Η απόφαση των τεσσάρων από τους πέντε βασικούς οίκος αξιολόγησης να δώσουν στην Ελλάδα την επενδυτική βαθμίδα (η Moody’s είναι η μόνη που δεν το έχει κάνει) πήρε αρκετό χρόνο.

Ενώ οι αναβαθμίσεις όταν η χώρα ήταν βαθιά στην περιοχή του junk ήταν αρκετά γρήγορες, όταν ωστόσο έφτασε ένα σκαλοπάτι πριν το Investment grade οι οίκοι μείωσαν… ταχύτητα. Αυτό έγινε γιατί ήθελαν να είναι βέβαιοι ότι δεν θα υπάρχει πιθανότητα αναστροφής της κίνησης, ότι δηλαδή δεν υπάρχουν λόγοι οι οποίοι μπορεί να έφερναν μία υποβάθμιση στη συνεχεία. Αυτό το διασφάλισε η δημοσιονομική σύνεση που έδειχνε η Ελλάδα, μεταξύ άλλων, και το γεγονός ότι εισήλθε σε ένα σταθερό πολιτικό περιβάλλον με μια κυβέρνηση υπέρ των μεταρρυθμίσεων και της γενικότερης πειθαρχίας με την Ε.Ε

Κάτι ανάλογο συμβαίνει τώρα που η Ελλάδα έχει τη χαμηλότερη βαθμολογία επενδυτικής βαθμίδας. Το σκεπτικό των οίκων είναι ότι η χώρα έλαβε το Investment grade καθώς το άξιζε, ωστόσο για να ανοίξει ο δρόμος προς υψηλότερα επίπεδα θα πρέπει να έχει την εικόνα μιας χώρας που βρίσκεται σε επενδυτική πίστα. Και η πραγματικότητα είναι πως η Ελλάδα, παρά τη σημαντική πρόοδο, συνεχίζει να έχει με διαφορά τα υψηλότερα επίπεδα χρέους προς ΑΕΠ στην ευρωζώνη, ενώ έρχεται δεύτερη διεθνώς μετά την Ιαπωνία. Όλοι οι οίκοι ανεξαιρέτως έχουν θέσει τη συνέχιση της μείωσης του χρέους ως τον βασικό παράγοντα που θα κρίνει το «πότε» της επόμενης αναβάθμισης της αξιολόγησής της.

Η κατάσταση της Ελλάδας βοηθιέται από το γεγονός ότι τα χρέη έχουν φουσκώσει σε όλες τις χώρες οπότε «ανταγωνίζεται» ένα υψηλότερο και δυσμενές επίπεδο ευρωπαϊκής κανονικότητας. Κανένας οίκος δεν έχει δηλώσει βέβαια ξεκάθαρα σε ποιο επίπεδο θέλει να δει τον δείκτη χρέους της Ελλάδας να βρεθεί ώστε να δώσει νέα αναβάθμιση.

Επιπλέον, όταν μία χώρα είναι σε επενδυτική βαθμίδα, ο ορίζοντας αξιολόγησης είναι μεγαλύτερος. Κάτω από το investment grade είναι 12-18 μήνες, εντός του IG οι οίκοι θέλουν έως και 24 μήνες ώστε να παρακολουθήσουν την πορεία της οικονομίας και να αποφασίσουν εάν πρέπει να λάβει μεγαλύτερη «βαθμολόγια».

Τα παραπάνω απαντά και στο ερώτημα γιατί η S&P αποφάσισε να μην δημοσιεύσει νέα αξιολόγηση όπως είχε προγραμματιστεί στις 18 Οκτωβρίου.

«Ο λόγος που δεν προχωρήσαμε σε μια ενέργεια αξιολόγησης για την Ελλάδα ήταν επειδή είδαμε πως οι θεμελιώδεις πιστωτικές μετρήσεις και οι πιστωτικοί παράγοντες (τόσο της αξιολόγησης όσο και των προοπτικών) παρέμειναν αμετάβλητοι σε σχέση με την τελευταία μας αξιολόγηση πριν από έξι μήνες», όπως σημειώνει η S&P, προσθέτοντας πως ο χρονικός ορίζοντας για νέα αναβάθμιση μιας χώρας που κατέχει επενδυτική βαθμίδα είναι 24 μήνες και όχι 12-18 μήνες.

Ο οίκος δημοσίευσε ωστόσο μία νέα επικαιροποιημένη ανάλυση για την Ελλάδα τονίζοντας μεταξύ άλλων και τις προκλήσεις που συνεχίζει να έχει η χώρα και που προφανώς περιορίζουν την πιστοληπτική της ικανότητα.

Όπως τόνισε η S&P, το αυξημένο έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών ασκεί πίεση στην εξωτερική εικόνα της Ελλάδας. Οι πραγματικές εξαγωγές έχουν υποχωρήσει ενώ οι πραγματικές εισαγωγές αυξήθηκαν φέτος, γεγονός που υποδηλώνει ότι η ανάκαμψη στην εγχώρια μεταποίηση και σε άλλους επιχειρηματικούς τομείς δεν μεταφράζεται ακόμη σε βελτιωμένες καθαρές εξαγωγές. Συνολικά, ο οίκος αναμένει ότι το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών θα φτάσει το 6,6% του ΑΕΠ φέτος και κατά μέσο όρο το 5,6% την περίοδο 2025-2027. «Αν και οι αυξανόμενες εισαγωγές κεφαλαίων είναι πιθανό να εξηγούν εν μέρει την πρόσφατη διεύρυνση, η συνεχής αύξηση του ελλείμματος εξακολουθεί να εκθέτει την οικονομία στον κίνδυνο ξαφνικής επιδείνωσης της εξωτερικής χρηματοδότησης και υποδηλώνει ότι η ανταγωνιστικότητα εξακολουθεί να αποτελεί ζήτημα στον ελληνικό ιδιωτικό τομέα», τονίζει.

