Ο ορυμαγδός των δημοσκοπήσεων, που βλέπουν το φως της δημοσιότητας το τελευταίο διάστημα επιβεβαιώνουν το πολυκερματισμένο πολιτικό σκηνικό, που έχει διαμορφωθεί στη χώρα μετά τις ευρωεκλογές του περασμένου Ιουνίου.
Βεβαίως, η ΝΔ παραμένει, παρά την φθορά της, αδιαμφισβήτητα το πρώτο κόμμα μακράν του δευτέρου, που είναι πλέον το ΠΑΣΟΚ, το οποίο θα αποκτήσει μέσα στον Οκτώβριο το νέο πρόεδρο που θα προκύψει από τις εσωκομματικές εκλογές του Οκτωβρίου. Ο ΣΥΡΙΖΑ κι ο χώρος του αποσυντίθενται στα εξ ων συνετέθησαν. Οι εξελίξεις στον χώρο αυτό μόνο ως ιλαροτραγικές θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν. Κι η γνώμη μου είναι όποιος κι αν εκλεγεί πρόεδρος του στις επερχόμενες εκλογές, προοπτική εξουσίας και πάλι στη μεταμνημονιακή περίοδο δεν μπορεί να του δώσει.
Αντίθετα από τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών και των δημοσκοπήσεων, διαπιστώνουμε ότι ανεβαίνουν τα λεγόμενα αντισυστημικά κόμματα, που βρίσκονται στα δεξιά της ΝΔ κι εκμεταλλεύονται με τον άκρως λαϊκίστικο λόγο, που διαθέτουν ένα πλεονέκτημα σε λαϊκές μάζες που είναι απογοητευμένες ή ζορίζονται από την ακρίβεια, το μεταναστευτικό, την έλλειψη στέγης, τις χαμηλές συντάξεις και μισθούς, την εγκληματικότητα και την αβεβαιότητα για το αύριο.
Μπροστά σε αυτή τη νέα πραγματικότητα, που αποτελεί ταχεία ανατροπή από το 2023, όταν η ΝΔ είχε κερδίσει τις εκλογές με το επιβλητικό 41%, πώς θα μπορέσει να αντιδράσουν ο Κυριάκος Μητσοτάκης και το κυβερνών κόμμα, το οποίο δημοσκοπικά κινείται στα επίπεδα του αποτελέσματος των ευρωεκλογών, λίγο πάνω, λίγο κάτω. Ασφαλώς η πρώτη θέση για τη ΝΔ δεν αμφισβητείται, τουλάχιστον επί του παρόντος. Αλλά αυτό δεν σημαίνει κάτι. Τα ποσοστά της δεν είναι τέτοια που να της εξασφαλίζουν μια νέα κυβερνητική θητεία, μολονότι οι εκλογές αργούν ακόμα και δεν θα πραγματοποιηθούν νωρίτερα της άνοιξης του 2027. Αλλά ο πολιτικός χρόνος μέχρι τότε θα είναι πυκνός. Κι η κυβέρνηση και προσωπικά ο πρωθυπουργός πρέπει να υπερβάλλουν εαυτόν για να κατορθώσουν να επαναπατρίσουν ικανό μέρος των ψηφοφόρων του 2023 για να ξανακερδίσουν κοινοβουλευτική πλειοψηφία.
Εδώ και καιρό γράφω και λέω ότι ο μεγαλύτερος εχθρός της ΝΔ και του κ. Μητσοτάκη είναι η απουσία διακριτού αντιπάλου. Το 2019 ο κ. Μητσοτάκης νίκησε τον Αλέξη Τσίπρα. Το ίδιο και το 2023. Οι ψηφοφόροι τον στήριξαν οχι μόνο γιατί τον θεωρούσαν ως τον καλύτερο για το αξίωμα του πρωθυπουργού. Αλλά και γιατί τους τρόμαζε το ενδεχόμενο να επανακάμψουν ο κ. Τσίπρας κι ο ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό το ενδεχόμενο δεν υφίσταται πλέον. Κι ο πρωθυπουργός έχει μείνει χωρίς αντίπαλο, έχοντας να αντιμετωπίσει τα προβλήματα της καθημερινότητας των πολιτών ως μοναδικό του εχθρό. Αλλά είναι προφανές ότι τα προβλήματα είναι ανίκητα. Ποτέ δεν κατανικιούνται. Από κανένα και πουθενά.
Η έλλειψη ικανής αντιπολίτευσης λειτουργεί επιβαρυντικά για την κυβέρνηση. Όχι μόνο γιατί δεν έχει σαφή αντίπαλο αλλά μόνο πολλά και διαφορετικά και πολυεπίπεδα προβλήματα. Όχι μόνο γιατί ευνοεί την ανάπτυξη φαινομένων εφησυχασμού και αλαζονείας μεταξύ κάποιων εκ των κυβερνητικών στελεχών. Αλλά γιατί επιτρέπει σε κάποιους εκ των δυσαρεστημένων ψηφοφόρων της που την είχαν στηρίξει το 2023 για να μην επιστρέψουν ο Τσίπρας κι η Αριστερά, να στραφούν προς τα αντισυστημικά κόμματα της άκρας δεξιάς για να διαμαρτυρηθούν προς την κυβερνητική πολιτική. Μεγεθύνοντας έτσι το πρόβλημα της πολυδιάσπασης του πολιτικού σκηνικού.
Μπροστά σε αυτή την κατάσταση η κυβέρνηση και προσωπικά ο πρωθυπουργός έχουν χρέος να αντιδράσουν άμεσα. Διαμορφώνοντας ένα συνεκτικό, ενορατικό σχέδιο για το πως βλέπουν και πού θέλουν να οδηγήσουν την Ελλάδα. Και να το υπηρετήσουν στρατηγικά με υπευθυνότητα, αποτελεσματικότητα, αμεσότητα κι όραμα.
Facebook Comments