρόκληση σύμφωνα και με την Fitch είναι ότι η ζήτηση πιστώσεων από τα νοικοκυριά αυξάνεται αλλά παραμένει συνολικά υποτονική, ειδικά στα στεγαστικά δάνεια, γεγονός που περιορίζει τις επιχειρηματικές ευκαιρίες για τις τράπεζες.
Facebook Comments