Μία άλλη πρόκληση είναι τα κλιματικά σοκ που γίνονται πιο τακτικά στην Ελλάδα, σημειώνει η S&P. Πέρα από τον καταστροφικό ανθρώπινο αντίκτυπο, τα κλιματικά φαινόμενα (πυρκαγιές, πλημμύρες) έχουν υπονομεύσει την οικονομική δραστηριότητα και είναι επίσης πιθανό να έχουν προκαλέσει αρνητικό αντίκτυπο στα δημοσιονομικά, επισημαίνει.

Η συρρίκνωση και η γήρανση του πληθυσμού της Ελλάδας είναι άλλη μία βασική μακροπρόθεσμη πρόκληση, προσθέτει ο οίκος. Ο πληθυσμός έχει συρρικνωθεί πάνω από 6% από την κορυφή του 2011, λόγω της κατάρρευσης των ποσοστών γεννήσεων και του κύματος μετανάστευσης. Η Ελλάδα είναι σήμερα η τέταρτη αρχαιότερη χώρα της ΕΕ και οι πρόσφατες προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής δείχνουν ότι θα έχει το υψηλότερο ποσοστό ηλικιωμένων από οποιοδήποτε κράτος της ΕΕ έως το 2050. Αυτό είναι πιθανό να επιβαρύνει την οικονομική ανάπτυξη τα επόμενα δύο χρόνια, εάν δεν αντιμετωπιστεί.

Και η Scope Ratings δημοσίευσε ανάλυση για την Ελλάδα ενόψει και της τελευταίας αξιολόγησής της για την Ελλάδα το 2024 η οποία είναι προγραμματισμένη στις 6 Δεκεμβρίου, διαμηνύοντας πως το «κλειδί» για περαιτέρω αναβάθμιση της χώρας είναι να συνεχιστεί η πτωτική του τροχιά του χρέους, ενώ αναγνώρισε παράλληλα ότι η επιστροφή της Ελλάδας στην κανονικότητα έχει και προκλήσεις καθώς η δομή του χρέους σταδιακά αποδυναμώνεται.

Ειδικότερα, όπως σημείωσε, καθώς η Ελλάδα χρηματοδοτείται πλέον από τις αγορές και αποπληρώνει πρόωρα τα δάνεια διάσωσης και καθώς η ΕΚΤ συνεχίζει την ποσοτική σύσφιξη, η δομή του χρέους της σταδιακά αποδυναμώνεται. Οι καθαρές πληρωμές τόκων αυξάνονται καθώς το κράτος αναχρηματοδοτείται μέσω ακριβότερων εκδόσεων στην αγορά, όπως εξηγεί, και φέτος αναμένεται να φτάσουν το 6,3% των εσόδων ενώ έως το 2029 θα φτάσουν το 7,9%. Παράλληλα, η μακροπρόθεσμη σταθμισμένη μέση διάρκεια χρέους των 19,2 ετών, επίσης μειώνεται σταδιακά.

Ο οίκος επισήμανε επίσης πως αν και ο βαθμός σύνδεσης κράτους- τραπεζών έχει μειωθεί έπειτα από τη διάθεση των ποσοστών του ΤΧΣ, παραμένει ωστόσο υψηλός λόγω των μεγάλων θέσεων των τραπεζών σε ελληνικά κρατικά ομόλογα καθώς και των κρατικών εγγυήσεων στο πλαίσιο του προγράμματος «Ηρακλής», και αυτό αποτελεί «πιστωτικό πρόβλημα» για τη χώρα.

Αν και εκτιμά πως ο δείκτης χρέους της Ελλάδας θα μειωθεί στο 150,5% του ΑΕΠ φέτος και στο 132,8% έως το 2029 ωστόσο τονίζει όπως αυτή του η εκτίμηση βασίζεται σε συγκεκριμένες παραδοχές: ότι η ανάπτυξη της Ελλάδας θα κινηθεί στο 2,4% φέτος και 1,9% το 2025 ενώ για το 2026-2029 στο 1,4% σε μέσο όρο και ότι το 2024-2027 το πρωτογενές πλεόνασμα θα κινηθεί στο 2,5% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο.

Η BofA εντόπισε από την πλευρά της μακροχρόνιες δομικές ευπάθειες στην Ελλάδα οι οποίες, όπως τόνισε, δεν θα πρέπει να επισκιάζονται από ην ισχυρή βραχυπρόθεσμη μακροοικονομική εικόνα. Η βελτίωση της παραγωγικότητας μέσω διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και η αποτελεσματικότερη κατανομή των πόρων (κεφαλαίου και εργασίας, για την αναβάθμιση της παραγωγικής ικανότητας) η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και η στροφή προς ένα πιο ανθεκτικό μοντέλο ανάπτυξης, παραμένουν βασικές εκκρεμείς προκλήσεις και αφήνουν την οικονομία εκτεθειμένη σε εξωτερικούς κινδύνους.

Facebook Comments